Μελέτες-δοκίμια-Κώστας Χατζηαντωνίου: «Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης» κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου
Ο πολυποίκιλος δημιουργός Κώστας Χατζηαντωνίου (ιστορικός, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και διευθυντής περιοδικού) παρουσιάζει την τελευταία του εργασία –σύντομη αλλά απόλυτα τεκμηριωμένη– η οποία άπτεται της ιστορικότητας της πεζογραφίας της Θεσσαλονίκης για πάνω από έναν αιώνα, απ’ την απελευθέρωσή της δηλαδή και μετά. Ξεκινώντας από τον κύκλο των «Μακεδονικών ημερών», απ’ αυτή τη συντροφιά ανθρώπων που έβαλαν στόχο στη ζωή τους τη διάδοση της ντόπιας πεζογραφίας, μέχρι τις Ευρωπαϊκές σχολές, ιδίως τις Βόρειες, μια που για τους ίδιους η συμπρωτεύουσα ανήκε –ακόμη και φιλοσοφικά– εκεί, και φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας, όπου η παρουσία Θεσσαλονικιών πεζογράφων είναι άκρως ενδιαφέρουσα και συστηματική. Μέχρι τη δεκαετία του ‘20 ελάχιστα είναι τα δείγματα πεζογραφίας στην πόλη, στη δεκαετία όμως του ‘30 ένας κύκλος συγγραφέων θα ανοίξει δρόμους τέτοιους, ώστε αργότερα να μιλάμε για τη «Σχολή της Θεσσαλονίκης»• η οποία χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια, αποσπασματικότητα, εσωτερικό μονόλογο και άρρηκτη σχέση των δημιουργών με την πόλη, όπως σωστά επισημαίνει ο ιστορικός Κώστας Χατζηαντωνίου.
Ατράνταχτο παράδειγμα αυτής της σχολής ο συγγραφέας Στέλιος Ξεφλούδας, εισηγητής του εσωτερικού μονολόγου, ο οποίος παράλληλα συνδέει τη λογοτεχνικότητα με την Ιστορία, σε σημείο που να μην διακρίνεται η μία από την άλλη. Βέβαια την περίοδο εκείνη δεν υπάρχουν ακόμη τα μεταμοντέρνα διλήμματα για τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας μπορεί να διεισδύει στην Ιστορία, για το πόσο μπορεί να τη σέβεται, για το πόσο μπορεί –όντας ο ίδιος καλλιτέχνης– να τη διαστρεβλώνει, για το πόσο εν τέλει Ιστορία και Λογοτεχνία αποκτούν ειδικές αποστολές, πέραν του παιδευτικού τους χαρακτήρα. Ακόμη και σήμερα τέτοια ερωτήματα δεν έχουν απαντηθεί, αν σκεφτεί κανείς –φαίνεται άσχετο αλλά δεν είναι – πως ο Αγγελόπουλος βάζει στη σκηνή που παραδίδουν τα όπλα στη Βάρκιζα τους αντάρτες να γελάνε, ενώ το ντοκουμέντο δείχνει πως κλαίνε, ή αυτό που εκστόμισε Αυστριακός συγγραφέας, ότι δηλαδή το Άουσβιτς δεν υπήρξε ποτέ. Η γνώμη ότι ο καλλιτέχνης οφείλει να δρα εντελώς απελευθερωμένα είναι αυτονόητη, σε καμιά περίπτωση όμως δεν πρέπει να παραποιεί τα ιστορικά γεγονότα, όπως έχουν καταγραφεί.
