Μαρία Στασινοπούλου: «Χαμηλή βλάστηση»
Αυτό που ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης προσπάθησε σε όλη του την ποιητική ζωή να κατακτήσει, δηλαδή την απλότητα στον λόγο, την εκφορά, τη δομή, το καταφέρνει με το δεύτερο αμιγώς λογοτεχνικό της βιβλίο η φιλόλογος, δοκιμιογράφος, κριτικός και πεζογράφος Μαρία Στασινοπούλου με τη Χαμηλή βλάστηση. Πράγματι, διαλέγοντας θέματα με καθημερινή χροιά και υφή, θέματα άκρως διαχειρίσιμα, αφομοιώσιμα και προσωπικά, η συγγραφέας μάς παραδίδει ένα όλο, ένα σώμα άκρως ενδιαφέρον, το οποίο μέσα σε δύο ώρες –λόγω και του μινιμαλιστικού του χαρακτήρα– το απολαμβάνουμε κυριολεκτικώς, το ρουφάμε με όλη μας τη δύναμη. Η Στασινοπούλου και στο προηγούμενο έργο της –Κυρία, με θυμάστε;– είχε ασχοληθεί με εμπειρίες και βιώματα από τη θητεία της σε έδρες μαθητικών αιθουσών, μεταφέροντάς μας στιγμιότυπα απ’ την επαφή της με παιδιά πριν, κατά τη διάρκεια και, κατόπιν, στην ενηλικίωσή τους. Στο παρόν έργο, η ατομική ζωή, η σχέση με φίλους και συγγενείς, η κοινωνική διάσταση, η πολιτική τοποθέτηση, η εν λόγω και εν πάση περιπτώσει διαβίωση με όσους συγχρωτίζονται μαζί της, παίρνουν τον χώρο τους, αναφέρονται ως ήρωες ή αντιήρωες, αποτελούν έστω και για λίγα λεπτά δημόσιες περσόνες, οι οποίες και ανεβαίνουν στη συνείδησή μας, γιατί ακριβώς είναι όπως εμείς όλοι οι απλοί άνθρωποι, οι άνθρωποι της εργασίας, του μόχθου, της παρέας, της διασκέδασης, αλλά και της συντροφικότητας. Η Μαρία Στασινοπούλου ασφαλώς και εξαιρεί πολλούς από εκείνους που έχει γνωρίσει στην πολυτάλαντη ζωή της από το να τους εντάξει στα γραπτά της ως πρωταγωνιστές, η ουσία όμως είναι, και παραμένει, πως ο στόχος της –που δεν είναι άλλος από την αφορμή– φυσικά επιμένει στο λίγο, τόσο από άποψη έκτασης, όσο και από άποψη βαθύτερων ψυχικών και αναλυτικών εξηγήσεων και επινοήσεων, αλλά και περιδινήσεων.
Το βιβλίο, παρά την ευσύνοπτη δομή του, χωρίζεται σε τρία μέρη παίρνοντας τους ειδικούς τίτλους –για να δικαιολογηθεί η Χαμηλή βλάστηση– «Θάμνοι», «Πόες», «Μπονσάι». Στο πρώτο κεφάλαιο, έχουμε διηγήματα τριών ή και τεσσάρων σελίδων, τα οποία λειτουργούν με τη λογική της αρχής, μέσης και τέλους, διαχειρίζονται θέματα περισσότερο ή λιγότερο τολμηρά, κυρίως όμως, για να είμαστε όσο το δυνατόν πιο σαφείς, «ελαφρού» περιεχομένου, το οποίο και δίνεται με τον κατάλληλο τρόπο. Στο δεύτερο κεφάλαιο, η έκταση των κομματιών περιορίζεται στη μιάμιση σελίδα, παίρνοντας μια διάσταση μεγαλύτερης εσωστρέφειας, γίνεται κάτι ανάμεσα σε συνομιλία της δημιουργού όχι τόσο με ερεθίσματα, όσο με άλυτα και αναπάντητα ερωτηματικά, τα οποία την απασχολούν εν γένει και πριν η δραματικότητα επεκταθεί στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου, όπου με τον φόβο, τον θάνατο, την ανίατη ασθένεια, την τρέλα και ό,τι άλλο τραγικό βρίσκει, όχι μόνο σήμερα αλλά από πάντα, τον άνθρωπο, έχουμε μια πρωτόγνωρη αρνητικών και αλυσιδωτών καταστάσεων έξαψη, μια πρόγευση για την ποιητικότητα η οποία θα συντρίψει όλα τα πράγματα που προς στιγμήν πήγαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας, πήγαν να δώσουν έναν τόνο ασθματικό και αγχώδη, μια χροιά φιλοσοφημένης και συναισθηματικής συναντίληψης. Το τρίτο μέρος κυριολεκτικώς συγκλονίζει, ορθώνεται μπροστά μας μια έξοδος συναρπαστική, παρά το διχαστικό ποιητικής έμπνευσης και κομματιαστά δομικό και κατασκευαστικό συρματόπλεγμα, που επιθυμεί να μας εγκλωβίσει, εν κατακλείδι να μας συγκινήσει, να μας προβληματίσει, να μας εξουθενώσει και χωρίς περιστολή να μας κάνει να πιστέψουμε πως καθετί αρνητικό που συμβαίνει ενίοτε ή από πάντα στους ανθρώπους, εγκυμονεί τη λογοτεχνική του μετατροπή, την οποία με άκρα ψυχραιμία την αναπαριστά.
