Μάριον Χωρεάνθη: «Μαύρος Καθρέφτης» κριτική της Χρυσούλας Σπυρέλη
Με τον Μαύρο Καθρέφτη, τη δεύτερη ποιητική συλλογή της (μετά την Εξορία των Αρχαγγέλων), η Μάριον Χωρεάνθη συμμετέχει επαξίως στο διάλογο των ποιητών γύρω από το θέμα της συνύπαρξης και διαπάλης των αντιθέτων που δίνουν στον άνθρωπο την τραγικότητα αλλά και τη μέθη της ζωής.
Εξαρχής η ποιήτρια, καθώς δεξιώνεται τον αναγνώστη με το πρώτο κατά σειρά ποίημα «Γράμμα σε παλιό φίλο», που φέρει και την παρακειμενική ένδειξη «Με τον τρόπο του Νίκου Καββαδία», προδηλώνει τις σχέσεις του δικού της ποιήματος με το έργο του προγενέστερου ομοτέχνου της τόσο σε επίπεδο μορφής όσο και περιεχομένου, ενεργοποιώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη να επισημάνει τα σημεία επαφής (τα «διακείμενα»), ώστε να συνεχιστεί ο διάλογος με μια εκ νέου σηματοδότηση. Η Kristeva, που επινόησε και εισήγαγε τον όρο «διακειμενικότητα» στη μελέτη της λογοτεχνίας, και άλλοι θεωρητικοί στη συνέχεια (όπως οι Bakhtin, Barthes), με τους δικούς του όρους ο καθένας, αναφέρονται στην αέναη αλληλεπίδραση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα κείμενα, η οποία δεν αφορά μόνο τον συγγραφέα αλλά και τον αναγνώστη.
Ο Μαύρος Καθρέφτης γίνεται η αφορμή για μια ατομική και συλλογική ενδοσκόπηση. Ποια είναι η πραγματική και ποια η παραμορφωτική εικόνα του «εαυτού μας, του ειδώλου μας και του κόσμου» που αντικρίζουμε;
Επομένως, η Μάριον Χωρεάνθη, ως αναγνώστρια του Καββαδία, παρακολουθεί στο ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ» (από τη συλλογή Μαραμπού, 1933) τον έκδηλο διάλογο που άνοιξε εκείνος με τον παραλήπτη του, αφορμώμενος από τους στίχους του Φαίνεται πια πως τίποτα/ τίποτα δεν μας σώζει.. (προτάσσονται ως μότο στο εν λόγω ποίημα).
Ο Καββαδίας προτείνει ως μέσο σωτηρίας «ένα καράβι» που θα δώσει τη δυνατότητα στον σύγχρονό του Καίσαρα Εμμανουήλ να υπερνικήσει την απαισιοδοξία και να αποδράσει από τη νοσηρή πραγματικότητα. Μεταφέρω την πρώτη στροφή του Καββαδία:
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σε σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ᾿ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.
Η νεαρή ποιήτρια Μάριον Χωρεάνθη, έναν αιώνα σχεδόν μετά, ευρισκόμενη στο γενέθλιο θαλασσινό τόπο της, πιάνει κουβέντα με αυτό το ποίημα/τραγούδι και δημοσιεύει το δικό της «Γράμμα σε παλιό φίλο» (με τοπική χρονολογική ένδειξη στο τέλος «Χίος, 24 Αυγούστου 2000»). Συντονίζει δηλαδή τους στίχους της με το ρυθμό του προγόνου ομοτέχνου της, κρατάει τη βασική εικόνα του θαλάσσιου ταξιδιού, χωρίς να επικροτεί ή να προτείνει κάτι, αλλά επιλέγει να σταθεί απέναντι στον άνθρωπο με το ναυαγισμένο όνειρο για να ξετυλίξει το σκηνικό της θανάσιμης στασιμότητας. Παραθέτω την τελευταία στροφή:
Και με βαρύ βηματισμό
το σάπιο το σανίδι/ της φυλακής σου να μετράς με πόνο και μ’ οργή
σαν πλοίο που ξεστράτισε κι έχασε το ταξίδι
κι αντί ν’ ανοίξει τα πανιά καρφώθηκε στη γη. (7)
Όποιος αναγνώσει προσεκτικά όλο το βιβλίο θα αντιληφθεί ότι η θέση του ποιήματος στην αρχή της συλλογής είναι μέρος του γενικότερου σχεδιασμού της ποιητικής περιπλάνησης που επιχειρεί η Μάριον Χωρεάνθη. Πράγματι, το μοτίβο του ταξιδιού διέρχεται όλο το έργο της (φυγή, περιπλάνηση, πέταγμα, σεργιάνι, με φτερά, με τα πόδια, με καραβάκι χάρτινο, μαύρο κ.λπ.) και επανέρχεται στο τελευταίο ποίημα με τον προφανή τίτλο «Δεν τελειώνει εδώ το ταξίδι», ολοκληρώνοντας το κυκλικό του σχήμα και αναδεικνύοντας την τραγικότητα της ανθρώπινης διαδρομής:
Δεν τελειώνει για μας το ταξίδι
που ψηλαφίζουμε στα σκοτεινά [...].