Όπως γίνεται φανερό οι Θεσσαλονικείς πεζογράφοι έρχονται σε ρήξη με τους Αθηναίους: η αντιπαλότητα μεταξύ κλασικών και ρομαντικών; Ο σκοτεινιασμένος βοράς και ο φωτεινός νότος;
Πρωτοπόρος αυτής της γενιάς ήταν φυσικά ο συγγραφέας Νίκος Γαβριήλ Πετζίκης, ο οποίος δημιούργησε ένα έργο θεολογικού χαρακτήρα, με το οποίο και έμεινε στην Ιστορία. Παράλληλα η ψυχή του περιοδικού «Μακεδονικαί Ημέραι», ο Πέτρος Σπανδωνίδης, ξεκινά στο περιοδικό «Εστία» μια σειρά κειμένων, ένα μείζον όπως σημειώνει ο Χατζηαντωνίου εγχείρημα της φιλοσοφίας της Ιστορίας, που αφορά άμεσα και τη λογοτεχνία, προκειμένου να αποκτήσουμε επιτέλους έναν γνήσιο και αέναο νεοελληνικό πολιτισμό. Ο Χατζηαντωνίου στέκεται αρκετά στον Σπανδωνίδη, τον οποίο θεωρεί ως εμπνευστή και θεμελιωτή ολόκληρης της φιλοσοφίας του περιοδικού και των ανθρώπων που το απαρτίζουν. Εν τω μεταξύ, εμφανίζονται ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, ο Γεώργιος Δέλιος οι οποίοι μαζί με τον Πεντζίκη συγκροτούν ένα σύνολο δημιουργών που βασικά γράφουν γύρω από μικροεπεισόδια καθημερινής χροιάς, με εντελώς όμως υπερβατικό χαρακτήρα και παράλληλα με τη μυστικιστική παραδοχή της ορθοδοξίας. Όπως γίνεται φανερό οι Θεσσαλονικείς πεζογράφοι έρχονται σε ρήξη με τους Αθηναίους: η αντιπαλότητα μεταξύ κλασικών και ρομαντικών; Ο σκοτεινιασμένος βοράς και ο φωτεινός νότος; Ή μήπως η βόρεια ψυχή που έλεγε ο Σπανδωνίδης; διερωτάται ο ιστορικός. Όπως και να ’χει οι συγγραφείς έρχονται σε επαφή με το έργο των μεγαλύτερων Ευρωπαίων συναδέλφων τους όπως Προυστ, Κάφκα, Μαλρώ, Ρίλκε, Τσβάιχ, Τόμας Μαν, Μαρινέτι, Γουλφ, Μανσφιλντ, Τρακλ. Τέλος, οι πεζογράφοι του περιοδικού των «Μακεδονικών ημερών» δεν ενδιαφέρθηκαν για τον ρεαλισμό της ζωής, τη λογική καταγραφή, την αναφορικότητα και τη δημιουργία ολοκληρωμένων τύπων. Το αντίθετο, η βαθύτερη ψυχολογική θέση της μεσοπολεμικής πεζογραφίας της Θεσσαλονίκης μπορεί να μοιάζει με κατάσταση ατέλειωτης λαγνείας στον ανθρωπισμό που εκφέρεται με γνήσιους τρόπους, έστω και αν περνά άκρως ενσυνείδητα.
Η συνέχεια της ιστορικότητας της πεζογραφίας της Θεσσαλονίκης έρχεται μετά τον πόλεμο, με τους λεγόμενους μεταπολεμικούς, οι οποίοι έχοντας ερεθίσματα νωπά καταγράφουν τις κοινωνικές αλλαγές. Οι Βόρειοι πλέον δημιουργοί συμπλέουν και συμπράττουν με τους Νότιους. Ο Νίκος Μπακόλας, ο Σφυρίδης, ο Χριστιανόπουλος (στα πεζά του), ο ποιητής και πεζογράφος Μάρκος Μέσκος, ο Παύλος Παπασιώπης, ο Τριαντάφυλλος Πίττας, ο Γιώργος Κιτσόπουλος, ο Τηλέμαχος Αλαβέρας, ο Πρόδρομος Μάρκογλου και, πάνω απ’ όλους, ο Γιώργος Ιωάννου μιλούν για την αγωνία, χωρίς να παρακάμπτουν τη φιλοσοφία των «Μακεδονικών Ημερών», αλλά προεκτείνοντας την. Και ακόμη η Νίνα Κοκκαλίδου-Ναχμία, η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, ο Κώστας Λαχάς, ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Σάκης Παπαδημητρίου, ο Γιώργος Κάτος, ο Τόλης Καζαντζής, ο Τόλης Νικηφόρου και ο Αντώνης Σουρούνης γράφουν για την εσωτερική αλλά και υπόγεια ζωή και πάντα χωρίς τη λογική του νατουραλισμού, όπως παλιότερα.
