Μελέτες δοκίμια- Δημήτρης Στεφανάκης: «Πώς η λογοτεχνία σού αλλάζει τη ζωή» κριτική της Τέσυς Μπάιλα
Η αυτόνομη αισθητική λειτουργία της λογοτεχνίας, που φιλοδοξεί να προκαλέσει την ωρίμανση του αναγνώστη, έχει γίνει αντικείμενο πολλών μελετών και δοκιμίων με στόχο την ιεραρχική αναδιάρθρωση των κριτηρίων ποιότητας, που μοιραία αναπτύσσει ο αναγνώστης μέσω της αναγνωστικής διαδικασίας. Ωστόσο, ο τρόπος που επιλέγει ο εκάστοτε συγγραφέας για να αναφερθεί στο θέμα αυτό καθορίζει και την προσωπική του πορεία μέσα στην τέχνη του και, παράλληλα, σηματοδοτεί τον βαθμό της προσωπικής του αφοσίωσης. Στο Πώς η λογοτεχνία σού αλλάζει τη ζωή, ο Δημήτρης Στεφανάκης καταθέτει με εξομολογητικό τρόπο τη σχέση του τη λογοτεχνία.
Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, το βιβλίο μοιάζει να απευθύνεται στους αναγνώστες και να συνομιλεί μαζί τους περί λογοτεχνίας. Στην πραγματικότητα, ο Δημήτρης Στεφανάκης μιλά με το ίδιο το αντικείμενο της αγάπης του, τη Λογοτεχνία. Κάνει τη δική του αναφορά σε εκείνη και της απευθύνει έναν απολογισμό για όλα όσα τού πρόσφερε, για τον τρόπο με τον οποίο του άλλαξε τη ζωή, για τις οδύνες και τις ηδονές που γεύτηκε μαζί της, αλλά και για όσα εκείνος καταθέτει εδώ και χρόνια στο εγχώριο αλλά και στο διεθνές λογοτεχνικό σκηνικό ή προτίθεται να το κάνει στο μέλλον.
«Ο ρόλος του Καλλιτέχνη δεν είναι να κρίνει, αλλά να κατανοεί, και συνεπώς αυτή την κατανόηση δεδομένων οφείλει να τη μεταφέρει απλά, ώστε να γίνει κτήμα όλων», γράφει ο Αλμπέρ Καμί και ο Στεφανάκης κατανοεί την απόλυτη δημοκρατική διαδικασία που η λογοτεχνία προσφέρει στο πνεύμα – και αυτήν ακριβώς προσπαθεί να μεταφέρει σε όλους μας, αφού για τον ίδιο η σχέση του με την αφήγηση είναι πρωταρχική. «Η αφήγηση είναι μια ανάγκη τόσο φυσική όσο και η αναπνοή», γράφει και συνεχίζει: «Στον πυρήνα κάθε αφήγησης υπάρχει ένας μύθος, αλλά όχι μόνο· υπάρχουν χαρακτήρες που προεκτείνουν τα σύνορα της δικής μας ύπαρξης. Ταυτιζόμαστε μαζί τους, είναι οι μικροί μας “ήρωες”, όντα φανταστικά αλλά πέρα για πέρα οικεία. Μεγαλώνουμε μαζί τους και κάθε τόσο προσθέτουμε κι άλλους μέσα από τις αναγνώσεις μας, εμπλουτίζοντας τη ζωή μας με καινούργιους “φίλους”. Στο τέλος, δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν κόσμο χωρίς τον Οδυσσέα, την Αντιγόνη, τον Βασιλιά Ληρ, την εξαδέλφη Μπέτυ, τους Καραμάζοφ ή την Άννα Καρένινα».
Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, το βιβλίο μοιάζει να απευθύνεται στους αναγνώστες και να συνομιλεί μαζί τους περί λογοτεχνίας. Στην πραγματικότητα, ο Δημήτρης Στεφανάκης μιλά με το ίδιο το αντικείμενο της αγάπης του, τη Λογοτεχνία.
Ποιοι μοχλοί ενεργοποιούν το ταλέντο ενός δημιουργού και τελικά με ποιον τρόπο καταφέρνει η ασκητική απομόνωση που απαιτείται να λειτουργήσει ως εφαλτήριο της παραγωγικής διεργασίας ενός λογοτέχνη; Ο Στεφανάκης ξεκάθαρα δηλώνει πως ένιωσε την αγωνία αυτού του κόσμου να μεγεθύνεται προτού αποφασίσει να γίνει ο ίδιος μέρος της λογοτεχνικής αύρας που έχει ανάγκη η κοινωνία: «Είχα βεβαιωθεί πια: Αυτός ο κόσμος ο αφυδατωμένος από ιδέες, ο στερημένος από κάθε είδους έμπνευση, με τις εύθραυστες δημοκρατίες των οικονομικών κολοσσών και των χρηματιστηρίων, με τις κοινωνίες των καταναλωτών και των συναισθηματικά αναλφάβητων χρειάζεται όσο τίποτε άλλο την αύρα της λογοτεχνικής δημιουργίας. Στον ίδιο βαθμό ίσως που έχει ανάγκη τα δάση, τις καθαρές θάλασσες και το φυσικό περιβάλλον».
Όμως η αγωνία του αυτή θα συναντηθεί με τεράστιες δυσκολίες, έως ότου κρυσταλλωθεί σε σώμα βιβλίου. Σε όλο αυτό το διάστημα, μοναδικός του «σηματωρός και κήρυκας» είναι η ανάγνωση κλασικών μυθιστορημάτων. Η γειτνίαση με το πνεύμα των μεγάλων μυθιστοριογράφων του παγκόσμιου στερεώματος γίνεται γι’ αυτόν η πεποίθηση πως μπορούσε να μαθητεύσει στην τέχνη τους και να αναβαπτιστεί στους «χείμαρρους της φαντασίας τους», για να δημιουργήσει με τη σειρά του νέα πρωτότυπη σκέψη και έργα που αξίζουν για όλα όσα έχουν να πουν. Οι ιστορικές αναφορές στην πορεία του παγκόσμιου μυθιστορήματος είναι για τον Στεφανάκη απαραίτητες, για να μπορέσει να κατανοήσει ο αναγνώστης την πορεία του από τον Θερβάντες και τον Μπαλζάκ μέχρι τον Ντοστογιέφσκι, τον Μαρίας και τον Μπάνβιλ, πως το μυθιστόρημα παραμένει ένα λαϊκό ανάγνωσμα άσχετα με τη μορφή που έχει, τη δομική του αναδιοργάνωση ή τον αφηγηματικό του επεκτατισμό.
Ο Στεφανάκης τονίζει πως η αναγνωστική πληρότητα γίνεται κτήμα όλων όταν εντρυφούν σε κείμενα στιβαρά της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ξεκινώντας από τα ομηρικά έπη και τον Θουκυδίδη και περνώντας σταδιακά σε λογοτεχνικά αριστουργήματα όπως οι Αδελφοί Καραμαζόφ ή η Άννα Καρένινα. Πρόκειται για κείμενα που έχουν «την ασίγαστη γοητεία του διαχρονικού», και συνεπώς μπορούν να λειτουργούν ως αυτόνομες βιβλιοθήκες. Άλλωστε η ανάγνωση, όπως και η συγγραφή, μπορεί να είναι «περιπέτειες δίχως τέλος» και «κάθε βιβλίο προαπαιτεί τον τρόπο ανάγνωσής του και, την ίδια στιγμή, μεταμορφώνεται ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε αναγνώστη».
Αξίζει να αναφερθεί πως το συγκεκριμένο βιβλίο, ακριβώς επειδή είναι γραμμένο με τόσο άμεσο και ευθύβολο τρόπο, δεν αποτελεί μόνο ένα σημαντικό εγχειρίδιο περί της τέχνης του λόγου, αλλά ένα κείμενο που μπορεί αφενός να καταθέτει με ακρίβεια τις απόψεις ενός συγκεκριμένου δημιουργού και να συνοψίζει σκέψεις που απευθύνονται σε ομοτέχνους, αφετέρου να επενεργεί συνειρμικά σε κάθε αναγνώστη με την ίδια ευκολία και προκαλώντας τον ίδιο προβληματισμό. Είναι ένα καλογραμμένο έργο που απευθύνεται σε όλους, είτε ενδιαφέρονται για τη δημιουργική γραφή είτε όχι, αφού αυτό που πρωτίστως επιτυγχάνει είναι να μας κάνει όλους καλύτερους αναγνώστες. Πολλοί είναι εκείνοι που θα ταυτιστούν σε πολλά σημεία και άλλοι θα προβληματιστούν για τη σχέση τους με τη γραφή, αλλά και την ανάγνωση. Μερικοί ίσως σκεφτούν για το μέλλον της λογοτεχνίας.
Ο Στεφανάκης πάντως δεν φοβάται για το μέλλον του μυθιστορήματος. Είναι σίγουρος ότι θα συνεχίσει να υπάρχει ως πολιτισμικός φορέας. «Υπήρχε προτού σχηματιστεί το παγκόσμιο σώμα της λογοτεχνίας και θα συνεχίσει να υπάρχει, αν κάποια μέρα η λογοτεχνία κλείσει οριστικά τον κύκλο της σε αυτό τον κόσμο. Θα συνεχίσουμε να αφηγούμαστε ιστορίες, ίσως γιατί ακόμη κι η πραγματικότητα στην οποία ζούμε δεν είναι παρά ένα πολυσέλιδο παραμύθι που διηγούμαστε ο ένας στον άλλο».
Είναι ένα καλογραμμένο έργο που απευθύνεται σε όλους, είτε ενδιαφέρονται για τη δημιουργική γραφή είτε όχι, αφού αυτό που πρωτίστως επιτυγχάνει είναι να μας κάνει όλους καλύτερους αναγνώστες.
Η ουσία είναι ότι η λογοτεχνία είναι εδώ για να μας κάνει να βλέπουμε τον κόσμο με άλλα μάτια, και αυτή είναι η μεγάλη της δύναμη. Άλλωστε: «Στη ζωή τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται κι η λογοτεχνία θα βρίσκεται πάντα εδώ για να μας το θυμίζει».
Στα κεφάλαια στα οποία ο συγγραφέας τούτου του βιβλίου καταθέτει τις απόψεις του περί λογοτεχνίας και πολιτικής, περί Ιστορίας –μικρής και μεγάλης–, περί λογοτεχνικού μάρκετινγκ, περί λογοτεχνίας της σάρκας, νεωτερισμού, σύγχρονης ποίησης, ο αναγνώστης θα βρει γραμμένες πολλές αλήθειες με τις οποίες είναι συνυφασμένη η Ιστορία της λογοτεχνίας και παράλληλα θα συναισθανθεί ποια είναι η ειδοποιός διαφορά που μεταμορφώνει σε λογοτέχνη έναν άνθρωπο ερωτευμένο με την τέχνη της γραφής, κατανοώντας πλήρως ποιες ανησυχίες ταλανίζουν τον συγγραφέα στην πορεία του μέσα στη λογοτεχνία.
Η ευρύτητα των γνώσεων του Στεφανάκη, η αγάπη για τη λογοτεχνία, η ιδιαίτερη στάση του απέναντι στην εκφραστικότητα της λογοτεχνικής γλώσσας, η τόλμη της ευρηματικότητας και της θέσης σε ό,τι αφορά στο μυθιστόρημα είναι μερικά από τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν το έργο αυτό αξιοδιάβαστο. Επειδή γράφτηκε με την ηρεμία και τη σιγουριά ενός ανθρώπου που κατασταλάζει μέσα του και γι’ αυτό καταυγάζει ο πνευματικός μόχθος πολλών χρόνων και η ειλικρίνεια των συναισθημάτων ενός μυθιστοριογράφου ερωτευμένου με την τέχνη του.
Πώς η λογοτεχνία σού αλλάζει τη ζωή
Δημήτρης Στεφανάκης
Ψυχογιός
160 σελ.
ISBN 978-618-01-1526-0
Τιμή € 12,20
Πηγή : diastixo.gr