Μαρία Καραβία: «Παράπλευρες απώλειες»

2018-03-08 17:27

Μαρία Καραβία: «Παράπλευρες απώλειες»

«Γεννήθηκα στο μαιευτήριο της Έλενας. Ήρθα στον κόσμο εν μέσω κωδωνοκρουσιών που δεν είχαν σε τίποτα να κάνουν με την ασήμαντη ύπαρξή μου […] Οι δικοί μου με υποδέχτηκαν με χλιαρή χαρά. Ήμουνα το πρώτο παιδί της οικογένειας και με περίμεναν αγόρι…» γράφει με σαρκαστική ειλικρίνεια η Μαρία Καραβία κάνοντας ένα σύντομο αυτοβιογραφικό.

Η Μαρία Καραβία, δημοσιογράφος από τους πιο σημαντικούς κι αναγνωρίσιμους της γενιάς της και όχι μόνο, είναι γνωστή από τη συνεργασία της με εφημερίδες και περιοδικά, με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, με ανεπανάληπτες εκπομπές που άφησαν εποχή και καταξιωμένη όχι μόνο στον χώρο της δημοσιογραφίας, αλλά και στον χώρο της λογοτεχνίας ως πεζογράφος με πλούσιο και αξιόλογο πεζογραφικό έργο. Το πρόσφατο βιβλίο της, οι Παράπλευρες απώλειες, είναι το δέκατο τρίτο.

Από την προσέγγισή μου σε κάποια από τα προηγούμενα βιβλία της και από τις εξαιρετικές εκπομπές στην τηλεόραση, είχα σχηματίσει την εικόνα μιας αισθαντικής, αριστοκρατικής κυρίας της δημοσιογραφίας, μιας σημαντικής συγγραφέως που το αξιόλογο έργο της, ταξιδιωτική λογοτεχνία και πεζογραφία, στο σύνολό του, αφορά «αγαπητικές ιστορίες τόπων και ανθρώπων, παρελθούσες στιγμές, κομμάτια κειμένων που προέκυψαν από συνομιλίες της συγγραφέως με πρόσωπα, σκέψεις και εντυπώσεις από επισκέψεις τόπων, αποτιμήσεις γεγονότων και περιστατικών που κατά καιρούς την απασχόλησαν και είχε καταγράψει και αξίζει να γνωρίσουν, και θα απολαύσουν, οι απαιτητικοί αναγνώστες», έργο διαχρονικών προδιαγραφών.

Το πρόσφατο βιβλίο της με τον ενδεικτικό τίτλο Παράπλευρες απώλειες με φέρνει αντιμέτωπη με μιαν άλλη, εντελώς διαφορετική πραγματικότητα – έχω απέναντί μου ένα κοριτσάκι, ένα παιδί της Κατοχής με ανακατωμένα τα μαλλάκια του αλλού κι αλλού τρομαγμένο που βιώνει την αγριότητα του πολέμου, τους βομβαρδισμούς του σπιτιού του, την απώλεια της μητέρας. Ένα παιδί που ζει σε όλο της το μεγαλείο τη θηριωδία του Γερμανού κατακτητή, ένα κοριτσάκι που κουβαλάει στην ψυχούλα του έναν κόσμο ασύμμετρα για την ηλικία του εφιαλτικό. Ένα κοριτσάκι που μεγάλωσε με αυτές τις μνήμες, που έζησε τη φρίκη, τις στερήσεις, που γνώρισε από κοντά τι σημαίνει βομβαρδισμοί και όλμοι, καταστροφή, τι σημαίνει πείνα και δύναμη και δίκιο του ισχυρού.

Ακούω της Μαρίας τα βιαστικά, τρομαγμένα βήματα καθώς βγαίνει από τους καπνούς κι από την ομίχλη της Κατοχής αφήνοντας πίσω της τον κουρνιαχτό που σήκωναν οι όλμοι και τους κρότους του πολέμου κι έρχεται αποστασιοποιημένη από τα γεγονότα της εποχής εκείνης, που είναι πια μακρινή και κοντινή, ωστόσο, πάντα παρούσα, αλλά τώρα η Μαρία είναι μεγάλη, απέναντι, έξω από την ίδια την επάρατη εποχή κι από το παιδάκι το «ασχημόπαπο», είναι ώριμη, είναι η συγγραφέας που παρατηρεί και κρίνει από περιωπής τα γεγονότα, έχει απέναντί της και μακριά την εικόνα της εποχής εκείνης και περιγράφει αντικειμενικά, χωρίς συναισθηματισμούς, λιτά σαν ξένες τις «παράπλευρες απώλειες», απώλειες υλικές και σε ανθρώπινες ζωές. Φτιάχνει πίνακες ζωγραφικής, σκηνοθετεί ένα φριχτό έργο που εκτυλίσσεται μπροστά μας, σαν σε οθόνη, περιγράφει με ακρίβεια καταστάσεις του οικογενειακού της περιβάλλοντος και του φιλικού, αλλά και όλων των ανθρώπων της πρωτεύουσας εκείνη την εποχή, παρουσιάζει στις πραγματικές τους διαστάσεις ανατριχιαστικές εικόνες από την κατοχική πραγματικότητα που δεν αφήνουν διόλου περιθώρια για μελοδραματισμούς:

«… Ξαφνικά ακούστηκε κάτι σαν βροντή στο σπίτι μας…Τα φώτα έσβησαν. Έσπαζαν τζάμια… Έπεφταν όλμοι στον κήπο, στα παράθυρα κι απάνω στην ταράτσα. 

