Μαρία Μαλεγιαννάκη: «Μελαγχολία: Οσμή κυνόροδου»
Νεορομαντισμός στην καλή του εκδοχή, διακειμενικότητα εις το έπακρο (κι άλλοτε υποφώσκουσα), αντιπροσωπευτικό είδος αυτού που θα έλεγα «λογοτεχνία των μορφωμένων» (literatura erudita). Όπως είναι το campus novel, καλόν θα ήτο να διαμορφώσουμε μια νέα κατηγορία και τάξη λογοτεχνών υψηλών προδιαγραφών με πτυχία και μεταπτυχιακά κι άκρα εξειδίκευση σε αυτό που λέγεται «δημιουργική γραφή».
Το πλεονέκτημα αυτού του μυθιστορήματος έναντι άλλων αναλόγου είδους, ύφους και θεματολογίας, είναι ότι διαβάζεται αργά, νωχελικά, όπως το «μεγάλο μυθιστόρημα» του 19ου αιώνα, αποπνέει καπνούς από τζάκι, ατμούς από τσαγιέρα (ή σαμοβάρ), ενέχει αυτή την εκπεφρασμένη και καθόλου αδιόρατη μελαγχολία των αυθεντικών στοχαστών, που δεν μπορούν βεβαίως να είναι ευτυχισμένοι με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω τους κι αυτά φυσικά που ανακαλύπτουν μέσα τους, σκάβοντας λαγούμια στο συλλογικό ασυνείδητο, τα οποία δεν βγάζουν πάντα σε πηγάδια και πηγές.
Η διήγηση καλύπτει την Αθήνα (Ελλάδα) από το 1935 μέχρι το 2012, με έμφαση στην Κρήτη του 1953 (και τη μικρή κλειστή κοινωνία ενός χωριού που δεν δέχεται τον αμιγή, ακραίο Έρωτα). Τα πρόσωπα εναλλάσσονται, βραχυκυκλώνονται, κομπορρημονούν κι αλληλοσυμπλέκονται, θρηνούν (εσωτερικώς κι εξωτερικώς) κάποια μελαγχολούν κι άλλα (ή τα ίδια) επιχειρούν και να αυτοκτονήσουν, θέτοντας τέρμα στα βάσανα και στην εγγενή τους αδυναμία να ενταχθούν στον φρενιτικό ρυθμό της ζωής των «κανονικών» ανθρώπων. Χαρακτηριστικό είναι το: «Η πραγματικότητα είναι κάτι αβάσταχτο κατά τη γνώμη μου» (σελ. 278, μέσα από τη μάσκα του διδάσκοντος «σοφού» Αντρέα…).
Πάνω σε αυτό το μοτίβο χτίζεται όλο το έργο με μουσικούς όρους και διακριτούς ρυθμούς, σοφή αρχιτεκτονική και μια ζωγραφική θα έλεγα απεικόνιση εσωτερικών (κυρίως) τοπίων. Αυτή η εικαστική, αισθησιακή ματιά πάνω στα τοπία, στους ανθρώπους και στα πράγματα διασώζει την αφηγηματική φωνή από τον κορεσμό και την επανάληψη ήδη γνωστών στερεοτύπων από μυθιστορήματα ευρείας (αν όχι και λαϊκής) καταναλώσεως. Είπαμε: αυτό που κερδίζει ευθύς εξαρχής τον αναγνώστη είναι η μορφωμένη άποψη της συγγραφέως, που μεταδίδει ταυτοχρόνως (εκτός από τις απαραίτητες πληροφορίες για τη δράση και την εξέλιξη της πλοκής) και γνώσεις-απόψεις-αποφθέγματα για τη σχέση τέχνης-ζωής, εσωτερικού κόσμου και «αντικειμενικής» πραγματικότητας.
Εφαρμοσμένη φιλοσοφία, λοιπόν, λυρικός στοχασμός, αφηγηματική δεινότητα, αρχιτεκτονική δόμηση, λογοτεχνική αντοχή, στατική επάρκεια ενός οικοδομήματος ιδεών που αποτελούν κοινό κτήμα μιας ολόκληρης μεσαίας τάξης μορφωμένων και κατηρτισμένων «αστών», που μπορούν να κινούνται άνετα ανάμεσα στις Τέχνες, ακόμα και να τοξινώνονται τόσο από αυτές ώστε να τους γίνονται σχεδόν εξαρτήσεις, νοητικές, υπαρξιακές, σωματοποιημένες ακόμα… Έχω δει στα θέατρα, στα αμφιθέατρα, στους κινηματογράφους, στους εκθεσιακούς χώρους και στα πάμπολλα καφενεία όπου παρουσιάζονται βιβλία… βλέπω καθημερινά, σχεδόν πάντα, τους ίδιους και τους ίδιους ανθρώπους που «φκιάχνονται» με την ποίηση, την πεζογραφία, με το θέατρο, με τη μουσική, με τα εικαστικά… Αυτή είναι και η δεδηλωμένη αίσθηση που μας μεταφέρει η κεντρική ηρωίδα, η βασική αφηγήτρια κάτω από τον τριτοπρόσωπο «παντογνώστη» αφηγητή (όπως τον λέμε συμβατικά στη θεωρία της σύγχρονης λογοτεχνίας).
Ναι, αυτή η φυγή είναι το «κουκούτσι» κι ο «πυρήνας» αυτής της καλογραμμένης ιστορίας με τα πολλά επίπεδα και τα πολύπτυχα πρόσωπα που υφαίνουν (το καθένα ξεχωριστά) τον δικό του ιστό μιας αράχνης φωτεινής κι αισιόδοξης εντέλει.
Η ιδιαιτερότητα αυτού του αφηγήματος είναι ότι μπορεί να διαβαστεί και αποσπασματικώς. Τα κεφάλαια λειτουργούν και αυτόνομα. Ούτως ή άλλως, η χρονική ακολουθία είναι ανακατωμένη (μη γραμμική) και η όποια κυκλικότητα εκλαμβάνεται μόνον με χορευτικούς-μουσικούς όρους ή ακόμα και σαν ψιλοβελονιά σε χειροτέχνημα παλαιών εποχών.
Η κοινωνιολόγος και καθηγήτρια αγγλικών Μαρία Μαλεγιαννάκη ξέρει να αφηγείται, γνωρίζει και να φιλοτεχνεί άρτιες ιστορίες που συνυφαίνονται με το φαντασιακό πολλών εκπροσώπων του συλλογικού συνειδητού κι ασυνειδήτου. Είναι δύσκολο μια τέτοιου είδους ηδυπαθής γραφή να αποφύγει τους σκοπέλους του ναρκισσισμού. Αλλά ακόμα και τότε παραμονεύει η Σκύλλα της εύκολης «αντικειμενοποίησης» και η Χάρυβδη του άκρατου υποκειμενισμού.
Η Μαρία Μαλεγιαννάκη ξέρει να αποφεύγει τεχνηέντως όλες τις εγγενείς δυσκολίες του πεζού λόγου (που με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις δεν είναι στο φόρτε του, όταν μιλάμε για νεοελληνική λογοτεχνία – σε αντίθεση με την ποίηση, που έχει ακόμα την πρωτοκαθεδρία και τη συναγωνίζεται εσχάτως η δραματική-θεατρική γραφή, τα διαχωρίζω γιατί δεν είναι το ίδιο). Η πεζογραφία στη χώρα μας πάσχει ή από το σύνδρομο του επαρχιωτισμού και λειτουργεί ως εμπορική αντιπρόσωπος της λογοτεχνικής παραγωγής της αλλοδαπής ή ως ηθογραφικός ρεαλισμός (ακόμα και νατουραλισμός, ενίοτε). Σπανίως αντιμετωπίζουμε αφομοιωμένες τεχνικές, καθαρές μορφές, λαγαρό γλωσσικό κώδικα και μεταδοτικότητα συναισθημάτων-νοημάτων, στοχασμών κι «αισθήσεων».
Συνιστώ αυτό το μυθιστόρημα και το ξεχωρίζω από τη σωρεία που κυκλοφορούν ετησίως (συνήθως αναλώσιμα και… ανακυκλώσιμα). Και το διακρίνω για πέντε λόγους: 1. δεν είναι αυτοαναφορικό (ακόμα κι όταν είναι), 2. δεν είναι ψευδοεπιστημονικό (ακόμα κι όταν μεταφέρει θεωρίες), 3. δεν είναι ναρκισσιστικό (ενώ μπορεί η κεντρική του ηρωίδα να «ενοχοποιηθεί» για κάτι τέτοιο), 4. είναι δομημένο με τόσο στέρεα τεχνική, που προκαλεί θαυμασμό (σε μια εποχή που λίγοι πια ξέρουν να γράφουν, όπως λίγοι ξέρουν να ζωγραφίζουν) και 5. για έναν περίεργο (αλλά όχι και απρόσμενο) λόγο, μας ενδιαφέρει και βιώνουμε αισθητική ηδονή (για να μην πω απόλαυση και κατεβάσω τον πήχυ), βιώνουμε αισθητική ηδονή κάθε που βυθιζόμαστε στα φωτερά σκοτάδια του με οδηγό τον αφηγηματικό μίτο της Αριάδνης και την πυγολαμπίδα μιας θλίψης που ματώνει όλων την καρδιά, αναπότρεπτα, κάθε φορά που κοιτάμε τη θλίψη και τη δυστυχία γύρω μας.
