Λογοτεχνικά κείμενα-«Τζόαν – Μια κυρία με γούνα» της Ελένης Χωρεάνθη
...Ήμουνα, λέει, σ’ ένα πάρκο γεμάτο διάσπαρτα παγκάκια με κοιμισμένα πάνω τους χαμίνια του δρόμου, άστεγους, νυχτόβιους θαμώνες του υπαίθριου ξενώνα του ελέους. Περπατούσα αργά διαλογιζόμενος πολλά και διάφορα αντιφατικά όπως έβλεπα την ηρεμία και τη μακαριότητα στα πρόσωπα των ανθρώπων του περιθωρίου, ώσπου έφτασα στην έξοδο του πάρκου και βγήκα αφήνοντας τους κοιμισμένους στον πρόσκαιρο παράδεισό τους.
Συνέχισα να περιφέρομαι σε άγνωστους, βρόμικους δρόμους μιας συνοικίας με στενά πεζοδρόμια και παλιά, ερειπωμένα ως εγκαταλειμμένα σπίτια. Εδώ κι εκεί, σε ετοιμόρροπα μπαλκονάκια, πιασμένα με μανταλάκια σε αιωνόβια, ξεφτισμένα σχοινιά, αέριζαν με προκλητική αφροντισιά την καταρρακωμένη αξιοπρέπειά τους, δίχως καμιά συστολή, έγχρωμα, γυναικεία ως επί το πλείστον, εσώρουχα.
Με συνεπήρε αποκαρδιωτικά το θλιβερό θέαμα κι ένιωθα μέσα μου με προϊούσα βεβαιότητα πως ήμουν ή ότι κόντευα να είμαι μέρος αυτού του εξαθλιωμένου, περιθωριοποιημένου μικρόκοσμου.
Προχωρούσα αργά, σκυθρωπός, σηκώνοντας πάνω μου το βάρος της μισής και παραπάνω εγκαταλειμμένης στη διαφθορά ανθρωπότητας. Βρέθηκα, χωρίς να το αντιληφθώ, στον μυστηριώδη κόσμο της «τρυφηλής αθηναϊκής νύχτας» με τα κίτρινα φώτα να τρεμοσβήνουν σαν φοβισμένα, κρεμασμένα σε απαρχαιωμένους ξύλινους στύλους, τους νυκτόβιους ποντικούς να παρελαύνουν αγέρωχοι διασχίζοντας διαγωνίως τα λερωμένα στενά προσπερνώντας με δίχως ίχνος σεβασμού, ίσαμε που έφτασα στον αρχαιότερο ηλεκτρικό σταθμό του Μοναστηρακίου.
Χωρίς προορισμό κανένα, μπήκα στο σταθμό κι έφτασα στην εξέδρα της δίδυμης σκάλας ανόδου/καθόδου. Στάθηκα παράμερα και χάζευα το κινούμενο βιαστικά μέσα στο απαλό φως προς διαφόρους κατευθύνσεις βουβό ανθρώπινο μελισσολόι που έτρεχαν άλλοι κάτω, άλλοι πάνω στις σκάλες.
Κάποια στιγμή αποφάσισα να κατεβώ, να μπω σ’ ένα βαγόνι και να πάω όπου με βγάλει, εκτός φυσικά από το σπίτι που πλέον δεν είχα, που δεν υπήρχε για μένα, το είχα εντελώς διαγράψει. Κι ενώ βρισκόμουνα στο μέσον της σιδερένιας σκάλας καθόδου που οδηγεί στην αποβάθρα της «σταθερής τροχιάς», βλέπω απέναντι να ανεβαίνει τα σκαλιά της ανόδου ένα αγαπημένο πρόσωπο που ξεπρόβαλε από το πουθενά για να μου κάνει πιο φρικτή την ατέλειωτη ερημιά που κουβαλούσα τόσες ώρες περιπλανώμενος στους λεκιασμένους δρόμους της Αθήνας και να με αποτελειώσει... Στριμωγμένος ανάμεσα στο βιαστικό πολύχρωμο πλήθος, την είδα να μου κουνάει το χέρι χαμογελαστή.