Με τον τρόπο της, η Μαρία Καραβία, ίσως χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, μας δίνει ένα θαυμάσιο ιστορικό υλικό: το βιβλίο της, με τον ταπεινό τίτλο Παράπλευρες απώλειες αποτελεί σταθερό βάθρο, αυθεντική πηγή πληροφοριών για κάθε ιστορικό και μυθιστοριογράφο.

»Ο όλμος θρυμματίζεται σε μικρά βλήματα. Τραυμάτισαν ελαφρά τον πατέρα μου στο χέρι… Η μητέρα μου χτυπήθηκε στο κεφάλι. Η γιαγιά μου… τραυματίστηκε στην πλάτη και τα βλήματα διαπέρασαν τους πνεύμονες… Οι Ελασίτες υποχωρούσαν κι έδιναν την τελευταία μάχη. Τη “Μάχη της Καλλιθέας”… Από λανθασμένο, ίσως, υπολογισμό, οι όλμοι αντί να περάσουν πάνω από το σπίτι και να χτυπήσουν το τεθωρακισμένο, έπεφταν μέσα στο σπίτι κι απάνω στην ταράτσα. Το σφυροκόπημα δεν σταματούσε… Ύστερα ακούστηκαν φωνές και βογκητά. Σε λίγο κατάλαβα ότι είχα μείνει μόνη… Κάποιος με φώναξε… Με πήρε αγκαλιά και μ’ έβγαλε και μένα έξω. Ήταν ο αθλητής του ακόντιου από απέναντι, ο Τζώνης Παππάς […].

Στην ανοιχτή πόρτα της κυρίας Λέφα στεκόταν η μητέρα μου. Το κεφάλι της ήταν δεμένο με κομμάτια από σκισμένο σεντόνι που το είχε διαπεράσει το αίμα. Φώναζε: “Το παιδί μου! Πού είναι το παιδί μου;”, ενώ κάποιοι προσπαθούσαν να την τραβήξουν μέσα. Χρόνια μετά το θάνατό της την ξαναείδα έτσι […] Μας χώριζε ο δρόμος, Αλλά δεν έφταιγε αυτό. Ήξερα πως ήταν νεκρή και δεν την πλησίασα... Το τουίντ παλτό που είχε ριγμένο πάνω της μου το είχαν κάνει δικό μου παλτό μετά το θάνατό της […]».

Όταν μιλάει για «παράπλευρες απώλειες» η συγγραφέας, εννοεί και καταγράφει τις μεγάλες απώλειες, όπως καταστροφές από τους βομβαρδισμούς που αφάνισαν ανθρώπινες ζωές και περιουσίες, κι από την άλλη έχει στον νου της και δεν παραλείπει να σημειώσει, επισημαίνοντας πόσο άξιζε εκείνη τη ζοφερή εποχή, ένα σησαμένιο κουλούρι. Μιλώντας για τον Ι. Μ. (Παναγιωτόπουλο), στο σχολείο του οποίου πήγαιναν με τον Μιχάλη, τον αγαπημένο της ξάδερφο, με τον τρόπο της και με λίγες φράσεις φτιάχνει με αδρές πινελιές το πορτρέτο του σχολάρχη, τότε, και σημαντικού συγγραφέα μετά:

«Ο Ι. Μης, όπως τον λέγαμε, με το σταυρωτό παλτό του, στην κορυφή της σκάλας που δέσποζε στην αυλή, ερχόταν πολύ νωρίς. Πολλές φορές ήμασταν οι δυο μας […]. Κάποτε που πέταξα το κουλούρι μου […] μου είπε να το μαζέψω, να το ασπαστώ και να το βάλω σε μιαν άκρη να το φάνε τα πουλιά».

Αλλά κι ένας «ωραίος φιόγκος από ταφτά», όπως ο δικός της, που τον έχασε στον συνωστισμό του τρένου – «μαζί με τις μεγάλες, η μνήμη καταγράφει και τις μικρές απώλειες».