Δεν τελειώνει για μας το ταξίδι,
που συναντιόμαστε στο πουθενά.(38, 39)
Η ποιήτρια αποτυπώνει ποικιλοτρόπως το στίγμα του προβληματισμού της πάνω σε θέματα διαχρονικά, όπως η αλήθεια και η πλάνη, η πραγματικότητα και το είδωλό της, ο Άνθρωπος και το Σύμπαν. Εξοικειωμένη με ανάλογα διαβάσματα, ενορχηστρώνει τη φωνή της με άλλες φωνές που έρχονται από την ποιητική μας παράδοση ή αντλεί έμπνευση από φιλοσοφικά αναγνώσματα (Νίτσε, Πλάτων, και άλλους), εμβολιάζει τους στίχους της με αναγνωρίσιμα λεκτικά μοτίβα (φως, φωτιά, ήλιος, φεγγάρι, άστρα, άβυσσος, είδωλο, καθρέπτης) ή μουσικές μελωδίες και χαρακτηριστικούς ήχους από υαλώδη θραύσματα.
Κεντρικό πρόσωπο σε όλο αυτό το μουσικό-ποιητικό ανάπτυγμα είναι ο περιπλανώμενος άνθρωπος στον έσω και έξω κόσμο. Αν και δεν είναι αυστηρώς διακριτά τα όριά τους, εντούτοις καθίσταται φανερό πως η ατομική και συλλογική ζωή βρίσκεται σε διαρκή συνάρτηση με αυτά τα τοπία. Η περιδιάβαση γίνεται παράλληλα και ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως όλα συμβαίνουν σε ένα τοπίο με γήινα και ταυτόχρονα συμπαντικά χαρακτηριστικά.
Το μοτίβο της απειλούμενης ή απειλητικής πόλης έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η «άδεια πολιτεία» κυλάει αργά σαν ποτάμι στο απειλητικό φως του φεγγαριού, αφού «σημαδεύει» τις σιωπές και τις ανάσες των ανθρώπων («In the white room», 34-35). Η «πόλη, κρύα και φθονερή» είναι ακόμη μια απειλή για τον άνθρωπο που «ξεκινάει τη διψασμένη του πορεία στα σκοτεινά» («Il cervo volante», 21). Αλλού η «πόλη ρευστή» και οι δρόμοι χαμένοι στο αργό κύλημα του χρόνου (κανένας δεν τρέχει να προλάβει). Ο άνθρωπος τυφλός περιπλανιέται σε πορφυρά τοπία και προσπαθεί «στου μαύρου ήλιου το βασίλεμα» να ξεδιαλύνει τα «αθέατα σύμβολα στην άμμο». Συγκάτοικοι αυτού του περίεργου αστικού (;) χώρου είναι η Σφίγγα του μύθου των Λαβδακιδών, που «καθρεφτίζεται σε θραύσματα δακρύων», και μια τυφλή πεταλούδα που στροβιλίζεται στο δειλινό «διάτρητη από το φως και μεθυσμένη» («Nature morte», 10-11). Τέλος, υπάρχει και η «Γυάλινη πόλη», με τις πύλες κλειδωμένες, απειλούμενη από το πισώπλατο μαχαίρωμα της νύχτας, ενώ η «ναρκωμένη ζωή» των ανθρώπων της ήδη είναι κομμένη στα δύο από τον φονικό ορίζοντα. Γυάλινα και τα δάκρυα, μετασχηματίζονται σε ένα είδος καθρέφτη, «φτηνό είδωλο του χτες» («Γυάλινη πόλη», 29).
Ηλιακό και αστρικό φως καθορίζουν με παράδοξο τρόπο τον θετικό ή αρνητικό χαρακτήρα του τοπίου της Μάριον Χωρεάνθη. Το μαύρο χρώμα βάφει απροσδόκητα τις λέξεις που εκπέμπουν φως ή θαλπωρή (μαύρος ήλιος, μαύρη φωτιά, μαύρο χάραμα της μέρας, μαύρη καρδιά, μαύρο κερί, μαύρο παράδεισο, μαύρο χάδι, μαύρο πεφταστέρι κ.λπ.). Πολύ σπάνια απουσιάζει η μαυρίλα, και τότε η απρόσμενη μέθη έρχεται για τον περιπλανώμενο άνθρωπο από φωτεινές πηγές. Κατεβαίνει από τα άστρα και εκβάλλει σε ερωτικές «πενιές» (κουπλέ – ρεφραίν), ανεβαίνει με κλάμα από το φως της θρυμματισμένης και σκορπισμένης στα νερά πανσελήνου (12, 39) και κορυφώνεται στη θαυμαστή οπτικο-μουσική εικόνα των στίχων:
Σημάδι της ερήμου
χαμένη ανατολή
την άγγιξε η φωνή μου
κι έσπασε σαν γυαλί. (36)
Εύλογα προκύπτει η διαλογικότητα του κειμένου με προγενέστερα έργα (ποιήματα, εικαστικά κ.ά.). Για παράδειγμα, μπορεί να αναγνωρίσει κανείς το διακειμενικό παιχνίδι με τις σεφερικές εικόνες των αντιφατικών ιδιοτήτων του φωτός («Αγγελικό και μαύρο φως»), με την καλβική αράχνη του θανατηφόρου ήλιου («ο ήλιος κυκλοδίωκτος ως αράχνη με δίπλωνε/ και με φως και με θάνατον/ ακαταπαύστως») ή και άλλες ακόμα διακειμενικές διακλαδώσεις που ίσως οδηγούν ορισμένους αναγνώστες στο «Black Light» του Ρίτσαρντ Μπέρενγκαρτεν (ποιήματα που έχουν μότο στίχους της «Κίχλης» του Σεφέρη), στο «ενήλιον σκότος» του Λάγιου κ.λπ. Άλλωστε, με δεδομένο ότι η Μάριον Χωρεάνθη είναι και ζωγράφος, ποιος μπορεί να αποκλείσει και τη μυστική συνομιλία της ίδιας ή του αναγνώστη με το φως των εικαστικών (π.χ. οι παραλλαγές της «Αυτοκρατορίας του φωτός» του Μαγκρίτ). Αν όμως θεωρούμε ότι «παίρνουμε του σκοταδιού τη θέση...», όσοι και όσες καθρεφτιζόμαστε στον Μαύρο Καθρέφτη, τότε ίσως να ψάχνουμε για μια αδιόρατη σχέση με τον «Καθρέφτη» της Σύλβια Πλαθ.
Η ποιήτρια αποτυπώνει ποικιλοτρόπως το στίγμα του προβληματισμού της πάνω σε θέματα διαχρονικά, όπως η αλήθεια και η πλάνη, η πραγματικότητα και το είδωλό της, ο Άνθρωπος και το Σύμπαν.
Άφησα τελευταίο το ομότιτλο με τη συλλογή ποίημα, διότι αντανακλά όλες τις παραπάνω αντιθέσεις και λειτουργεί ως ένα ακόμα εργαλείο για την αποκάλυψη της εσωτερικής αλήθειας, που δεν είναι άλλη από το σύνορο του άσπρου και του μαύρου, της ζωής και του θανάτου, εκεί ακριβώς που καθρεφτίζεται αιώνες πλέον η εφημερότητα των ανθρωπίνων. Αυτό το «σύνορο» σκηνογραφείται στην πρώτη στροφή:
Σε δυο κόσμους περπατώ και στα σύνορά τους
αλητεύουν οι άγγελοι δίχως τα φτερά τους.
Σε τοπίο ασπρόμαυρο και σκιτσαρισμένο
τα μεσάνυχτα γυρνώ και τους περιμένω. (17)
Ο Μαύρος Καθρέφτης, με όλα τα συναφή μοτίβα του θρυμματισμένου γυαλιού, τη μουσικότητα, τις χρωματικές διαθλάσεις του φωτός αλλά και την ασπρόμαυρη, «σύγχρονη και ανατρεπτική» εικονογράφηση που έφτιαξε η ίδια η ποιήτρια, με τις παραδοσιακές φιγούρες του Ταρό, γίνεται η αφορμή για μια ατομική και συλλογική ενδοσκόπηση. Ποια είναι η πραγματική και ποια η παραμορφωτική εικόνα του «εαυτού μας, του ειδώλου μας και του κόσμου» που αντικρίζουμε;
Το βέβαιο είναι ότι η ευρυμάθεια και η δεξιοτεχνία της ποιήτριας δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη αφενός να ευφραίνεται με τη μουσικότητα των στίχων και αφετέρου να συνομιλεί με την ποίησή της, ανακαλώντας παράλληλες αναγνωστικές αναμνήσεις ώστε να ξαναδιαβάζει με ανανεωμένη ματιά τον κόσμο.
Μαύρος Καθρέφτης
Μουσικές και ψίθυροι των μικρών ωρών
Μάριον Χωρεάνθη
Εικονογράφηση: Μάριον Χωρεάνθη
Εκδόσεις των Φίλων
41 σελ.
ISBN 978-960-289-164-3
Τιμή: €6,36
Πηγή : diastixo.gr