Λογοτεχνικά κείμενα- Τρία μικρά πεζά της Μαρίας Στασινοπούλου

2016-03-10 18:45
Τρία μικρά πεζά της Μαρίας Στασινοπούλου


Στα λαγούμια της καρδιάς

Τον συνάντησα σ’ ένα από τα δεκάδες πολυτελή ξενοδοχεία της Λεμεσού, τα παραλιακά, τα πεντάστερα, με τις ρώσικες επιγραφές και τις αμερικάνικου τύπου εξυπηρετήσεις. Βρισκόμουν για ένα φιλολογικό συνέδριο εκεί. Με είδε από μακριά, σηκώθηκε από το μπαρ όπου καθόταν και μ’ ένα μπουκάλι μπύρας στο χέρι ήρθε κοντά μου∙ με κοίταξε επίμονα στα μάτια, για να μου δώσει χρόνο να τον θυμηθώ, και, μόλις με είδε να χαμογελώ, μ’ αγκάλιασε με τη λαχτάρα που σφίγγει κανείς πρόσωπα κρυμμένα αεροστεγώς στα πιο βαθιά λαγούμια της καρδιάς του.

Ήξερα ότι είχε ασχοληθεί με πράγματα καλλιτεχνικά, λίγο θέατρο –κάποια στιγμή φάνηκε ότι θα ήταν ένας από τους σημαντικότερους κωμικούς της γενιάς του–, αρκετό ραδιόφωνο και τελευταία καλλιτεχνικό μάνατζμεντ. Την εποχή αυτή, τα επαγγελματικά και τα οικονομικά του βρίσκονταν σε πολύ καλή κατάσταση, όπως μου είπε. «Παρ’ όλα αυτά νιώθω ένα απέραντο κενό∙ δεν εξελίχθηκα καθόλου ως άνθρωπος», συμπλήρωσε. «Και δεν μετράω το πώς νιώθω εγώ∙ αυτό που με καίει είναι το ότι απογοήτευσα τους ανθρώπους που αγάπησα και με πίστεψαν. Και όχι μόνο μία φορά».

Καθώς τον άκουγα να μιλάει και να μου κρατά τρυφερά το χέρι, πρόβαλε μπροστά στα μάτια μου το εικοσάχρονο αγόρι με την αρρενωπή φωνή και την κοριτσίστικη ομορφιά που ήταν κάποτε, και που, ένα απόγευμα, χτύπησε δειλά το κουδούνι του σπιτιού μου∙ ήρθε να κλάψει, γιατί τον είχε εγκαταλείψει ο πρώτος του εραστής∙ κυρίως όμως γιατί είχε αποφασίσει να μου πει ότι «δεν είναι σαν τους άλλους», λες και τώρα μόλις το μάθαινα. Τον άφησα να μιλήσει όσο ήθελε και όσο άντεχε, ανάμεσα σε σωτήριες σιωπές και κόμπους στον λαιμό να ανεβοκατεβαίνουν και φυσικά απέφυγα να του πω πως είχα μοιραστεί τις αγωνίες και τους φόβους της μάνας του όταν τον έτρεχε στους γιατρούς και του έκανε ορμόνες μήπως και τον γλυτώσει∙ ούτε ακόμη ότι ήξερα πως πήγε στρατιώτης, μόνο και μόνο για να της δώσει τη χαρά ότι τον γλύτωσε.

 

Ήταν καλή γυναίκα και μ’ αγαπούσε

Όταν φυγαδεύσανε, νύχτα, τη μάνα μου από το χωριό και τη στείλανε οι δικοί της στην Αυστραλία, γιατί είχε κάνει άνω κάτω δυο χωριά και τέσσερις οικογένειες με τα καμώματά της, με άφησε μωρό στην κούνια. Τότε δεν καταλάβαινα. Μετά όμως μου άρεσε, γιατί με φρόντιζε όλο το χωριό∙ κάθε βράδυ κοιμόμουνα και σε άλλο σπίτι. Ίσως γι’ αυτό, όταν μεγάλωσα έκανα εύκολα παρέες και προσαρμοζόμουν άνετα σε οποιοδήποτε περιβάλλον. Είχε συντελέσει άθελά της η μάνα μου, μέσα από την απουσία της, στην κοινωνικοποίησή μου.

Τη συνάντησα μετά από πενήντα χρόνια, μόλις πέθανε ο πατέρας μου. Δεν ένιωσα τίποτα γι’ αυτήν, εξάλλου άλλη με μεγάλωσε τελικά και άλλην είχα μάθει να λέω μάνα. Ποια ήταν αυτή η ξένη που ήρθε ξαφνικά από το πουθενά; Η μόνη παιδική ανάμνηση που έχω και, ίσως, να συνδέεται μαζί της, είναι ένα καλοκαίρι στο χωριό∙ θα ‘μουν τεσσάρων, πέντε χρονών, δίπλα σε μια βρύση, και κάποιον από το σόι του πατέρα μου να λέει: «Ήρθαν να πάρουν το παιδί!». Δεν με πήραν.

Στα εφτά μ’ έφερε ο πατέρας μου από το νησί στην Αθήνα. Πήγαμε σ’ ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι, όπου μας περίμενε μια γυναίκα. «Αυτήν, από δω και πέρα, θα τη λες μάνα», μου είπε∙ και την έλεγα.
- Δεν αναρωτήθηκες ποτέ; Απορούσαμε.
- Όχι, γιατί ν’ αναρωτηθώ, ήταν καλή γυναίκα και μ’ αγαπούσε.
- Δεν ρώτησες ποτέ τον πατέρα σου; Επιμέναμε.
- Προσπάθησα δύο φορές, μία στα δεκαοχτώ και μία όταν έφευγα στο εξωτερικό για μετεκπαίδευση. Ήταν και οι μοναδικές στιγμές στη ζωή μου που είδα τον πατέρα μου να κλαίει. Αποφάσισα να μην του ξαναδώσω αφορμή. Δεν ήθελα να πονά εξαιτίας μου.

Όλα τα ερωτήματα τα κράτησε για την επιστήμη του. Όλες τις απαντήσεις, στη φορμόλη. Έγινε διεθνούς κύρους νευροχειρουργός. Έκοβε κι έραβε.

 

Οι νόμοι του Μέντελ

Σαν να τα βλέπω μπροστά μου, στη δεξιά σελίδα του σχολικού βιβλίου της βιολογίας, τρία μικρά γαρίφαλα, ένα άσπρο, ένα κόκκινο και ένα ακόμη άσπρο με κόκκινες πιτσίλες. Επικεφαλίδα: Οι νόμοι του Μέντελ. Παρακάτω η απαρίθμηση: 1ος νόμος η αρχή διαχωρισμού των αλληλόμορφων γονιδίων. 2ος νόμος η αρχή της ανεξάρτητης κατανομής. Θυμάμαι την ορολογία, αλλά για το περιεχόμενο αβέβαιες γενικότητες. Μιλάνε για τη μεταβίβαση των γενετικών χαρακτηριστικών από τους γονείς στα παιδιά και μετά στα εγγόνια και πάει λέγοντας. Ντι εν έι και γονίδια, μάθαμε να τα λέμε τώρα. Γαρίφαλα θυμάμαι με σιγουριά ότι υπήρχαν στο σχολικό εγχειρίδιο. Τυχαία όμως μία μέρα διάβασα ότι ο Μέντελ έκαμε τα πειράματά του με μοσχομπίζελα. Ας είναι. Πολλές εσφαλμένες βεβαιότητες διαπιστώνω όλο και περισσότερο, καθώς περνούν τα χρόνια. 

Συναντηθήκαμε τις προάλλες με την Άννα, την κολλητή μου στο Γυμνάσιο∙ είχαμε χρόνια να βρεθούμε. Ένα πρωινό ολόκληρο, και κάτι παραπάνω, από τις εννιά ως τις τέσσερις το απόγευμα, περπατώντας, ψωνίζοντας, πίνοντας καφέδες και τσίπουρα, όταν ήρθε η ώρα του φαγητού, και συζητώντας, συζητώντας ασταμάτητα, να προλάβουμε να τα πούμε όλα, με κείνη την αγαπησιάρικη φλυαρία που μόνον οι γυναίκες ξέρουν να απολαμβάνουν.

Η Άννα έχασε τον πατέρα της πρόσφατα. Του είχε μεγάλη αδυναμία όπως και κείνος άλλωστε, αφού ήταν το μόνο από το τέσσερα παιδιά του που του ’κανε το χατίρι και σπούδασε. «Η Άννα μου είναι καθηγήτρια», έλεγε με καμάρι σε όποιον βρισκόταν στο δρόμο του. Στις οικογενειακές συγκεντρώσεις, πάλι, δεν έχανε ευκαιρία να εκνευρίζει τις νύφες, επαναλαμβάνοντας κάθε τρις και λίγο: «περιμένουμε και την καθηγήτρια», λες και επρόκειτο για το μόνο σπουδαίο πρόσωπο της οικογένειας.

Η φίλη μου, εκτός των άλλων επιβαρύνσεων της ηλικίας, – «διάλεξε άλλη γριά», λέει κάθε φορά στον άνδρα της γελώντας–  υποφέρει από χρόνιο βρογχικό άσθμα, πατρικό γονίδιο.

 «“ Όλοι κληρονομούν ακίνητα και λεφτά από τον πατέρα τους και μένα μου άφησες παρακαταθήκη το άσθμα”, του είπα, μια μέρα, μισοαστεία, μισοσοβαρά», εξομολογείται η Άννα. « Έχουν περάσει τόσα χρόνια, βρε Αλίκη», συνέχισε, «και δεν μπορώ να ξεχάσω το βλέμμα του. Με κοίταξε με τόση απορία, με τέτοιο παράπονο, με ένα βλέμμα που μαρμάρωσε ξαφνικά μόλις άρχισε να φορτώνει ενοχές, τόσο πίκρα γεμάτο, που πάγωσα. Δεν το είχε σκεφθεί ποτέ, ο καημένος, δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του αυτή η εκδοχή, όταν καμάρωνε μπροστά σε όλους, γιατί ήμουν το μόνο από τα τέσσερα παιδιά του που του έμοιαζα». 

 

Η Μαρία Στασινοπούλου (Καλαμάτα 1945) σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και συνεργάστηκε με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και το Ίδρυμα Μελετών Λαμπράκη στην παραγωγή και εφαρμογή ηλεκτρονικών μέσων διδασκαλίας. Ασχολείται με τη μελέτη και την κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Βιβλία της:  Χρονολόγιο-Εργοβιογραφία Γιώργου Σεφέρη (Μεταίχμιο 2000), Πίσω από τις γραμμές: Σελίδες κριτικής (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2005), Κυρία, με θυμάστε; Αφηγήματα (Εκδόσεις Κίχλη 2010) και, σε συνεργασία με τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, Ο βίος και το έργο του Κ.Π. Καβάφη (Μεταίχμιο 2002, και νέα συμπληρωμένη έκδοση 2013) και Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα: Επιλογή (Μεταίχμιο 2003). Έχει επιμεληθεί την έκδοση του τρίτομου Κοινού Λόγου της Έλλης Παπαδημητρίου (Ερμής 2003) και του δεύτερου τόμου της Αλληλογραφίας Μαρώς-Σεφέρη (Ίκαρος 2005). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και γράφει κριτική βιβλίου στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Εντευκτήριο και στην αθηναϊκή Εφημερίδα των Συντακτών.

Πηγή : diastixo.gr