Λογοτεχνικά κείμενα-«Πρωτοχρονιά στον Ινδικό» της Ελένης Χωρεάνθη

2018-01-04 16:45

«Πρωτοχρονιά στον Ινδικό» της Ελένης Χωρεάνθη

Του Μάκη
και της παρέας τού
Diastixo.gr

Άκουγα από πολύ μικρός τον παππού να διηγείται απίθανες ιστορίες από τη θαλασσινή ζωή και η φαντασία μου οργίαζε. Βιαζόμουν να μεγαλώσω, να με παίρνει μαζί του ο πατέρας μου που έγινε κι εκείνος ναυτικός, να ταξιδεύω με καράβια μεγάλα στους απέραντους ωκεανούς, να περιπλανιέμαι σαν τον Οδυσσέα σε μακρινές θάλασσες ίσαμε την άλλη άκρη του κόσμου. Να γνωρίσω παράξενους ανθρώπους, να παλέψω με τέρατα και θαλασσινά θεριά. Να κατατροπώσω μονόφθαλμους κύκλωπες σαν τον πολυμήχανο πολυβασανισμένο πρόγονό μου, ν’ ακούσω το τραγούδι των Σειρήνων δεμένος στο κατάρτι του καραβιού για να μην με μαγέψουν κι αφήσω εκεί τα κοκαλάκια μου σαν κάποιους ανίδεους θαλασσινούς. Να νικήσω σιδερένιους γίγαντες με φαρμακερά βότανα όπως η μάγισσα Μήδεια…

Ονειρευόμουν, και τι δεν ονειρευόμουν! Ονειρευόμουν περιπέτειες σε μαγευτικούς, άγνωστους τόπους. Το ζούσα αυτό το όνειρο. Και ήμουν συχνά μπαρκαρισμένος στο υπερωκεάνιο που ήταν καπετάνιος ο πατέρας μου κι έψαχνα τρόπους να το σκάσω κρυφά απ’ το καράβι και να περπατήσω στα μαγευτικά κοραλλένια νησιά. Να δω από κοντά ένα ηφαίστειο την ώρα που ανοίγει το στόμα του και ξερνάει φαντασμαγορικά πύρινο ποτάμι την μανιασμένη λάβα που βγαίνει από τα σπλάχνα και την καρδιά της γης και κατακλύζει τα πάντα αφανίζοντας κάθε τι που συναντά στο διάβα της. Να χωθώ στη ζούγκλα του Αμαζονίου, να τρυπώσω στα τροπικά δάση της Αφρικής, να πάρω μια ιδέα από τους Μουσώνες και το Σιμούν, να επισκεφτώ τα εξωτικά μέρη που περιγράφει στα βιβλία του ο Τζακ Λόντον.

Μα πιο πολύ με καλούσαν οι θάλασσες. Οι απέραντοι ωκεανοί. τα τρομερά βάθη, να δω τα κύματα να σηκώνονται άγρια απειλητικά και το καράβι να χορεύει πάνω στις ανθισμένες κορυφές τους σαν καρυδότσουφλο. Φανταζόμουν… και τι δεν έβαζα με το νου μου! Μα ο πιο βαθύς μου πόθος ήταν άλλος, πιο ασίγαστος, πιο μεγάλος. Να δω με τα ίδια μου τα μάτια τη Γοργόνα. Πίστευα ακράδαντα πως κάπου μπορεί να συναντούσα τη Γοργόνα, την αδερφή του Μεγαλέξανδρου, στα νερά του Ινδικού Ωκεανού, σίγουρα, και ήμουν βέβαιος πως θα τσάκωνε την πλώρη του καραβιού μου, θα όρθωνε το πελώριο ανάστημά της και θα με ρωτούσε με ραγισμένη φωνή:

«Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;»

Κι εγώ θα της απαντούσα:

«Ζει και βασιλεύει,
κυρά μου,
και τον κόσμο κυριεύει...»,

όπως της απαντούν όλοι οι ναυτικοί για να μη θυμώσει και βυθίσει το καράβι. Το ξέρουν, λένε, αυτό οι θαλασσινοί μας και κανείς δεν της εναντιώνεται.