Η Μελαγχολία: Οσμή κυνόροδου της Μαρίας Μαλεγιαννάκη είναι ευωδιαστή κι ευεργετική για την υγεία, ακριβώς όπως κι ο τίτλος της. Ο καρπός-σπόρος της αγριοτριανταφυλλιάς είναι η καλύτερη πηγή βιταμίνης C, ειδικά για όλους όσοι υπερεργάζονται νοητικώς κι επιθυμούν να βρουν απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που μπορεί να θέσει το ανθρώπινο μυαλό (ακόμα και για θέματα που δεν έχουν επινοηθεί ακόμα). Αυτή ακριβώς η νεύρωση του παρα-μορφωμένου ανθρώπου ακτινογραφείται, σκιαγραφείται, περιγράφεται, παρωδείται και διαλευκαίνεται σε αυτό το καλογραμμένο μυθιστόρημα, που θα ήθελα να το δω και στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση, γυρισμένο με αργό, παθητικό τρόπο, σαν τη Δασκάλα με τα χρυσά μάτια του Μυριβήλη στην ΕΡΤ του τέλους της πολύπαθης δεκαετίας του 1970 και των αρχών της χρυσής δεκαετίας του 1980.
Κι αν το λέω αυτό, είναι γιατί εν κατακλείδι πιστεύω –ως επαρκής αναγνώστης και κριτικός– πως αυτή η «κινηματογραφικότητα» λανθάνει κάτω από τις γραμμές και τις τυπωμένες σελίδες, αφού ο συνδημιουργικός νους (νόας) του αναγνώστη παίρνει φωτιά και βρίσκει αρκετό «καύσιμο υλικό» για τη φυγή του έξω και μακριά πολύ από τη γήινη στρατόσφαιρα. Ναι, αυτή η φυγή είναι το «κουκούτσι» κι ο «πυρήνας» αυτής της καλογραμμένης ιστορίας με τα πολλά επίπεδα και τα πολύπτυχα πρόσωπα που υφαίνουν (το καθένα ξεχωριστά) τον δικό του ιστό μιας αράχνης φωτεινής κι αισιόδοξης εντέλει.
Γιατί αυτό είναι ένα άλλο στοιχείο αυτής της πολυφωνικής απελπισίας: είναι δημιουργική, λειτουργεί με ομοιοπαθητικό τρόπο, μας προτρέπει να γυρίσουμε μέσα μας, να στρέψουμε την κάμερα της προσοχής μας προς την εσωτερική «συννεφιά» και να την κοιτάξουμε τόσο επίμονα, μέχρι να δούμε τον ήλιο να λάμπει (ή το φεγγάρι ή… και τα δύο, αντικριστά).
Το συνιστώ σε όλους τους ανθρώπους που έχουν αυτοκαταστροφικές τάσεις γιατί δεν θα αυτοκτονήσουν (ελπίζω) και πιστεύω πως θα δουν τη ζωή με άλλο μάτι: ως πεδίο ασκήσεων (ειρηνικών, πάντα) με σκοπό την ενδυνάμωση της ανθρώπινης θέλησης και τον εμπλουτισμό του εσωτερικού μας κόσμου.
«Γνώθι σαυτόν» θα μπορούσε να είναι ένας δεύτερος υπότιτλος αυτού του καλοφτιαγμένου βιβλίου από μια χαρισματική συγγραφέα που έχει μακρύ μέλλον ακόμα και μεγάλη διαδρομή να διανύσει.
Μελαγχολία: Οσμή κυνόροδου
Μαρία Μαλεγιαννάκη
Βεργίνα
290 σελ.
ISBN 978-618-5215-41-5
Τιμή €15,00
πηγή : diastixo.gr