Μαρία Τσιμά: «Το λιθόστρατο»
ο Λιθόστρατο έχει τα εξωτερικά γνωρίσματα νουβέλας που όμως το αποτύπωμά της είναι ευρύ και βαθύ.
Στο βιβλίο ιστορείται η κάθοδος στον απόλυτο ζόφο, στο απαρηγόρητο έρεβος.
Ο χωρισμός της ιστορίας σε μικρά κεφάλαια αφήνει ανάσα στον αναγνώστη αλλά και κλιμακώνει το αδιέξοδο.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, η γυναικεία ομορφιά με τις μαγγανείες της και κατόπι ο παιδικός κόσμος αποτελούν ξεγελάσματα που κάνουν αντίστιξη με τα όσα μακάβρια ακολουθούν.
Το παπάκι στην μπανιέρα υπονομεύει την παιδική αθωότητα και προοικονομεί απαλά, μόλις, την εξέλιξη. Να σημειωθεί ότι όσα ακολουθούν νοτίζονται απ’ τη σάπια οσμή της θάλασσας.
Η αφρόντιστη, εντός εισαγωγικών, ανεπιτήδευτη και ακομπλεξάριστη, μάλλον, γλώσσα δεν είναι προτεραιότητα της συγγραφέως.
Η παντελής έλλειψη συγγραφικής φιλαρέσκειας και ακκισμών κάνει το κείμενο από άλλες μεριές εξόχως λογοτεχνικό.
Την έχει συνεπάρει κι αυτήν η ιστορία που διηγείται.
Όπως έχει συνεπάρει και τον αναγνώστη, που αφήνει συνεχώς πίσω του τη γλώσσα, σχεδόν ξεχνάει τη διαδικασία της ανάγνωσης.
Κάπου κάπου, μάλιστα, η συγγραφέας αφήνεται και σε συναισθηματισμούς που όμως ενισχύουν την κάθοδο στον Άδη.
Αλλά αυτή η παντελής έλλειψη συγγραφικής φιλαρέσκειας και ακκισμών κάνει το κείμενο από άλλες μεριές εξόχως λογοτεχνικό.
Μια παρηγοριά για την ηρωίδα αλλά και ξέφωτο στον αναγνώστη είναι ο έρωτας με τον ιερέα.
Αλλά αποδείχτηκε σαθρή η ένωσις, δεν άντεξε στο ασήκωτο ψυχικό φορτίο της ηρωίδας.
Ο Νικόλας Νταβίλα στα αποφθέγματά του λέει ότι η ζωή αντέχεται μόνον στα γόνατα.
Προσέφερε ο ιερέας στην ηρωίδα την ύψιστη παραμυθία, την παραμυθία του ουρανού, αλλά αυτή την αποποιήθηκε.
Όχι, καμιά διαφυγή.
Δεν υπάρχει πλέον γι’ αυτήν τόπος και τρόπος.
Λένε πως και την πιο ζοφερή ιστορία την απαλύνει ο τρόπος του συγγραφέα. Εδώ ο τρόπος της συγγραφέως μ’ έναν μυστήριο τρόπο –αγάλι αγάλι– επιτείνει τον ζόφο. Σαν να πορεύεται βήμα βήμα με την ηρωίδα της που απελπιστικά επείγεται, «πώς αφήνεις ένα παιδί μόνο του;»
Όχι, καμιά λύτρωση.
Ο ερωτισμός στο βιβλίο είναι διαποτισμένος από τραγική λαγνεία.
Αλλά και η απτή συγκίνηση που ένιωσα στο κεφάλαιο που επιγράφεται ο εφιάλτης ήταν άγρια, αγχώδης. Μάνα μου καταλήγει αυτό το κεφάλαιο.
Παρένθεση: Ένα μαθαίνουμε –ποτέ, βέβαια, έγκυρο– χίλια μάς κρύβονται.
Αν έχει κάποιον σκοπό η λογοτεχνία, δεν είναι να μας μάθει κάτι αλλά –αν μπορεί– να κάνει να πηγάσουν απ’ το σώμα μας δάκρυα, γέλιο, αισθησιασμός, παραξένεμα. Να μας εμπλουτίσει ως προς τα συναισθήματα.
Λέγεται επίσης πως ο συγγραφέας δοκιμάζεται έναντι του αναγνώστη στους μεγάλους κοινούς τόπους της ζωής. Μα δεν είναι έτσι ο πόθος. Δεν είναι έτσι η αγάπη. Δεν είναι έτσι το πένθος.
Σχεδόν καραδοκεί ο αναγνώστης για να πιάσει τον συγγραφέα στα πράσα. Στο παρόν κείμενο έχεις την ευεργετική εντύπωση ότι έτσι και μόνον έτσι έχουν τα πράγματα.
Όλο το βιβλίο το διαποτίζει η βαθιά ανθρωπογνωσία της συγγραφέως.
Η νουβέλα τελειώνει με την επίκληση της εγγονής στη γιαγιά. Πάλι η μάνα.
Το λιθόστρατο
Μαρία Τσιμά
Στερέωμα
136 σελ.
ISBN 978-960-8061-49-1
Τιμή: €12,00
πηγή : diastixo.gr