Λογοτεχνικό κείμενο-«Η υδροφόρα...» του Πέτρου Γκάτζια
Έτσι ήθελε να τη θυμάται την Τέτα, σαν μια αέρινη φιγούρα του Χόπερ να ατενίζει το πέλαγος μέσα από το ανοιχτό παράθυρο, ανέκφραστη. Είχε βρει και την ανάλογη εικόνα από το αφιέρωμα ενός περιοδικού στον ζωγράφο και την κουβαλούσε πάντοτε μαζί του. Τα τελευταία είκοσι χρόνια αυτή η ξεθωριασμένη φωτογραφία –που υποτίθεται ότι απεικονίζει την Τέτα– ήταν κολλημένη πάνω από το γραφειάκι του, μέσα στην καμπίνα του στην παλιά υδροφόρα που έκανε το μονότονο δρομολόγιο με το νησί. Έφευγε γεμάτη νερό, έπλεε νωχελικά στον ήρεμο κολπίσκο και έφθανε μετά από μισή ώρα. Έπειτα άδειαζε και σε λίγο ξεκινούσε και πάλι το ταξίδι της για να εφοδιάσει με νερό τους κατοίκους. Όλη μέρα ένα διαρκές πήγαινε-έλα. Και αυτός στο πηδάλιο να βλέπει πότε το ένα λιμάνι και πότε το άλλο. Δεν κατέβαινε από το πλοίο αν και θα μπορούσε. Δεν ήθελε. Όλες αυτές τις ώρες της αναμονής καθόταν στην καμπίνα και κοιτούσε την Τέτα.
Η υδροφόρα Ευγενία, ένα παλιό, πιστό σκαρί της δεκαετίας του πενήντα, θα έπρεπε να είχε αποσυρθεί ή να βουλιάξει αργά και νωχελικά, όπως ταξίδευε όλη της την ζωή, μέσα στον κόλπο. Το μόνο πιστό θηλυκό, σκέφτηκε, που πλέει πάντοτε σε ήρεμα νερά, χειμώνα-καλοκαίρι. Γι’ αυτό έτσι ήθελε να θυμάται και την Τέτα, ήρεμη και πειθήνια, αλλά με έντονη προσωπικότητα.
Στην πραγματικότητα η Τέτα δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά. Όταν τον εγκατέλειψε με δύο παιδιά, εκείνος δούλευε νυχτερινή βάρδια στη ρεσεψιόν σε ένα περιθωριακό ξενοδοχείο κάτω από την Ομόνοια. Εκεί πόρνες και τραβεστί έφερναν τους πελάτες τους, αλλά πού και πού ξέπεφτε και κανένα ζευγαράκι το οποίο δεν είχε να πληρώσει περισσότερα για να χαρεί τον έρωτά του.
Στο σπίτι του επέστρεφε νωρίς το πρωί και έπεφτε αμέσως για ύπνο. Την Τέτα και τα παιδιά τα έβλεπε το μεσημέρι, εάν ήταν σπίτι. Ειδικά την Τέτα. Τον είχε προειδοποιήσει πως δεν πήγαινε άλλο. Στο τέλος, έκαναν δύο μήνες να βρεθούν.
Όσο για έρωτα ούτε λόγος. Και ήταν αλήθεια ειρωνεία να εργάζεται στον ναό του έρωτα και αυτός να έχει ξεχάσει πώς γίνεται.
Εκείνος όμως την αγαπούσε, την πίστευε, αλλά η Τέτα, λίγο πάνω από τα σαράντα τότε, έβραζε. Ήταν άλλωστε όμορφη και προκλητική. Ψηλή, με ένα βαμμένο έντονο ξανθό χρώμα στα μαλλιά, αδύνατη αλλά με «πιασίματα» και ένα στόμα που το χάζευες όταν μιλούσε και σε κάρφωνε με εκείνο το έντονο βλέμμα της.
Φορούσε πάντοτε κοντά φορέματα και φούστες, επιδεικνύοντας τα καλλίγραμμα πόδια της.
Ένα βράδυ, λοιπόν, ενώ είχε βάρδια στο ξενοδοχείο, ανοίγει η πόρτα και βλέπει ένα ζευγαράκι να μπαίνει μέσα. Ο άνδρας νεαρός, όχι πάνω από είκοσι πέντε, ίσως και φαντάρος –αν μπορούσε να κρίνει από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά και το ψαρωμένο ύφος– και η γυναίκα όμορφη αλλά μεγαλύτερη, με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από τον σηκωμένο γιακά του παλτού της. Ο νεαρός πλησιάζει και του ζητά δωμάτιο.
Ο Θέμος κοιτάζει πίσω του να δει τι του έχει μείνει. Αρπάζει το κλειδί για το 111, δωμάτιο του ισογείου, κοντά στη ρεσεψιόν και γυρίζει να το δώσει, αλλά τότε τα γόνατά του κόβονται, βλέποντας το απλωμένο χέρι που περιμένει και το βλέμμα προκλητικό και κακό να του καίει τα μάτια. Η Τέτα! Είχε επιλέξει τον σκληρότερο τρόπο για να τον εκδικηθεί, αυτόν και το επάγγελμά του. Του άρπαξε το κλειδί από το χέρι, έκανε μεταβολή και αγκαλιάζοντας τον νεαρό μπήκε στο δωμάτιο χαχανίζοντας με μια διαβολική ευχαρίστηση.
Επί δύο ώρες ο Θέμος στεκόταν έξω από το δωμάτιο ακούγοντας τη γυναίκα του να ευχαριστεί και με το παραπάνω έναν άλλο άντρα. Επί δύο ώρες δεν το κουνούσε. Πετρωμένος να ακούει. Τον είχε προειδοποιήσει και τώρα ο ίδιος έπρεπε να υποστεί την τιμωρία του.
Όταν την γνώρισε εκείνη είχε και άλλο δεσμό, τον οποίο δεν έλεγε να αφήσει. Ωστόσο, ο Θέμος της φάνηκε καλή περίπτωση για γάμο. Δούλευε τότε έκτακτος υπάλληλος στο ταχυδρομείο και όταν τελείωνε νωρίς την έπαιρνε για βόλτες στη θάλασσα. Εκεί στα βραχάκια έκαναν για πρώτη φορά έρωτα. Δύο φορές την εβδομάδα, τα βράδια, έκανε και μεροκάματο ως γκαρσόνι σε ένα καφέ της περιοχής. Τότε ήταν και η ευκαιρία της Τέτας να βλέπει τον άλλον. Ο Θέμος κάτι είχε ψυλλιαστεί, αλλά δεν το πίστευε. Έπειτα τον άρχιζε και εκείνη στα χάδια και όταν τον έριχνε στο κρεβάτι τα ξεχνούσε όλα.
Δύο χρόνια μετά της έκανε πρόταση γάμου, αλλά με το που γεννήθηκαν τα παιδιά, δεν του ανανέωσαν τη σύμβαση στο ταχυδρομείο, έκλεισε και το καφέ και ο ιδανικός γαμπρός βρέθηκε να μένει στο σπίτι και να κλαίει τη μοίρα του.
Στην αρχή, η Τέτα έφερνε κάποια χρήματα στο σπίτι. Του έλεγε ότι τη βοηθούσε ένας θείος της, αλλά δεν της έλειπαν ξαφνικά και τα λούσα. Ο Θέμος ένιωθε αδύναμος για να αντιδράσει, ήταν βλέπεις και τα παιδιά στη μέση, τα οποία η Τέτα έβλεπε όλο και λιγότερο. Και όταν βρέθηκε η δουλειά στη ρεσεψιόν, εκείνη αποθρασύνθηκε. Άρχισε να μην τον υπολογίζει και στο τέλος του έκανε και παράπονα ότι την παραμελεί, ενώ στην πραγματικότητα της είχε δώσει την ευκαιρία να κάνει ό,τι ήθελε. Όμως βαθιά μέσα της τον μισούσε. Τον μισούσε γιατί της χάρισε δυο παιδιά που της χάλασαν το σώμα, τον μισούσε γιατί προσπαθούσε να την κάνει κυρία. Γι’ αυτό πήγε στο ξενοδοχείο. Για να εκδικηθεί και να αφήσει πίσω επιδεικτικά την παλιά ζωή της, τον Θέμο, τα παιδιά της. Η Τέτα ήταν πάντοτε σκάρτη.
Αυτά σκεφτόταν εκείνος πίσω από την κλειστή πόρτα να ακούει τους ήχους και τα βογκητά του έρωτα. Γύρω στις πέντε το πρωί, τρεις ώρες πριν από την αλλαγή της βάρδιας, δεν άντεξε άλλο. Έσπασε. Έφυγε τρέχοντας παρατώντας το ξενοδοχείο στις πόρνες και τους τραβεστί, στην Τέτα. Δεν ξαναπάτησε ποτέ εκεί. Στον τόπο του εγκλήματος.
Η Τέτα δεν γύρισε βέβαια στο σπίτι. Το κατάλαβε όταν έφτασε. Είχε φύγει παίρνοντας όλα της τα πράγματα αλλά όχι τα παιδιά, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι, γύρω στα δώδεκα, χαμένα στη λήθη του ύπνου.
Για μήνες ήταν πατέρας και μητέρα. Τα ετοίμαζε και τα πήγαινε σχολείο, επέστρεφε στο σπίτι, μαγείρευε, τα έπαιρνε από το σχολείο, τα διάβαζε και το βράδυ χανόταν στις σκέψεις του. Ο καιρός περνούσε και τα λεφτά τελείωναν. Όμως εκείνος δεν άλλαζε τίποτα στη ζωή του. Οι φίλοι του ανησυχούσαν. Γονείς δεν είχε και τα παιδιά, λες και ήξεραν, λες και κατάλαβαν, δεν τον ρώτησαν ποτέ για τη μάνα τους. Μόνο τον αγκάλιαζαν σφιχτά, ξαφνικά, λίγο προτού τα αφήσει ή τα βάλει για ύπνο.
Άρχισε να ψάχνει για δουλειά παντού, αλλά μάταια. Στο τέλος κάποιος από το χωριό της Τέτας του είπε για την υδροφόρα. Ένα πρωί απλώς σηκώθηκε, πήρε τα παιδιά και έφυγαν από την Αθήνα. Είχε βγάλει κάποτε και ναυτικό φυλλάδιο, όχι ότι έπαιζε και τόσο ρόλο, αλλά ήταν καλό που υπήρχε.
Η ζωή τους άλλαξε, αλλά δεν απέκτησε νόημα γι’ αυτόν. Δεν είχε ξαναμπεί ποτέ του σε καράβι, παρά το ναυτικό φυλλάδιο το οποίο είχε βγάλει νεαρός για την αναβολή από τον στρατό και το ανανέωνε τόσα χρόνια με θρησκευτική ευλάβεια, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο που είχε, λες και ήξερε, λες και είχε διαίσθηση.
Θα νόμιζε κανείς ότι η επαρχία και η αλλαγή στη δουλειά θα του έκαναν καλό. Το αντίθετο. Παρέμεινε ένας μοναχικός άντρας, λιγομίλητος, ο οποίος διάβαζε πολύ, υπερβολικά πολύ, αλλά δεν έπινε ποτέ του, παρά τα όσα νόμιζαν γι’ αυτόν.
Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να μη διαταράξει τίποτα στη ζωή του. Στην ήσυχη ζωή του. Τα παιδιά του τον λάτρευαν, τα πρόσεχε και τα αγαπούσε, αλλά δεν γνώριζε τις μύχιες σκέψεις τους, τις επιθυμίες τους, τα ερωτικά τους σκιρτήματα.
Ο καιρός κυλούσε μονότονα και όλα γύρω του περνούσαν με ταχύτητα, αλλά αυτός στο κατάστρωμα της υδροφόρας, Όλη του η ζωή εκεί.
Ώσπου τα χρόνια πέρασαν, τα παιδιά μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, έφυγαν. Και αυτός εκεί, στο μονότονο ταξίδι του, για να αδειάζει η σκέψη. Θυμόταν όμως πάντα την Τέτα. Όχι αυτό που έκανε, αλλά την Τέτα της νιότης του, όπως πίστευε ότι ήταν.
Δεν έμαθε ποτέ νέα της, ούτε τα παιδιά. Λες και την κατάπιε η γη. Ποτέ του όμως δεν την έβρισε, πάντοτε τη δικαιολογούσε και όταν βρήκε τη φωτογραφία από τον πίνακα του Χόπερ, η ανάμνησή της εξιδανικεύτηκε. Αυτή θα ήταν πλέον η γυναίκα του, άλλωστε φεύγοντας εκείνη είχε πάρει μαζί της όλες τις φωτογραφίες για να σβηστεί από τη μνήμη τους.
Τώρα όμως κάτι άλλο τον τυραννούσε. Έβγαινε στη σύνταξη και η δουλειά στην υδροφόρα, στην πιστή Ευγενία τελείωνε. Τους τελευταίους μήνες προσπαθούσε να βρει το υποκατάστατό της. Την ιδέα του την έβαλε και πάλι ο ίδιος ο συγχωριανός της Τέτας και τον άκουσε. Άλλωστε τον είχε βοηθήσει μια φορά και τον έσωσε.
Τον έβλεπε λοιπόν σαν έναν από μηχανής Θεό, τον καλό του άγγελο, αν και πάντοτε είχε την υπόνοια ότι ήταν εκείνος που ξεπαρθένεψε την Τέτα.
«Πώς τα φέρνει όμως η ζωή» σκέφτηκε. «Αυτός την Τέτα, ο γιος μου την κόρη του. Μόνο που ο βλάκας την παντρεύτηκε. Την πρώτη γυναίκα της ζωής του. Ας είναι όμως. Ας είναι ευτυχισμένος!»
Αυτός λοιπόν του έβαλε την ιδέα και του έμαθε τα κατατόπια. Παλιός πότης. Μερακλής, δήλωνε ο ίδιος. Αλλά τον είχαν βάλει στο μάτι. Δεν θα μπορούσε να ξανακάνει αποστακτήριο. Έτσι έπεισε τον Θέμο να το κάνει. Μαζί αγόρασαν τα μέταλλα, μαζί έκαναν τα καζάνια, μαζί πήραν τις πρώτες ύλες.
Ο Θέμος δεν έπινε, όπως είπαμε, ποτέ του, αλλά αποφάσισε να φτιάξει το δικό του τσίπουρο, για να δίνει σε φίλους και γνωστούς. Ο ίδιος θα κρατούσε τη διαδικασία της παρασκευής του. Τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής μέχρι να ετοιμαστεί το θεϊκό οινόπνευμα.
Πρώτα ετοίμασε τον χώρο στο γκαράζ του σπιτιού του. Έπειτα το καζάνι και τις γυάλινες νταμιζάνες. Και τώρα απέμενε το σημαντικότερο: η αναμονή.
Είχε ορίσει την ημέρα της συνταξιοδότησης ως την αρχή της νέας του ασχολίας, αλλά η πρώτη νταμιτζάνα θα πήγαινε στους παλιούς συναδέλφους του. Πήρε και την ξεθωριασμένη φωτογραφία της Τέτας, αυτή του Χόπερ, και τη στερέωσε πάνω στο καζάνι για να τη βλέπει, όπως στην καμπίνα της Ευγενίας, και κάπως έτσι άρχισε η αναμονή.
Το καζάνι σιγόβραζε και ο Θέμος καθόταν σαν χαμένος απέναντί του, σε μια μικρή καρέκλα, σκεφτόταν και περίμενε. Και όταν ήρθε επιτέλους η ώρα, γέμισε πρώτα
ένα μικρό μπουκάλι των δύο λίτρων και έπειτα μια μεγάλη εικοσάλιτρη νταμιτζάνα την οποία έσυρε όπως όπως στη μέση του γκαράζ. Πήρε το μπουκάλι, μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε περιχαρής. Για πρώτη φορά στη ζωή του είχε καταφέρει κάτι, είχε «γεννήσει» κάτι.
Αυτή την ώρα, η υδροφόρα θα ήταν αραγμένη και θα περίμενε να γεμίσει. Ανέβηκε στη γέφυρα επιδεικνύοντας το μπουκάλι και κανείς από τους παλιούς του συναδέλφους δεν τον είχε ξαναδεί έτσι όλα αυτά τα χρόνια: περιχαρή.
Όταν κατέβηκε, μετά από ώρα, ήταν και πάλι εύθυμος, χαρούμενος, χωρίς το μπουκάλι. Για λίγο είχε ξεχαστεί. Το οινόπνευμα που ήπιε για πρώτη φορά είχε καθαρίσει το μυαλό του και την Τέτα.
Μπήκε στο αυτοκίνητο και σε όλη την διαδρομή τραγουδούσε. Έτσι χαρούμενος έφθασε σπίτι. Άνοιξε την πόρτα του γκαράζ και έκανε όπισθεν για να βάλει το αυτοκίνητο μέσα. Το έκανε με προσοχή, αλλά ένα ξαφνικό «μπαμ» σαν μικρή έκρηξη τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Μόλις είχε διαλύσει τη μεγάλη νταμιζάνα, τη μόνη απόδειξη πλέον ότι είχε φτιάξει το δικό του τσίπουρο.
Βγήκε από το αυτοκίνητο, άνοιξε τα φώτα και κοιτούσε το πολύτιμο υγρό να χύνεται στο πάτωμα, χωρίς οίκτο. Κυλούσε κάτω από τις ρόδες, κάτω από τους πάγκους, κάτω από το καζάνι.
Σε λίγο υπήρχε μόνο μια μικρή λιμνούλα. Αντί να φωνάξει ή να κλάψει άρπαξε τον πίνακα του Χόπερ, την Τέτα, και τον πέταξε μέσα στο οινόπνευμα. Το χαρτί μούλιασε και άρχισε να ξεθωριάζει, να διαλύεται. Ήταν έτοιμος να του βάλει και φωτιά, αλλά φοβήθηκε την έκρηξη.
Η κοπέλα στην εικόνα εξαφανιζόταν σταδιακά από τη ζωή του και τότε εκείνος άρχισε και πάλι να χαμογελάει και έπειτα να γελάει, όλο και πιο δυνατά, μέχρι που
τα γέλια, θα νόμιζε κανείς, ακούστηκαν μέχρι και την υδροφόρα και ίσως και να τα άκουσε ακόμη και η Τέτα. Τα μάγια, επιτέλους, είχαν λυθεί...
πηγή : diastixo.gr