Μεταπολιτευτικά εμφανίζονται ο Δημητριάδης, ο Κοσματόπουλος, ο Ξεξάκης, ο Καλούτσας, ο Θεοδωρίδης, η Δεληγιώργη, ο Βασιλειάδης, ο Ατζακάς. Ο Χατζηαντωνίου στέκεται σε αυτούς τους δημιουργούς με λίγες αράδες, όχι γιατί η ποιότητα του έργου τους είναι περιορισμένη, αλλά το αντίθετο – ως διαφορετικοί μεταξύ τους, θα επιβάλλετο κριτική και δοκιμιακή τους επεξεργασία, η οποία και θα επέβαλε ένα βιβλίο με τεράστιες διαστάσεις. Κατά την δεκαετία του ‘80 εμφανίζονται ο Γιάννης Πάνου, ο Τάσος Χατζητάτσης, ο Αλμπέρτος Ναρ και η Στέλλα Βογιατζόγλου, αείμνηστοι πλέον όλοι τους. Αυτά τα χρόνια ξεχωρίζουν επίσης ο Κουτσούκος, ο Κοροβίνης, η Σταυρακοπούλου, ο Σκαμπαρδώνης, ο Μίγγας, ο Σερέφας, η Νικολαϊδου, ενώ στη δεκαετία του 2000 πολλοί νεώτεροι συγγραφείς.
Ένα σύντομο δοκίμιο για την πεζογραφία μιας πόλης, που κλείνει μέσα του έναν αιώνα, ασφαλώς παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα, ίσως όμως και σχηματοποιήσεις. Λειτουργεί, δηλαδή, κυρίως για όσους δεν γνωρίζουν πολλά πράγματα για την πεζογραφική Θεσσαλονίκη και ξεκινούν μ’ αυτό τη μελέτη. Για όσους όμως έχουν ρίζες βαθιές στη συγκεκριμένη παράδοση, οι σχηματοποιήσεις δεν λειτουργούν αρνητικά σε βάρος του κειμένου, της λογοτεχνίας και της ιστορικότητας.
η βαθύτερη ψυχολογική θέση της μεσοπολεμικής πεζογραφίας της Θεσσαλονίκης μπορεί να μοιάζει με κατάσταση ατέλειωτης λαγνείας στον ανθρωπισμό που εκφέρεται με γνήσιους τρόπους, έστω και αν περνά άκρως ενσυνείδητα.
Άρα, ο Χατζηαντωνίου κάνει το καλύτερο δυνατό, έχοντας και ο ίδιος πεζογραφική σκέψη, με πολύ αγάπη και προσοχή, και αυτό που παρουσιάζει είναι πολύ παραπάνω από ενδιαφέρον, σύγχρονο και κατατοπιστικό. Εξάλλου, ίσως και ο ίδιος είχε ένα χρέος το οποίο εξοφλεί, μια που αν και γεννήθηκε στη Ρόδο, πολιτογραφήθηκε Θεσσαλονικιός.
Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης
Ένα υπόδειγμα μεταξύ ιστορίας και λογοτεχνίας: Από τις «Μακεδονικές ημέρες» στις ημέρες μας
Κώστας Χατζηαντωνίου
Κουκούτσι
56 σελ.
ISBN 978-618-5202-05-7
Τιμή € 9,00
Πηγή : diastixo.gr