Μαρία Σούμπερτ: «Πριν το πέρασμα»
Αναμνήσεις, ιστορίες που άκουσε, ιστορίες που έζησε, ιστορίες που νομίζει ότι έζησε, όλα μπερδεύονται στο μυαλό της Βενετίας, με όνομα όπως και η αγαπημένη πόλη της μητέρας της, μια πόλη από την οποία ποτέ δεν απέκτησε αναμνήσεις. Η Βενετία ζει στο μεγάλο πέτρινο σπίτι συντηρώντας το σε αναμονή των φιλοξενούμενων, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να μοιραστούν τις ιστορίες τους μαζί της. Διότι: «Ιστορίες είναι η ζωή μας. Μόνο ιστορίες. Κι αν δεν αξίζει να τις αφηγηθείς, δεν ήταν ζωή σωστή για να τη ζήσεις».
Η βασική ηρωίδα στο τελευταίο μυθιστόρημα της Μαρίας Σούμπερτ, Πριν το πέρασμα, κερδίζει υποχθόνια το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Είναι τόσο απελπιστικά νοικοκυρά, που αρχικά νομίζεις ότι θα πλήξεις μαζί της, ενώ στις πρώτες σελίδες ο αναγνώστης αρχίζει να ανησυχεί για όλες τις οικιακές εργασίες που θα έπρεπε να κάνει και έχει αγνοήσει στο σπίτι του. Κι όμως, αυτό δεν προξενεί άγχος αλλά μια γλυκιά ηρεμία. Μια γλυκιά ηρεμία που μπορεί να προέλθει από τις δουλειές του σπιτιού. Δουλειές που πάντα θα υπάρχουν και θα επαναλαμβάνονται. Κάθε καλοκαίρι, κάθε χειμώνα. Τα μάλλινα που πρέπει να μαζευτούν, τα χαλιά που πρέπει να πλυθούν, τα παράθυρα που πρέπει να καθαριστούν, οι καρποί από τα δέντρα που πρέπει να γίνουν μαρμελάδες και γλυκό του κουταλιού.
Το σπίτι δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας. Αυτή την ασφάλεια νιώθει η Βενετία, που δεν θυμάται να έχει εγκαταλείψει ποτέ το χτήμα και το σπίτι που βρίσκεται μέσα σε αυτό. Και αν καμιά φορά νιώθει μοναξιά, γρήγορα το ξεπερνάει με τις δουλειές του σπιτιού και με την περιποίηση των φιλοξενούμενων, που δεν σταματάν να πηγαινοέρχονται.
Η ιστορία φαίνεται να εκτυλίσσεται κανονικά, με τη Βενετία να πηγαίνει μέχρι τη μεγάλη μεταλλική πύλη τρεις φορές την ημέρα να ελέγξει εάν περιμένει κάποιος απέξω, για να τον καλωσορίσει και να του δείξει το δωμάτιό του. Μόνο που η όλη κατάσταση αρχίζει να αποχτά σουρεαλιστικά στοιχεία. Σε ποιον ξενώνα οι φιλοξενούμενοι περιμένουν όσες ώρες χρειαστεί υπομονετικά απέξω μέχρι να ανοίξει η πόρτα; Γιατί τα χρήματα δεν φαίνεται να απασχολούν κανέναν, προκειμένου να ορίσει τη διάρκεια της διαμονής του; Πώς γίνεται και το ψυγείο και τα ντουλάπια στην κουζίνα της Βενετίας είναι πάντα γεμάτα, παρότι δεν ασχολείται ποτέ με τα ψώνια; Είναι δυνατόν να περιμένουν ακόμα και μικρά παιδιά απέξω χωρίς καμία συνοδεία;
Η συγγραφέας αφήνει σιγά σιγά με τέχνη να συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης τι ακριβώς συμβαίνει στο μεγάλο πέτρινο σπίτι. Τόσο σιγά, όσο το συνειδητοποιούν και όσοι φιλοξενούνται σε αυτό. Άνθρωποι που δεν είναι σίγουροι για το πώς θα πρέπει να συνεχίσουν. Από την αρχή όμως τους γίνεται ξεκάθαρο ότι δεν μπορούν να μείνουν για πάντα στο πέτρινο σπίτι και το μεγάλο χτήμα, όσο κι αν βοηθούν στις απαραίτητες εργασίες την οικοδέσποινα.
Η Βενετία θα ακούσει τις ιστορίες τους, αλλά δεν θα επιχειρήσει να επέμβει σε αυτές. Έπειτα από ένα λάθος, έχει πια για τα καλά συνειδητοποιήσει ότι θα πρέπει να αποφασίσουν μόνοι τους εάν θα προχωρήσουν ή αν θα γυρίσουν πίσω.
Κι ενώ η Βενετία αρχικά φαίνεται σαν μια νοικοκυρά που τρέχει να τα προλάβει όλα, όσο το καλοκαίρι και η ιστορία προχωράει, συνειδητοποιεί και τις δικές της ανάγκες, τις δικές της φοβίες, τις δικές της ανησυχίες. Κι ενώ κάποιους από τους φιλοξενούμενους τους ξεχνάει αμέσως με το που θα διαβούν τη μεταλλική πύλη, κάποιοι διεκδικούν μια θέση στις αναμνήσεις, στο μυαλό, στις αποφάσεις της.
Απαλά περνάει το χιούμορ να ελαφρύνει τις ιστορίες. Διότι κάθε επισκέπτης έχει και τη δική του ιστορία, που αντικατοπτρίζει μικρά και μεγάλα προβλήματα και παραξενιές που διέπουν κάθε ανθρώπινη ζωή. Ο Διονύσης, ένας από τους φιλοξενούμενους, θα ζητήσει από τη Βενετία καινούργια πετσέτα, γιατί η δική του χάλασε. Όταν δει την πετσέτα ένα κουρέλι, η Βενετία θα τον ρωτήσει:
«Την έφαγες;»
«Είδα κακό όνειρο».
«Ότι τρως πετσέτες;»
Με ένα γλυκόπικρο μυθιστόρημα η Μαρία Σούμπερτ μεταφέρει ένα μήνυμα αισιοδοξίας, σε ένα βιβλίο που ανακαλείς αρκετό καιρό αφού το ολοκληρώσεις.
Η Βενετία, που διαρκώς έχει ένα τσιγάρο στην ποδιά της και το βάζει στο στόμα της, ένα τσιγάρο που αργεί ο αναγνώστης να συνειδητοποιήσει ότι ποτέ δεν το ανάβει.
Και μέσα σε έναν ξενώνα που δεν διαθέτει ούτε καν τηλέφωνο, θα έρθει και η επισκέπτρια που θα απαιτήσει παπάγια και ανανάδες αντί για ροδάκινα και κεράσια από το χτήμα, καθώς και σούσι, ενώ θα ζητήσει φαγητό χωρίς γλουτένη:
«Δεν ξέρω τι είναι η γλουτένη», απάντησε η Βενετία.
«Έχω δυσανεξία», συνέχισε η Θέμις.
«Κανείς δεν είναι τέλειος», είπε η Βενετία. «Αυτή η γλουτένη, πώς την είπες, δεν θα σε πειράξει αλλά αν τρως μόνο ντομάτα, θα σε πάει τρεις και μία», σχολίασε με λίγη κακία η Βενετία.
Η συγγραφέας βάζει τους ήρωές της απέναντι στα σημαντικά και στα ασήμαντα. Είναι δική τους υπόθεση αν θα συνειδητοποιήσουν τι έχει σημασία, αν θα μπορέσουν να πάνε παρακάτω:
«Είστε ευχαριστημένη από τη ζωή σας;»
«Έχω σκηνοθετήσει περισσότερες από εξήντα παραστάσεις μέσα σε είκοσι χρόνια, έχω πάρει τέσσερα βραβεία, έχω προσκληθεί στα μεγαλύτερα φεστιβάλ της Ευρώπης κι έχω διδάξει σε δύο πανεπιστήμια. Νομίζω πως τα έχω καταφέρει καλά, τι λες;»
«Ναι, αλλά είστε ευχαριστημένη από τη ζωή σας;»
Ίσως το να απασχολείσαι με τη ρουτίνα, να μιλάς μόνο για το παρόν σε βοηθάει να επιβιώσεις, όχι όμως να πας παρακάτω. «Μόνο γνωρίζοντας το παρελθόν μπορεί ν’ αναζητήσει κανείς το μέλλον». Και ίσως χρειάζεται κάποιος να σε βοηθήσει να σηκώσεις την κουρτίνα που κρύβει το παρελθόν, όταν έρθει η ώρα για το μέλλον. Και ό,τι και να έχει προγραμματιστεί, μπορεί το μέλλον να περιέχει πάντα κάποια έκπληξη.
Με ένα γλυκόπικρο μυθιστόρημα η Μαρία Σούμπερτ μεταφέρει ένα μήνυμα αισιοδοξίας, σε ένα βιβλίο που ανακαλείς αρκετό καιρό αφού το ολοκληρώσεις.
Πριν το πέρασμα
Μαρία Σούμπερτ
επιμέλεια σειράς: Ελένη Γκίκα
Διάπλαση
280 σελ.
ISBN 978-960-567-152-5
Τιμή €13,90
πηγή : diastixo.gr