Η γραφή της Στασινοπούλου είναι μοναδική. Παρότι η ίδια δεν είναι απλώς μια συγγραφέας αλλά ένας πνευματικός άνθρωπος, άρα το λεξιλόγιό της είναι τεράστιο, σε καμιά περίπτωση λέξεις ευγενείς δεν παρεισφρέουν στα γραπτά της, παρά μόνο απλές, κατανοητές και επεξεργασμένες.
Η γραφή της Στασινοπούλου είναι μοναδική. Παρότι η ίδια δεν είναι απλώς μια συγγραφέας αλλά ένας πνευματικός άνθρωπος, άρα το λεξιλόγιό της είναι τεράστιο, σε καμιά περίπτωση λέξεις ευγενείς δεν παρεισφρέουν στα γραπτά της, παρά μόνο απλές, κατανοητές και επεξεργασμένες. Κινούμενη με αυτή τη λογική, η πεζογράφος κερδίζει αναγνώστες, καθώς απευθύνεται σε όλα τα επίπεδα, μορφωτικά και ταξικά, ανανεώνει τη λογοτεχνία, η οποία, χαμένη στον πειραματισμό και τον μεταμοντερνισμό, κυριολεκτικώς παραπαίει, και εντέλει ισορροπεί μέσα της, καθώς γράφει όπως αισθάνεται σαν άτομο, σαν γυναίκα, σαν δημιουργός. Δεν είναι λίγες οι φορές μέσα στο βιβλίο που παίζει με θέματα απαγορευμένα στη γυναικεία γραφή, γίνεται πιο αποκαλυπτική και προκαλεί ευχάριστα μέσα στο πλαίσιο της, ας πούμε, πικάντικης αναφοράς, στην οποία μια γυναίκα μπορεί να καταφύγει. Το γεγονός ότι η Στασινοπούλου γνωρίζει πολύ καλά πως έστω και συγκαλυμμένα μπορεί να μιλά σύμφωνα με την ηλικία της μεν, με το πώς αισθάνεται δε –και πιστεύω πως αισθάνεται πολύ νεότερη–, μας δίνει επίσης την ευκαιρία να υποθέσουμε πως τουλάχιστον στην πεζογραφία νικά τον χρόνο, εργάζεται με νεότητα άρα δεν είναι παρωχημένη, και εν κατακλείδι πως υποστηρίζει τα γραπτά της με κάθε σημαντικό τρόπο, τρόπο που έχει να κάνει με τη σύνδεσή της, την αυτόματη, με τον αναγνώστη.
Μου άρεσε το βιβλίο της Στασινοπούλου και το συνεχές ανατρεπτικό που ταυτίζεσαι μαζί του, πείστηκα από το χειρουργικό της πεζογραφικό εργαλείο στην αφήγηση, είδα την τέλεια εκφορά του και την προσγειωμένη του ικανότητα, διαπίστωσα την ολοκληρωμένη θεατρικότητά του στα δύο του τρίτα και, τέλος, πέρα από τη δίνη του κάθε ήρωα, ακόμη και αν περιγράφεται ως ον άκρως αδύναμο, μια ηρεμία, που συνάδει με την ισορροπία που ένας πομπός μπορεί να εκπέμπει σε πλείστες καταστάσεις, ουσιαστικά παρατηρεί και συμπλέει με την αισθητική αντιμετώπιση.
Χαμηλή βλάστηση
Θάμνοι, πόες και μπονσάι
Μαρία Στασινοπούλου
Κίχλη
120 σελ.
ISBN 978-618-5004-71-2
Τιμή € 10,00
πηγή : diastixo.gr