Μέσα από τις σελίδες του σπουδαίου τούτου βιβλίου βγαίνουν φρικιαστικές εικόνες της κατοχικής Αθήνας, της Αθήνας με ξέσκεπα ακόμα τα ποτάμια της, όταν στις όχθες του Ιλισού υπήρχαν σπηλιές που κατοικούσαν πρόσφυγες, μπορεί και Ρώσοι πρίγκιπες, «τρωγλοδύτες» τους έλεγε ο πατέρας της˙ όταν στην πόρτα του Μουσείου Μπενάκη, ο ίδιος ο Αντώνης Μπενάκης υποδεχόταν τους επισκέπτες, ο θρυλικός «Τρελαντώνης» της Πηνελόπης Δέλτα. Προβάλλει μια Αθήνα με αρχοντικά και μέγαρα που, προϊόντος του χρόνου, μετά τον Εμφύλιο κυρίως και τη μετακίνηση του πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πρωτεύουσα αφενός για μια καλύτερη ζωή, αφετέρου εξαιτίας των προβλημάτων που δημιούργησαν τα μετεμφυλιακά πάθη, αρχίζει η κατεδάφιση ακόμα και ιστορικών κτιρίων και η μετατροπή των κήπων σε οικόπεδα για την ανέγερση των πολυκατοικιών που στέγαζαν όπως όπως τους εσωτερικούς μετανάστες.

Θα μπορούσε εύλογα κανείς να χαρακτηρίσει το βιβλίο τούτο ως «μωσαϊκό αναμνήσεων» που η κάθε ψηφίδα του διηγείται τη δική της ιστορία. Σαφώς και είναι αυτοβιογραφικό, ωστόσο η Μαρία Καραβία δεν μένει στην περιγραφή και την εξιστόρηση της οικογενειακής της τραγωδίας –για τραγωδία πρόκειται– και δεν επιμένει σε καμιάς μορφής δραματοποίηση των γεγονότων, αλλά την απασχολεί το κακό που συνέβαινε στο σύνολο, η καθολική περιπέτεια του ελληνικού λαού. Η ματιά της παρακολουθεί από απόσταση τα γεγονότα και με νηφαλιότητα και με τον τρόπο της αρχαίας τραγωδίας, όπου σε καμιά περίπτωση δεν παρουσιάζεται φόνος στη σκηνή αλλά τα φονικά περιγράφονται, εκτός από την αναφορά στα τραγικά γεγονότα, παράλληλα και κυρίως δίνει μια εικόνα όπου όλοι έχουν δεσμούς μεταξύ τους, οι γείτονες τρυπούν τους περιβόλους των σπιτιών και επικοινωνούν με τον τρόπο αυτό και βοηθούν ο ένας τον άλλο. Η ατομική δυστυχία έχει δώσει τη θέση της στην κοινωνική. Ενώνει τους ανθρώπους η δυστυχία και η συμφορά. Το ατομικό συναντάει και συμβιώνει με το κοινωνικό. Δίνει την ανθρωπογεωγραφία της εποχής εκείνης, καθώς και τη μετεμφυλιακή απότομη μετάβαση της κοινωνίας από αγροτική σε αστική με την αστικοποίηση του πληθυσμού και την πληθυσμιακή διόγκωση της Αθήνας, που άλλαξε τον ρου της ιστορίας της και φτάσαμε εδώ που είμαστε σήμερα: στο έλεος των προστατών μας, συνεχίζοντας αυτό που επέβαλαν στη χώρα μας οι μεγάλες δυνάμεις ευθύς αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους.

Όπως είναι γραμμένο το βιβλίο τούτο, χωρίς μυθιστορηματικές αξιώσεις και προδιαγραφές, χωρίς παραπλανητικές κορόνες ηρωισμού αλλά με απόλυτη ειλικρίνεια, σαφήνεια και αντικειμενικότητα αποτελεί αυθεντική μαρτυρία, ένα είδος απομνημονευμάτων. Με την εξής ουσιώδη διαφορά: Δεν γράφει το παιδί που ήταν τότε το φοβισμένο κοριτσάκι με τον φιόγκο, που τον απώλεσε κι αυτόν, πάντα με το χέρι του πατέρα της στο δικό της, που βίωσε όλες τις καταστάσεις, μήτε η έφηβη maria karaviaπου βιώνει τις μεγάλες ανατροπές που συμβαίνουν στον κοινωνικό ιστό και αλλάζουν εκ θεμελίων τη ζωή των ανθρώπων που προσπαθούν να προσαρμοστούν με κάθε τρόπο στους ρυθμούς που επιβάλλει η καινούρια πραγματικότητα.

Γράφει και ζωγραφίζει, δεν φωτογραφίζει. Από τις σελίδες της περνούν όσοι έπαιξαν ρόλο, θετικό ή αρνητικό, στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της εποχής, οι προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών που άφησαν έργο πίσω τους. Αν δεν κάνω λάθος, δεν υπάρχει το εγώ, υπάρχει το εμείς. Με τον τρόπο της, η Μαρία Καραβία, ίσως χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, μας δίνει ένα θαυμάσιο ιστορικό υλικό: το βιβλίο της, με τον ταπεινό τίτλο Παράπλευρες απώλειες αποτελεί σταθερό βάθρο, αυθεντική πηγή πληροφοριών για κάθε ιστορικό και μυθιστοριογράφο.

 

Παράπλευρες απώλειες
Παιδικά χρόνια στην Αθήνα της Κατοχής και του Εμφυλίου
Μαρία Καραβία
Καπόν
144 σελ.
ISBN 978-618-5209-14-8
Τιμή: €14,00
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr