Λογοτεχνικά κείμενα-«Στο θόλο» της Μάγδας Δ.Τσιρογιάννη
Ο Γιώργος διάβαζε και την περίμενε∙ όταν χτύπησε το κουδούνι λύθηκαν τα γόνατά του. Ήταν ένα πρωινό στο τέλος του Απρίλη και ο ουρανός ήταν σκεπασμένος με απαλή συννεφιά. Την είδε που ανέβαινε τη σκάλα κρατώντας ένα μπουκέτο ανεμώνες, και βγήκε στο κατώφλι να την προϋπαντήσει σαν άρχοντας. Είχαν να ιδωθούν πολλά χρόνια, από τότε που γνωρίστηκαν έναν Δεκαπενταύγουστο στο ψηλό χωριό της. Ήταν καθισμένοι στην πλατεία με μια μεγάλη παρέα, η ορχήστρα έπαιζε ένα αδρό ρεμπέτικο κι εκείνη κρατούσε με τις παλάμες το ρυθμό. «Θέλεις να χορέψεις;» τη ρώτησε και την κάρφωσε η ματιά του. Είχαν περπατήσει και είχαν μιλήσει πολύ εκείνες τις μέρες, η Σοφία είχε ξεχάσει τα περισσότερα, αλλά θυμόταν πάντα εκείνο το βλέμμα.
Τρεις ώρες πέρασαν πάνω στα φυτολόγια και τα λεξικά για να καταλήξουν σε μια μόνο φράση: «Οι πικραλήθρες φυτρώνουν στα πλακαρά». Ο Γιώργος ήταν γεωπόνος σπουδασμένος στην Ιταλία και ήθελε να τον βοηθήσει η Σοφία να γράψει το σενάριο για μια ταινία μικρού μήκους με θέμα τα βρώσιμα χόρτα της Θεσσαλίας. Ο Γιώργος ήταν ειδικευμένος στα λαχανευόμενα χόρτα των γκρεμών, αλλά οι γνώσεις του ήταν εξίσου πολλές και για όλα τα άλλα. Από μικρός ακολουθούσε τη γιαγιά του στα οργωμένα χωράφια όταν μάζευε λάχανα. Πικραλήθρες, ραδικοστοιβάδα, ραδικοβλάσταρα, σέρις ή πικρίς η αγρία, λαγουδοφάγια, του κουνελιού το παξιμάδι, γαλατάκια, βρούβες, λαψάνες, αρκοσπάνακα, λουβουδιά η δυσόνειρος, τσουκνίδες, παπαρούνες, μάραθος, κουκάκια, πρασουλήθρες, καυκαλήθρες, μυρώνια με το αρχαίο όνομα, κτείς, η χτένα της Αφροδίτης, κρόμμυον το υπόδασυ, ξυνολάπατα, σιδερολάπαθα, αλαπαθιές. Άλλα σγουρά και σαρκώδη, άλλα χνοώδη και αρωματικά, ούλα και λεία, φαρμακευτικά και ευστόμαχα, ένας εύοσμος χορός στο μυαλό του που ανέβαινε τώρα στα ύψη καθώς τα ονόμαζε ένα-ένα, με την προσδοκία να τα δουν και να τα μυρίσουν μαζί.
– Όταν ήμουν μικρός, ανέβηκα μια φορά στα Κοτρώνια, ένα απόκρημνο μέρος κοντά στο χωριό της μητέρας μου, να βρω κάτι χόρτα που έλεγε η γιαγιά μου, αλλά δεν μπορούσα να τα φτάσω επειδή ήταν το μέρος απότομο. Έτσι σκέφτηκα να τα ρίχνω με τη σφεντόνα. Έκανα κάτι κοφτερά σιδεράκια που τα προσάρμοζα στις βολίδες, σημάδευα από μακριά και τα φυτά κατρακυλούσαν στις σάρες. Το ίδιο έκανα και για τους σπόρους, αλλά γι’ αυτό είχα επινοήσει μια ελαφρότερη κατασκευή, είπε ο Γιώργος που λάτρευε τα φυτά, που είχε κάνει τη δική του Τράπεζα Σπόρων, μια μεγάλη ξύλινη ντουλάπα με πολλά ράφια γεμάτα σπόρους, το κάθε είδος σε διάφανο σελοφάν με την εικόνα του φυτού και το όνομα, όπως το έλεγαν στις διάφορες περιοχές, μαζί με την επίσημη ονομασία από το «Φυτολογικόν Λεξικόν» του Π. Γ. Γενναδίου.
– Εδώ είναι το κεφάλαιο που μάζεψα για να σε πιστώσω, παιδί μου! Αυτά είναι το αίμα της καρδιάς μου, μ’ αυτά έζησε ο κόσμος χιλιάδες χρόνια, τροφή και ίαση!, συνέχισε και την κοίταξε μ’ εκείνο το αξέχαστο βλέμμα γιατί ήξερε την αγάπη της για τη γη και για ό,τι φύτρωνε πάνω της, την είχε καταλάβει τότε στη Μακρινίτσα, εκείνο τον Δεκαπενταύγουστο που έμεινε στο σπίτι της μαζί με πολύ κόσμο. Αλλά αυτοί οι δυο, σαν μοναχοί μέσα στο πλήθος, δεν είχαν σταματήσει να μιλούν και να μοιράζονται αυτά που είχαν μέσα τους, τα χίλια όσα ανοίγουν την ψυχή και αναγνωρίζεται η μία μέσα στην άλλη.
Και ψυχή
ει μέλει γνώσεσθαι αυτήν
εις ψυχήν αυτή βλεπτέον έλεγαν
Του έλεγε τότε η Σοφία, το μότο απ’ το αγαπημένο της ποίημα και του εξηγούσε τα ποιητικά. Και να που τώρα και οι δυο ήταν μαζί εδώ και πάλι.
– Να πάμε αύριο στο Λοζίνικο, έχει κι εκεί πολλά χόρτα, εγώ μεγάλωσα, ξέρεις, εκεί, έζησα στον Παράδεισο μέχρι που πήγα σχολείο, είπε η Σοφία και άρχισε να διηγείται πώς ήταν τότε η ζωή∙ αγαπούσε κι εκείνος αυτά τα χώματα, τα είχε περπατήσει κυνηγημένη η μητέρα του στο τέλος του εμφυλίου πολέμου.
– Έχω κι εγώ εκεί αναμνήσεις, εκ κοιλίας μητρός, της απάντησε γεμάτος νοσταλγία για τον τόπο τους που τον είχε στερηθεί τόσον καιρό, με του τοπίου τις γραμμές εγγεγραμμένες στους άξονες που είχαν εννοήσει μαζί εκεί στην ψηλή χώρα απ’ όπου κρατούσε η οικογένειά της, όπως το είχαν δει από ψηλά εκείνο τον Δεκαπενταύγουστο. Το νοητό τρίγωνο που ανοίγει αριστερά μέχρι το Τρίκερι και δεξιά λοξά προς το Σαρακηνό, Βαθύρεμα, Φυτόκο, Μεγάλη Ράχη, Λοζίνικο, Μελισσάτικα, Διμήνι και Σέσκλο, ως την οξεία κορυφή του Περίβλεπτου όπου γεννήθηκε η μητέρα του και πήγαινε συχνά κι εκείνος όταν ήταν μικρός. «Παναγία η Μακρινιώτισα, η Μακρινή, σε σχέση με την αρχαία Δημητριάδα… Ναός της Οξείας Επισκέψεως» είχε κρατήσει τα λόγια της, για το πρώτο μοναστήρι που έκτισε στη Μακρινίτσα ο βυζαντινός άρχοντας Κωνσταντίνος Μαλιασηνός γύρω στο 1215. Κι από εκεί δημιουργήθηκε το χωριό, από τα πρώτα στο Πήλιο, που ήταν τότε βουνό ακατοίκητο, άκοικο όπως έγραψε ο παλιός λόγιος, βουνό των κελλίων, όπου μόνασαν άρχοντες και λαϊκοί και έκτισαν μοναστήρια και εκκλησιές που γύρω τους έγιναν τα χωριά όπως είναι σήμερα. Τόσα πολλά για τον Γιώργο, σ’ ένα γύρισμα της ανάμνησης, εκείνη και ο τόπος, εκείνη και η ιστορία, τι θα μπορούσε να είναι πιο ελκυστικό;
Την άλλη μέρα ήταν μαζί στις ράχες στο Λοζίνικο, το αραχνοΰφαντο θάλπος τούς τύλιγε και εκατομμύρια έντομα ανέμελπαν τον Χερουβικό τους. Η Σοφία ήθελε να παν στο θόλο, ένα στρογγυλό καλύβι σκεπασμένο με πλάκες στην άλλη μεριά της Μεγάλης Ράχης, κατά τον Βόλο. Της άρεσαν αυτά τα στρογγυλά κτίσματα, άλλα ασβεστωμένα και δίπατα κι άλλα ισόγεια, πετρόχτιστα και χωρίς λάσπη ανάμεσα στις πέτρες, που της θύμιζαν νεολιθικούς οικισμούς.
– Ξέρω κι εγώ έναν τέτοιο θόλο, στης Παναγίας το Πουρνάρι, εκεί είχε απαγκιάσει η μητέρα μου, είπε ο Γιώργος και άρχισε να μιλάει για την πορεία της μητέρας του, ήθελε να γράψει την ιστορία της, αλλά δεν την είχε αρχίσει ακόμα.
– Μήπως μπορούμε, εμείς, να πάμε, αύριο, εκεί… είπε η Σοφία, και σφίχτηκε στο πλευρό του καθώς τον κρατούσε κατεβαίνοντας στον κατήφορο.
– Είσαι για μένα νόστος, ξέσπασε τότε αυτός, θα πάμε όπου θέλεις, παιδί μου!
Όταν έφτασαν στο θόλο και πάτησαν στην πλακόστρωτη αυλή, η Σοφία κάθισε καταγής να νιώσει τα χώματα κι εκείνος ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς παραμερίζοντας τα νέα βλαστάρια. Η πόρτα του θόλου ήταν ανοιχτή, ανέβηκαν τη μικρή ξύλινη σκάλα και πάτησαν στο γερμένο πάτωμα στο στρογγυλό δωμάτιο με τα ράφια, τον παλιακό νεροχύτη στο ανατολικό παράθυρο και τις παραθύρες-εσοχές στα φαρδιά ντουβάρια. Στο τζάκι ήταν ένα μισοκαμένο κούτσουρο και πίσω ο τοίχος ήταν γεμάτος υπογραφές.
– Κοίτα, αυτός μοιάζει να είναι ο γραφικός χαρακτήρας του πατέρα μου, μπορεί να έπαιζε εδώ όταν ήταν μικρός, είπε η Σοφία και πάτησε στο σπασμένο σανίδι προσπαθώντας να πλησιάσει κοντά, ενώ εκείνος της έδινε αγαπητικά το χέρι∙ όχι, δεν ήταν του πατέρα, Χρήστος Μηλιόνης έγραφαν τα γράμματα. Ύστερα κατέβηκαν αργά και ξαναγύρισαν στην ανοιχτή λάκα του Λοζίνικου, μεγάλη, στρογγυλή και γύρω-γύρω τα βουνά με τα ουράνια κύκλω περιεστώτα. Το σπίτι όπου η Σοφία κατάλαβε τον κόσμο ήταν κλειστό, δεν μπορούσαν να μπουν, και κάθισαν στο πεζούλι πάνω στη μακριά πέτρα που είχαν καθίσει τόσες γενιές. Εδώ στις πλάκες της αυλής, η συνονόματη γιαγιά τής είχε δείξει τις πικραλήθρες με τα λεία ψαλιδωτά φύλλα, από τα πρώτα λάχανα που έμαθε. Ύστερα περπάτησαν ως του «Γκουντή τ’ Αμπέλ’» και βρήκαν έναν ντόπιο που τους έδωσε νερό, το μπουκάλι μύριζε τσίπουρο.
– Αυτή είναι η μυρωδιά των απαρχών, εδώ έβραζαν τα λαθραία τσίπουρα η οικογένεια του πατέρα μου, οι Τσαταλήδες, πίσω από δω σε μια πατ’λιά έκρυβαν το καπάκι. Πατ’λιά θα πει λόχμη ακανθώδης, συστάδα από ψηλούς θάμνους, χαμηλά κέδρα, σκοίνα, σπαλάθρια, πουρνάρια και λαδανιές, άρχισε να εξηγεί η Σοφία και να μιλάει για τον πατέρα της. Πώς έπαιρνε τη μεριά, το τσουβάλι πενήντα οκάδες και το φόρτωνε στο ζώο, πώς το στήριζε μ’ ένα διχαλωτό ξύλο, τη φορτωτήρα, και πήγαινε να φορτώσει και την άλλη μεριά. Κι από πολύ μικρή, της έδινε να κρατήσει το καπίστρι για να μένει το ζώο ακίνητο, η αγαπημένη τους η Βάσω που την έδωσαν στον πατέρα όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος του 1940 και την είχαν ώσπου η Σοφία έγινε φοιτήτρια. Αυτά τα φορτώματα τούς έζησαν, τα μήλα στο χωριό, κι εδώ οι ελιές, τα μύγδαλα και το τσίπουρο, μέσα στην ανάγκη και το φόβο μην τους προδώσει κανένας, γιατί ήταν λαθραίο.
– Εδώ είναι ο τόπος της ανάγκης, συνέχισε η Σοφία, για μένα τότε Παράδεισος. Κι αργότερα μεγάλη στον κόσμο, εδώ, δίπλα σ’ αυτή την πικραμυγδαλιά, είδα στον ύπνο μου ότι μ’ έπιασαν γιατί μοίραζα κάτι χαρτιά που ήταν γραμμένη πάνω τους η λέξη απελπισία.
– Εδώ, εγώ, μωρό μου, εγώ θα σε κάνω ευτυχισμένη, είπε ο Γιώργος, σκύβοντας στο πρόσωπό της και την παρέσυρε προς τα κάτω, στην άλλη μεριά, για να παν να δουν έναν άλλον, μικρότερο θόλο. Είχε φτάσει σχεδόν μεσημέρι, οι μαργαρίτες χτυπούσαν στα παπούτσια τους, βαθύ άρρητο άρωμα γέμιζε τον αέρα καθώς η Σοφία ρίχτηκε στον κατήφορο με τα χέρια ανοιχτά.
Ο Γιώργος την έφτασε με δυο τρεις αναπνοές, το θάμβος υψωνόταν πίσω τους σαν φωτεινή στήλη. Κάτω στη λάκα, στη ρίζα της σύγκλισης, ένας βάτος έκλεινε την πόρτα. Έριξε μια πλάκα να πατήσουν και την κάλεσε να μπει, ήταν σκοτεινά, αλλά ο παλμός του φωτός έφτανε σε παροξυσμό πίσω απ’ τα βλέφαρά τους. Ο Γιώργος έστρωσε το σακάκι του κι εκείνη σκέφτηκε το σπίτι, εδώ στα δικά της μέρη της ήταν
έτσι με την αγάπη για πρώτη φορά. Τα μέλη του ήταν δεμένα και ελαστικά, τα έμπεδα, μωρό μου, σκέφτηκε θαυμάζοντας κι ακούμπησε στο στέρνο του το μέτωπό της. Οι βλεφαρίδες άγγιξαν το απαλότατο δέρμα και ο σφυγμός έγινε εντονότερος.
– Όλος δικός σου!, άρθρωσε τότε εκείνος παραλοϊσμένος μέχρι τους έσχατους αναπαλμούς, ενώ στα μάτια του έπαιζαν αστραπές και οι πέτρες αντιγύριζαν τις φωνές τους σαν θεία γέλια μέχρι τη μακρινότερη ηχώ.
Σηκώθηκαν και έβγαλαν τ’ αγκάθια απ’ τα μαλλιά τους, οι ίσκιοι κέρδιζαν έδαφος. Η ένταση του μεσημεριού γύριζε τώρα σε γαλήνη, ένα μακρινό κουδούνι έφερνε το σούρουπο κοντά. Μπροστά τους το βουνό εκτεινόταν σε μάκρος, και υπερκόσμια πράσινα ξεχώριζαν στις πλαγιές.
– Αυτά είναι τα ξέφωτα της χλόης που σου έλεγα, αυτή είναι η γεωδαισία της ψυχής μου, είπε η Σοφία καθώς περπατούσαν με άνετα βήματα. Τα χρώματα του δειλινού έφταναν στην παραφορά τους και τα δάχτυλά τους είχαν περιπλεχτεί. Πάτησαν στο μονοπάτι για τη βρύση που περνούσε μικρή και κατέβηκαν στην κοίτη του Ξεριά κατά το γεφύρι, αφήνοντας πίσω τα νεροφαγώματα με τα στρώματα των γεωλογικών εποχών. Ο Γιώργος σκάλισε το χώμα με τον ελβετικό σουγιά, έβγαλε μια ρίζα περιεστραμμένη και χοντρή και της την έδωσε, γελώντας.
– Ελελίσφακον, κοινώς αλισφακιά ή σαρκοθρόφι, άριστο διεγερτικό, της εξήγησε.
Πλησίαζαν στο Βόλο αργά και οι τελευταίες ακτίνες τούς άγγιζαν στην πλάτη. Μέσα στα φρένα τους ανεβοκατέβαινε ακόμη ο ρυθμός της μεγάλης κορύφωσης.
– Μ’ αγαπάς;, τη ρώτησε και την κράτησε αποφασιστικά. Σαν μέσα από αμφίδρομη κίνηση, η μέρα παρουσιάστηκε μπροστά της. Η σκοτεινότητα της ζωής της φαινόταν τώρα γνόφος διάτρητος, η ευωδία των σπάρτων, οι λαδανιές, ο περίκλειστος δ ι κ ό ς τους θόλος. Ψίθυροι λιγοθυμισμένοι ανέβηκαν στα χείλη της και πλησμονή χαράς έκανε τα σπλάχνα της να θροΐσουν.
– Περίεργο, μωρό μου, του απάντησε με πνιγμένη φωνή, περίεργο, πώς εκεί κάτω στα σκοτεινά, πώς βρέθηκε τόσο πολύ φως μέσα σε τόσο πολύ σκοτάδι.
Πηγή : diastixo.gr