«Η Τζόαν! Τζόαν! Περίμενέ με πάνω!» έσυρα μια φωνάρα. «Περίμενέ με πάνω! Θα γυρίσω αμέσως! Όπως βλέπεις δεν υπάρχει άλλος τρόπος να απεμπλακώ από τούτο το στριμωξίδι!»
Γύρισαν όλοι προς το μέρος μου και με κοίταζαν αγανακτισμένοι. Ένας μάλιστα, κάπως ηλικιωμένος κύριος, μου έδωκε μια εξηγημένη αγκωνιά για να προσπεράσει ενώ η τεράστια κινούμενη ουρά που είχε σχηματιστεί προς τα πάνω και προς τα κάτω βρισκόταν σε εξέλιξη, χωρίς να βιάζεται να τελειώσει τις ατέλειωτες για ώρες διαδρομές της. Λίγο έλειψε, λέει, να μου σπάσει τα πλευρά ο βιαστικός κύριος και να με ρίξει κάτω, πού κάτω; Πάνω στους μπροστινούς μου. Ευτυχώς πρόλαβα και κρατήθηκα όρθιος.
Η χειρονομία της Τζόαν, ωστόσο, αν και δημιούργησε πρόσκαιρο επικοινωνιακό χάος και εκνευρισμό, ίσως και πανικό προς στιγμήν στο περιβάλλον, έμεινε μετέωρη να πλανάται στο κενό. Ώσπου να μεταβώ στην άλλη αποβάθρα για τη γραμμή του μετρό και να ανεβώ ασθμαίνοντας την κυλιόμενη δίδυμη κλίμακα, προς μεγάλη μου λύπη και απογοήτευση, είδα να με περιμένει, ή έτσι νόμισα, μια μαραγκιασμένη γριά, σφηνωμένη σε μια κολόνα, να κουνάει χαιρέκακα το δάχτυλο με ένα τεράστιο κατακόκκινο νύχι και να μου βγάζει περιφρονητικά την άθλια γλώσσα της. Ένιωσα απαίσια, σαν να ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του πλανήτη.
Έκλεισα τα μάτια μερικά δευτερόλεπτα για να απαλλαγώ από την παρουσία της. Κι όταν τα άνοιξα, δεν υπήρχε ούτε Τζόαν ούτε μαραγκιασμένη γριά μήτε άλλος κανείς. Ψυχή. Ο σταθμός ήταν εφιαλτικά άδειος κι έρημος, παντέρημος. Περιέργως, αν και ήμουν ολομόναχος στο περιπλανώμενο, έτσι νόμιζα, μελιχρό, αδύναμο φως που αντιμάχονταν ένα αραιό σκοτάδι, δεν φοβήθηκα.
«Καλύτερα έτσι» ψέλλισα και χτύπησα με το πόδι μου την επίπεδη επιφάνεια του δαπέδου μπροστά στην αποβάθρα για να βεβαιωθώ πως είναι στέρεο.
Κοίταξα γύρω μου. Εκεί ερημιά. Ένας αδύναμος φωτεινός δίσκος που κρεμόταν από την οροφή του σταθμού και κουνιόταν σαν το εκκρεμές του Γαλιλαίου έκανε πιο εφιαλτικό το τοπίο. Κι άξαφνα ακούστηκαν τα γουργουρίσματα του συρμού που εκτελούσε το τελευταίο νυχτερινό δρομολόγιο.
Σε λίγο φάνηκαν τα δυο τσιμπλιάρικα φώτα της μούρης του και ξεφυσώντας κουρασμένα μπήκαν όλα τα βαγόνια στο σταθμό, σταμάτησε το τρένο, άνοιξαν αυτομάτως όλες μαζί οι πόρτες, αλλά επιβάτης δεν κατέβηκε μήτε επιβιβάστηκε, απλούστατα γιατί δεν υπήρχε ψυχή, εκτός από τη δική μου ψυχή που περιφερόταν έντρομη στον έρημο χώρο, κι από μένα που την εκλιπαρούσα αγχωτικά να ηρεμήσει.
Στάθηκα αναποφάσιστος μπροστά στη θύρα που περίμενε εμένα, τον μοναδικό επιβάτη, να αποφασίσω να επιβιβαστώ και, με το πρώτο σφύριγμα, μόλις πρόφτασα κι ανέβηκα σχεδόν πηδώντας πριν κλείσουν οι πόρτες. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να ακολουθήσω τη ροή των πραγμάτων. Το βαγόνι που με φιλοξενούσε ήταν άδειο. Δυο τρία λαμπάκια από τον «ουρανό» του φώτιζαν αμυδρά τα έρημα καθίσματα.
Κάθισα σ’ ένα από αυτά προσπερνώντας μερικές σειρές άλλα. Όλος ο χώρος δικός μου ήταν, ακούμπησα τη ράχη μου στην πλάτη του καθίσματος κι έκλεισα τα μάτια να μη βλέπω το κινούμενο κενό που με ακολουθούσε θέλοντας και μη. Και τότε ήρθε η Τζόαν, τρυφερή, μικροκαμωμένη, τυλιγμένη στην απαλή μαύρη γούνα της και κάθισε πλάι μου, η Τζόαν, η Αγγλίδα πιστή κι αφοσιωμένη φίλη που είχα αφήσει ολομόναχη, μπορεί έγκυο, στο πολυάνθρωπο Λονδίνο. Αδυνατισμένη, πιο όμορφη από πριν. Η χαρμολύπη που τρεμόπαιζε στα γαλάζια μάτια της έδινε τρυφερή λάμψη στα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου της.
Ντράπηκα. Ένιωσα κάτι να σπάει μέσα μου, να σώνεται η ψυχή μου, η καρδιά μου να λιώνει, το μυαλό μου να το τριβελίζει το χρέος απέναντί της, η νοσταλγία για ό,τι είχα παρατήσει πίσω μου για χάρη της καριέρας, εκείνο το χαριτωμένο κορίτσι που ήταν ό,τι καλύτερο μου έλαχε να συναντήσω στην κρύα πόλη του βορρά.
«Η Τζόαν! Αχ, Τζόαν, τι μου κάνεις τώρα! Πόσο ευτυχή με κάνεις» ξεφώνισα. «Πού ήσουνα; Πώς βρέθηκες εδώ, γατούλα;» τη ρώτησα χαμηλώνοντας τη φωνή μου, όπως την αποκαλούσα όταν ερχόταν χαμογελαστή, όλη μια τρυφερή αγκαλιά. Δεν έμοιαζε καθόλου με Αγγλίδα.
Αλλά του κάκου. Η Τζόαν δεν μου απάντησε. Με κοιτούσε μόνο μ’ ένα βλέμμα θλιμμένο, περίλυπο, γεμάτο γλυκό πόνο. Άπλωσα να της χαϊδέψω το χέρι που ακουμπούσε στο γόνατό μου. Και τότε μόνο αντέδρασε με μια παράξενη φωνή που δεν ήταν η δική της.
«Νιάαρρρρρ...» τραύλισε μια ακαθόριστη φωνή σιμά στο αυτί μου.
Άπλωσα με τρόπο λοξά κι ακούμπησα διακριτικά το χέρι μου στη γούνα που κάλυπτε το σώμα της για να νιώσω τη ζεστασιά της, να βεβαιωθώ πως ήταν η Τζόαν, η δική μου Τζόαν. Ένιωσα στην αφή μου ένα απαλό, τριχωτό χεράκι να με πασπατεύει και κάτι σαν γλώσσα υγρό να γλείφει τα δάχτυλά μου. Ανατρίχιασα ολόκληρος, έντρομος άνοιξα τα μάτια μου. Η Τζόαν δεν υπήρχε πουθενά. Δίπλα μου, ακουμπισμένη σχεδόν στα πλευρά μου ήταν ένα συμπαθητικό τετράποδο πλάσμα που είχε κολλήσει πάνω μου. Και φορούσε γούνα.
«Αυτό το ζωντανό είναι η... Τζόαν;» ψέλλισα και τίναξα το χέρι να το απαλλάξω από αυτό που έγλειφε τα δάχτυλά μου.
Και φραπ, όλο εκείνο το μαλλιαρό πράγμα που ακουμπούσε στο ταλαιπωρημένο κορμί μου έφυγε από πάνω μου με την ίδια ευκολία που είχε έρθει αφήνοντας να σέρνεται ένα παρατεταμένο κλάμα αλλιώτικο, παραπονεμένο σαν διαμαρτυρία.
Πετάχτηκα έντρομος από το παγκάκι και στάθηκα όρθιος. Τινάχτηκα πατόκορφα κι ένιωσα απαλλαγμένος από το μαλλιαρό ζωντανό. Η κυρία με τη γούνα ήταν μια τεράστια μαύρη, κατάμαυρη γάτα που μόλις είχε ξεκολλήσει από πάνω μου και στεκόταν απέναντί μου σε στάση αναμονής. Με κοίταζε προσπαθώντας να διακρίνει τις προθέσεις μου, έτοιμη να το βάλει στα πόδια.
«Εσύ, κυρία μου, με συντρόφευες στη δυστυχία μου;» γέλασα και της έγνεψα να έρθει κοντά.
Η μαύρη γάτα, συνηθισμένη σε παρόμοιες φιλοφρονήσεις, όχι μόνο με πλησίασε αλλά ήρθε και τριβόταν στα πόδια μου λες και ένιωθε τη μοναξιά που κουβαλούσα και προσπαθούσε να με εμψυχώσει. Την άφησα να γυροφέρνει στα πόδια μου ώσπου ξεθάρρεψε και μ’ ένα χαριτωμένο πήδο ανέβηκε πάλι στο παγκάκι κι άρχισε να τρίβεται πάνω μου γουργουρίζοντας σαν να ζητούσε προστασία από εμένα, τον περιστασιακά άστεγο.
«Βρήκες κι εσύ, δύστυχη, το κατάλληλο στήριγμα την κατάλληλη στιγμή» μουρμούρισα. «Φουκαριάρα, είσαι κι εσύ το νόθο κάποιου μάγκα γάτου περαστικού από τη ζωή της μάνας σου» γέλασα.
Κοίταξα το ρολόι μου. Είχαν περάσει μόνο πέντε λεπτά από την ώρα που είχα κλείσει τα μάτια μου και σκεφτόμουν τα περασμένα. Είχα ζήσει τόση αγωνία στη μοναξιά και είχα γυρίσει τόσον όμορφο, παρωχημένο κόσμο. Μέσα σε ένα όνειρο, όνειρο ήταν! Που κράτησε οκτώ, το πολύ, δευτερόλεπτα. Όσο με πήρε ο ύπνος όταν έκλεισα τα μάτια μου για να μην βλέπω τον κόσμο που νόμιζα πως γελάει σε βάρος μου και διασκεδάζει με τα χάλια μου.
Όσο περιεργαζόμουν το περιπλανώμενο ζωντανό, σκεφτόμουν, πρώτη φορά στην εύκολη ζωή μου, τη δυστυχία των αδέσποτων και των άστεγων κι ένιωθα οίκτο κι απέραντη συμπόνια για όλο τον κόσμο του περιθωρίου που για διάφορους λόγους βρέθηκαν από ανάγκη στην παρασιτική πραγματικότητα της δυστυχίας για να προκαλούν τον οίκτο της ευνομούμενης κοινωνίας μας.
«Μπορεί να είναι και επιλογή τους αυτός ο τρόπος ζωής. Έχουν την ευχέρεια να ζουν ελεύθερα και να διαχειρίζονται όπως θέλουν τον εαυτό τους» σκέφτηκα.
Η γάτα, ωστόσο, ιδέα δεν είχε για όσα συνέβαιναν σ’ εμένα. Είχε κολλήσει πάνω στα μπατζάκια μου και τριβόταν τρισευτυχισμένη. Η συμπεριφορά της μου θύμιζε την Τζόαν, την όμορφη Εγγλέζα συμφοιτήτριά μου, τον πρώτο ζεστό και καλοσυνάτο άνθρωπο που γνώρισα στην ευρωπαϊκή μεγαλούπολη και με βοήθησε να εγκλιματιστώ στον καινούριο τρόπο ζωής.
Από την πρώτη μέρα γίναμε φίλοι, «κολλητοί». Διαβάζαμε μαζί, βγαίναμε, τον περισσότερο καιρό μέναμε μαζί στο διαμέρισμά μου. Ήταν πολύτιμη, γέμιζε τη μοναξιά μου, μου πρόσφερε τα πάντα. Διαπίστωσα όμως με τον καιρό πως δεν ένιωθα τίποτα περισσότερο, δεν με συγκινούσε, ως «σκεύος ανάγκης» υπήρξε στη ζωή μου, δεν αισθανόμουν κάτι να με δένει μαζί της. Η Τζόαν όμως νόμιζε πως ήμουν ερωτευμένος μαζί της, μου είχε δοθεί απόλυτα κι έκανε όνειρα για το κοινό μας μέλλον.
Μας είχε φθείρει η πολλή συνάφεια, η καθημερινότητα. Επιπλέον, βιαζόμουν να τελειώνω με τις σπουδές και να γυρίσω στην Ελλάδα. Με περίμεναν πώς και πώς να συνεχίσω μια λαμπρή καριέρα όπου είχαν διαπρέψει έγκριτοι πρόγονοί μου, διάσημοι νομικοί και εξέχοντες πολιτικοί άνδρες.
«Η Τζόαν... Η Τζόαν με μαύρη γούνα! Θα σε βαφτίσω Τζόαν!» ψέλλισα.
Ενώ συνερχόμουνα από τον λήθαργο που είχα βουλιάξει και συνειδητοποιούσα πού και γιατί βρισκόμουν σ’ εκείνη τη θέση, πόσο είχα μεταλλαχτεί ψυχολογικά από τη μια στιγμή στην άλλη, ξαναπήρα τα πράγματα από την αρχή. Ήθελα να καταλάβω γιατί, όταν ανακάλυψα το ημερολόγιο της μάνας μου, το διασκέδασα τόσο πολύ και χαιρόμουν να είμαι το εξώγαμό της που θα έκανε τη διαφορά, όπως σκεφτόμουν τότε. Και γιατί τώρα, όταν υποτίθεται πως είδα μυθιστόρημα τη ζωή μου απλωμένη στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, με πείραξε τόσο πολύ και μου έφερε τα πάνω κάτω. Διαισθανόμουνα πως θα άλλαζε άρδην η συμπεριφορά μου και η ζωή μου και ότι έπρεπε να πάρω μια απόφαση.
Βρέθηκα μπροστά στο δίλημμα: Να τα τινάξω όλα στον αέρα, οικογένεια, γονείς, σπουδές, καριέρα και να σηκωθώ να φύγω κι όπου με βγάλει, σπέρνοντας πίσω μου την καταστροφή και πόνο, μόνο και μόνο για να εκδικηθώ με τον πιο απάνθρωπο και σκληρό τρόπο δυο ανθρώπους που ορκίζονταν στο όνομά μου, έτοιμοι να θυσιαστούν για μένα; Ή να αφήσω τα πράγματα όπως έχουν δημιουργηθεί και παγιωθεί και να αποδεχτώ μια κατάσταση που βολεύει όλους; Να προσποιηθώ και να πιστέψω πως δεν τρέχει τίποτα, να αναλάβω το γραφείο που με περιμένει και να συνεχίσω να ζω συμβατικά, όπως όλος ο κόσμος;
Σηκώθηκα, τίναξα το κεφάλι μου, έπαιξα λίγο με τα δάχτυλα και πήρα πάλι τους δρόμους. Περπατούσα χαζεύοντας τις κούκλες στις βιτρίνες των καταστημάτων, με την Τζόαν να με ακολουθεί χωρίς να δυσανασχετώ. Σ’ ένα σουβλατζίδικο, αγόρασα τρία σουβλάκια, ένα για τη γάτα και δύο για μένα, με είχε κόψει η λόρδα, και μια μεγάλη φιάλη εμφιαλωμένο νερό. Καθίσαμε πάλι σ’ ένα παγκάκι τα δυο «εξώγαμα» και φάγαμε τα σουβλάκια μας σαν καλά παιδιά. Ύστερα συνεχίσαμε περπατώντας ως τη γωνία του δρόμου που έβγαζε στο αναπαλαιωμένο αρχοντικό.
«Τα ένοχα μυστικά της κυρίας Λου» ψέλλισα. Κι αμέσως ήρθε στη σκέψη μου η Εγγλέζα με τα γαλανά μάτια. «Η Τζόαν!», έκανα απελπισμένα. «Αν την άφησα έγκυο; Αν από υπέρμετρη αγάπη δεν ήθελε να μπει εμπόδιο ανάμεσα σε μένα και στην οικογένειά μου, στη μεγάλη καριέρα που με περίμενε εδώ; Εκείνη, όταν την αποχαιρετούσα, έκλαιγε βουβά, χωρίς δάκρυα, δεν ήθελε να με κρατήσει με το ζόρι. Είχαμε περάσει υπέροχες μέρες και νύχτες μαζί. Στην πραγματικότητα, ζευγάρι ήμασταν. Οι γονείς της ή είχαν υπερεκτιμήσει την εντιμότητά μου ή έβλεπαν με καλό μάτι τη σχέση μας και δεν είχαν, φανερά τουλάχιστον, προβάλει εμπόδια και αντιρρήσεις στη σχέση μας. Όπως κι αν ερμηνευτεί αυτό, κατά κάποιον τρόπο, είχε και η Τζόαν ένοχα μυστικά, μυστική ζωή...» είπα τέλος.
Ανάσανα. Και προς στιγμήν, ησύχασα τη συνείδησή μου. Στη σκέψη όμως που ακολούθησε τρόμαξα. Μου λύθηκαν κυριολεκτικά τα γόνατα όταν αναλογίστηκα πως μπορεί να είχε συμβεί και στη Τζόαν κάτι ανάλογο. Να φέρει στον κόσμο ένα νόθο, το δικό μου παιδί, να γίνει μια ανύπανδρη μητέρα που την εγκατέλειψα να μεγαλώνει μόνη της ένα παιδί, το δικό μου παιδί. Ή να το μεγαλώσει κάποιος άλλος, καλός άνθρωπος που θα την ερωτευτεί και θα την παντρευτεί, ως δικό του.
«Μπορεί και το δικό μου παιδί να είναι σαν κι εμένα. Γιατί να είναι κατάπτυστο; Επειδή είναι δικό μου, πρέπει να εξαιρεθεί; Στον αιώνα που ζούμε ο κόσμος έχει προχωρήσει. Κανένας δεν είναι κτήμα του άλλου. Κι όμως, ερμηνεύουμε τα πράγματα όπως μας συμφέρει» απάντησα στον εαυτό μου και κάπως παρηγορήθηκα.
Εκεί, σ’ εκείνη την ιστορική γωνία, μόλις αντίκρισα το αναπαλαιωμένο αρχοντικό, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ωρίμασα πραγματικά, έγινα αυτός που ήμουνα πριν αποκτήσω μάστερ και ντοκτορά, έγινα ο «Αντρέ» της μάνας μου και το «αγόρι μου!» του πατέρα μου. Πήρα γενναίες αποφάσεις. Όρθωσα το ανάστημά μου, ίσιωσα τα μαλλιά και το σακάκι μου για να διώξω την πλήξη και την αμηχανία, τους δισταγμούς και την αβελτηρία από πάνω μου και προχώρησα με βήμα σταθερό, αποφασισμένος να μείνω όχι από υποχρέωση, συμβατικά, αλλά με το σώμα και με την ψυχή μου, γιατί το θέλω.
Έσκυψα, χάιδεψα την Τζόαν σαν να ήταν η Εγγλέζα που παράτησα στην καρδιά του Λονδίνου, είδα το αρχοντικό μ’ ένα πλατύ χαμόγελο ευγνωμοσύνης κι ένιωσα να με καλεί κοντά του ήρεμο και αγαπημένο. Με τα δυο μου τα χέρια που μόλις είχαν χαϊδέψει τρυφερά την κατάμαυρη γούνα της Τζόαν του δρόμου, χούφτωσα το πρόσωπό μου με δυο εξηγημένα φάσκελα, χωρίς να λογαριάσω πως ήταν λερωμένα από τη γούνα της. Έκανα στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και γύρισα πίσω. Έστρεψα τα βήματά μου και με την Τζόαν να προηγείται σαν προπομπός της μεγάλης απόφασης και της μεταστροφής μου, πήραμε τη συντομότερη οδό που έβγαζε στο μεγάλο βιβλιοπωλείο. Στήθηκα μπροστά στη μεγάλη βιτρίνα με τη γάτα να γυροφέρνει στα πόδια μου και κοίταζα αφηρημένα τα αραδιασμένα βιβλία, τυλιγμένα με τη διαφημιστική κόκκινη ταινία «ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΦΟΡΗΣΕ» που έμοιαζαν με φασκιωμένα κλωνοποιημένα μωρά, περιμένοντας να κάνει την εμφάνισή της η όμορφη πωλήτρια. Αλλά, ματαίως.
Περίμενα ακόμα μερικά λεπτά, τα λεπτά έγιναν τέταρτο, άρχισα να χάνω την υπομονή μου, αλλά έμενα καθηλωμένος εκεί, χωρίς να ξέρω γιατί, ποια εσωτερική παρόρμηση ή ανάγκη με κρατούσε δέσμιο στην αναμονή εμφάνισης μιας κυρίας που δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια συνηθισμένη πωλήτρια βιβλιοπωλείου.
Έχασα την υπομονή μου, κλότσησα ελαφρά τη γάτα με τη μύτη του παπουτσιού μου να μην με ακολουθήσει, ανέβηκα τα δυο σκαλοπάτια, έσπρωξα την πόρτα και μπήκα στο κατάστημα αποφασισμένος να αγοράσω το καινούριο βιβλίο μπας και μάθω την κρυφή ζωή της μάνας μου. Από περιέργεια περισσότερο. Ήμουνα παραπάνω κι από βέβαιος ότι τα ξέρω όλα.
«Θα γελάσουμε πολύ» μουρμούρισα βγαίνοντας με το πολύτιμο αποδεικτικό της γνησιότητάς μου αγκαλιά.
Ήταν τόση η νικηφόρα χαρά μου για τον θρίαμβο που θα δημιουργούσαν οι αποκαλύψεις που λησμόνησα και το λόγο που με καθυστερούσε περιμένοντας μπροστά στη βιτρίνα, την όμορφη πωλήτρια, και βιαζόμουν να φτάσω στο σπίτι με το λάφυρο «ανά χείρας», σχεδόν έτρεχα. Σε πολλά σημεία, μάλιστα, του δρόμου, όπου υπήρχε καθρέφτης, καμάρωνα τον εαυτό μου τροπαιοφόρο και, στη συνέχεια, ετοίμαζα το λογύδριο που θα εκφωνούσα όταν θα τους παρέδιδα το «δώρο γενεθλίων». Είχα τόσο πολύ αφαιρεθεί που δεν αντιλήφθηκα ότι γύριζα χωρίς την πολύτιμη ακόλουθό μου, την κυρία με τη μαύρη γούνα, την Τζόαν, ίσαμε που έφτασα «στον πύργο των οργίων». Υπήρχε κι αυτό το σενάριο καταχωνιασμένο στις αποσκευές μου.
Η αλήθεια είναι πως είχα κάπως δεθεί μαζί της. Προς στιγμήν, σκέφτηκα να γυρίσω πίσω να την αναζητήσω. Έμεινα λίγο αναποφάσιστος, κοίταξα το ρολόι μου, ήταν αργά. Και πού να την έψαχνα.
«Θα πήγε στον υπαίθριο χώρο φιλοξενίας των αδέσποτων ν’ ανταμώσει τους φίλους της. Αντίο, καλή τύχη, Τζόαν» είπα κι έβαλα το κλειδί στην κλειδαρότρυπα.
(Απόσπασμα, ανέκδοτο)
πηγή : diastixo.gr