Mάρω Βαμβουνάκη: συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου
Η Mάρω Βαμβουνάκη γεννήθηκε στα Χανιά, όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια, πριν μετακομίσουν οικογενειακώς στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά και Ψυχολογία. Από το 1972 και για έντεκα χρόνια έζησε στη Ρόδο, όπου εργάστηκε ως συμβολαιογράφος. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Είναι μια πολυγραφότατη πεζογράφος, η οποία χειρίζεται με μαεστρία τα θέματα της καρδιάς. Το τελευταίο της μυθιστόρημα, Η δικηγόρος, μας έδωσε την αφορμή να συνομιλήσουμε μαζί της.
Γράφετε κάπου: «Ποιος εκ των προτέρων γνωρίζει; Ας είμαστε επιεικείς με τον περασμένο εαυτό μας. Ας είμαστε καλοί με το παρελθόν. Επιείκεια και υπομονή με τα περασμένα…» Μόνο που πρέπει να μεγαλώσουμε πολύ για να αποκτήσουμε αυτή την κατανόηση, δεν συμφωνείτε;
Και βέβαια όλα αυτά τα «σοφά» τα καταλαβαίνουμε –αν τα καταλάβουμε– μεγαλώνοντας. Θέλει χρόνια και αποτυχίες πολλές η γνώση. Βέβαια, ο Όσκαρ Ουάιλντ νομίζω ήταν που έλεγε πως εμπειρία είναι κάτι που, όταν το αποκτήσεις, δεν ξέρεις τι να το κάνεις πια...
Λέτε: «Δεν μιλούσαν οι δυο τους [η νονά με την Κάτια]. Ήταν άλλωστε οι εποχές όπου οι νεότεροι δεν πολυσυζητούσαν με τους μεγάλους τις υποθέσεις τους. Δεν ανοίγονταν με λεπτομέρειες τα αισθήματα…» Και σκέπτομαι: Μήπως και σήμερα, μέσα στην οικογένεια, θίγονται τα μεγάλα, τα σοβαρά ή απλώς αποσιωπούνται;
Είναι τεράστιο πρόβλημα πάντα αυτό, και σήμερα! Και στις οικογένειες, και σε ζευγάρια (κυρίως), και σε φιλίες. Να θέλουμε να επικοινωνούμε ως εικόνα «σωστή», ως βιτρίνα που κολακεύει. Όμως αυτό στην ουσία είναι υποκρισία και ψέμα, παγιδεύει πρώτους εμάς γιατί δεν ζεις με τα μυστικά και τα ψέματα.
«Το δαιμόνιο της νοσταλγίας το ξερίζωσε η Κάτια φεύγοντας από τα Χανιά. Δεν άντεχε τη σταύρωση που ζεις σε μια μικρή πόλη…» Είναι τελικά δύσκολο μια ελεύθερη ψυχή να εγκλωβιστεί σε μια στενή κοινότητα; Η μεγάλη πόλη δίνει άλλον αέρα;
Μια ζωντανή, ελεύθερη ψυχή θέλει τον ζωτικό της χώρο. Φυσικά μπορείς παντού να το κερδίσεις αυτό, όμως σίγουρα είναι πολύ πιο δύσκολο σε κοινότητες μικρές. Εγώ αγαπώ πολύ την Αθήνα, όπου κατέληξα. Λέω και ξαναλέω πως είναι η πόλη της ελευθερίας μου.
Ποτέ βέβαια δεν γνωρίζουμε ολοκληρωτικά τον άλλον, ούτε τον εαυτό μας. Τα κενά τα γεμίζουμε με φαντασίες πόθων ή φόβων και οι σχέσεις μας γεμίζουν παρανοήσεις και παρεξηγήσεις. Τουλάχιστον να γνωρίζουμε ότι δεν γνωρίζουμε.
«Ποτέ δεν γνωρίζουμε ακριβώς τι είμαστε εμείς για κάποιον άλλον. Ή πιο σημαντικοί νομίζουμε ότι είμαστε ή πολύ κατώτεροι από την πραγματική θέση στην καρδιά του». Γι’ αυτό υπάρχουν τόσες εκπλήξεις στις σχέσεις μας, φταίμε κι εμείς που δεν προσέχουμε να θερμομετρούμε τους βαθμούς των δεσμών μας;
Ποτέ βέβαια δεν γνωρίζουμε ολοκληρωτικά τον άλλον, ούτε τον εαυτό μας. Τα κενά τα γεμίζουμε με φαντασίες πόθων ή φόβων και οι σχέσεις μας γεμίζουν παρανοήσεις και παρεξηγήσεις. Τουλάχιστον να γνωρίζουμε ότι δεν γνωρίζουμε.
Γράφετε ακόμα: «Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο κι αν αλλάξουν στη μορφή μεγαλώνοντας, γερνώντας [κάποιοι που –κάποτε– πολύ αγαπήσαμε], κάποιοι που κι όταν προσπαθούμε να ανακαλέσουμε την εικόνα τους μας διαφεύγει, λες κι ένας σπόγγος πέρασε και μισοέσβησε τις λεπτομέρειες […] όταν έπειτα από αιώνες τούς συναντήσουμε, αμέσως, ενστικτωδώς τους αναγνωρίζουμε, αμέσως, από ένα τους ίχνος…» Πάλι η καρδιά θα χτυπήσει από μόνη της. Έχει τη δική της λογική, δηλαδή, η καρδιά;
Α, βέβαια! Έχει τη δική της όραση η καρδιά! Αυτό μας σώζει... Μας μπερδεύει μεν, αλλά μας σώζει. Όσο κι αν μεγαλώσουν οι άνθρωποι, όσο κι αν φθαρούν στην όψη, κάτι σαν λεπτός-λεπτός ασημένιος άξονας παραμένει μέσα τους να υπενθυμίζει εκείνο που υπήρξαν, το αιώνιό τους. Το νιώθουμε με κάποιους που κάποτε πολύ αγαπήσαμε, έστω πολύ μας ενδιέφεραν τότε, και τους ξανασυναντούμε πολλά χρόνια αργότερα. Μετά την πρώτη έκπληξη, την απογοήτευση, επιστρέφουμε στα κυρίαρχα εκείνα ίχνη τους που δεν τα σάρωσε ο χρόνος. Ιδίως στο βλέμμα.
Φεύγοντας λίγο από αυτό το κλίμα: Έχετε γράψει τόσα βιβλία! Αγαπάτε κάποιο από αυτά λίγο παραπάνω;
Νομίζω πως το πιο αγαπημένο μου είναι πάντα η Ντούλια. Την αγαπώ όπως αγαπάς κάτι που σε πόνεσε περισσότερο. Η εποχή που το έγραψα ήταν μια πολύ αιματοβαμμένη μου εποχή.
Η πλοκή της Δικηγόρου εκτυλίσσεται στην πατρώα γη, τα Χανιά. Ποια τα αισθήματά σας γι’ αυτή τη μαγική πόλη;
Τα Χανιά... Όσο περνούν τα χρόνια, τα Χανιά με σέρνουν πίσω με αλυσίδα που πληγώνει. Αλλά όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο δύσκολες γίνονται οι επιστροφές. Οι περισσότεροι αγαπημένοι εκεί έχουν πεθάνει. Οι πατρίδες είναι τόποι ζωντανοί, εκδικούνται με νοσταλγία φοβερή όσους τις πρόδωσαν. Ιδίως τα Χανιά, τα μαγικά Χανιά...
Όταν το καινούργιο έργο σας βγει στα βιβλιοπωλεία, αγωνιάτε για την τύχη του;
Ενδιαφέρομαι, αλλά δεν έχω αγωνία. Για μένα η σχέση μου με την ιστορία ολοκληρώνεται με το τέλος της περιγραφής της. Θέλω βέβαια να ενδιαφέρει και τους άλλους, δεν έχει νόημα να το εκδίδω αλλιώς, αλλά ποτέ δεν μοιάζει με τα αισθήματα που αισθάνεσαι όταν το γράφεις και ζεις μέσα του. Αντικειμενοποιείται. Από θερμό σου επεισόδιο γίνεται βιβλίο.
Κλείνοντας, κυρία Βαμβουνάκη: Από τα γραπτά σας φαίνεται ότι έχετε αγαπήσει πολύ στη ζωή σας. Έχετε ερωτευτεί πολύ… Ήταν μία η φορά που έχετε φτάσει στα άκρα για έναν άνθρωπο; Και αντέχει η καρδιά να αγαπήσει πολλές φορές;
Ναι, έχω ερωτευτεί πολύ, έχω φτάσει και ξαναφτάσει σε άκρα. Μόνο υπερβολικός είναι ο έρωτας. Αν δεν έχεις υποφέρει από το ζοφερό μυστήριό του, από τις ενοχές του, δεν έχεις ανάγκη να το γράφεις και να το ψάχνεις επί τόσα χρόνια. Και ναι, ευτυχώς ή δυστυχώς, ερωτεύεσαι παραπάνω από μια φορά. Είμαστε, βλέπετε, ερωτευμένοι με τον έρωτα πιο πέρα, πιο πάνω από τα πρόσωπα τα ίδια.
Η δικηγόρος
Μάρω Βαμβουνάκη
Ψυχογιός
289 σελ.
ISBN 978-618-01-1324-2
Τιμή € 14,40
Πηγή : diastixo.gr