Ο πατέρας έλεγε πως την είδε με τα ίδια του τα μάτια όταν ήταν πρωτοτάξιδος και διέσχιζαν μ’ ένα τεράστιο καράβι τα νερά του Ινδικού Ωκεανού. Είναι, έλεγε, ξωθιά θαλασσινή, από τη μέση κι απάνω πανέμορφη γυναίκα, ξανθιά, γαλανομάτα νεράιδα και από κει και κάτω το τεράστιο σώμα της σκεπάζεται με λέπια και καταλήγει σε πελώρια ψαρίσια ουρά.

Η φαντασία μου πετούσε προς τα μέρη της Ανατολής. Έπλεα στον Ινδικό Ωκεανό κάθε νύχτα. Έκανα καράβια τα όνειρά μου, γινόμουν καπετάνιος και ταξίδευα βέβαιος πως θα έβλεπα κι εγώ τη γοργόνα.

Έτσι με το πες πες κατάφερα να πείσω τη μητέρα μου να με πάρει κι εμένα στο καράβι να περάσω μαζί με τους γονείς μου τις διακοπές των Χριστουγέννων. Ένα περισσότερο που το καράβι βρισκόταν κάπου στον Ινδικό Ωκεανό.

Χε! Θα ’βλεπα τη γοργόνα. Και τι δε θα ’χα να λέω στους φίλους μου για να με θαυμάζουν. Και προπαντός η Ασπασία που δεν παραδέχεται τίποτα. Εγώ θα της έκλεινα το στόμα μια για πάντα κι ας λέει:

«Αυτά είναι φαντασίες. Θρύλοι…»

Εγώ θα της τον έκοβα το βήχα με αδιάσειστα επιχειρήματα.

* * *

Λένε πως αν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, την ώρα και τη στιγμή που αλλάζει ο μήνας κι ο χρόνος κοιτάξεις τ’ αστέρια και κάνεις μέσα σου μια ευχή, θα γίνει αυτό που επιθυμείς, αρκεί να πιστεύεις στο θαύμα. Αν δεν πιστεύεις η ευχή σου δεν «πιάνει».

Να ’μαστε λοιπόν παραμονή Πρωτοχρονιάς ανοιχτά στα νερά του Ινδικού Ωκεανού με το τεράστιο πετρελαιοφόρο Μέγας Αλέξανδρος που κυβερνούσε ο πατέρας μου. Εμένα η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που κόντευε να σπάσει. Περίμενα και πώς περίμενα την ώρα, τη στιγμή που η σειρήνα του πλοίου θα σήμαινε μεσάνυχτα την αλλαγή του χρόνου.

Ήταν μια νύχτα μαγική, φεγγαρόλουστη. Η θάλασσα γαλήνια, πρόσχαρη και τρυφερή φάνταζε νεράιδα κοιμισμένη στ’ ανοιχτογάλαζα μεταξωτά παπλώματά της. Τα φώτα του καραβιού σβησμένα. Οι μεγάλοι μαζεμένοι όλοι στη γέφυρα με τα γεμάτα κρασί ποτήρια στα χέρια, έτοιμοι να καλωσορίσουν τον καινούριο χρόνο. Όταν εκείνοι άρχισαν να τραγουδούν φαλτσάροντας φρικτά:

«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
κι αρχή καλός μας χρόνος...»

και συνέχεια:

«Πάει ο παλιός ο χρόνος…

Καινούριος χρόνος ξημερώνει
Και σβήνεται και χάνεται ο παλιός…»

εγώ γλίστρησα κρυφά, λούφαξα σε μια γωνιά στην πλώρη του καραβιού και περίμενα ώσπου ήρθε η κατάλληλη στιγμή. Τότε, σταύρωσα τα χέρια, κοίταξα κατάματα το φεγγάρι που τρεμόσβηνε στον ουρανό κι ευχήθηκα μέσα μου να γίνει το όνειρό μου πραγματικότητα. Και πίστευα με όλη μου την ψυχή πως θα γίνει το θαύμα.

Δεν πέρασε περισσότερο από ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και πάνω στο τσακ που έκανε ο γενικός διακόπτης για να ανάψουν τα φώτα για τον καινούριο χρόνο, ακούω ένα δυνατό χτύπο στην πλώρη του καραβιού, βλέπω ένα πελώριο κύμα να σηκώνεται ίσαμε τον ουρανό ψηλά, να βγαίνει από τους αφρούς η γοργόνα και να έρχεται προς το μέρος μου. Πιάνει με τα δυο της χέρια την κουπαστή του καραβιού και:

«Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» με ρωτάει με αγωνία και περιμένει να της απαντήσω.

«Ζει! Ζει και βασιλεύει, κυρά μου, και τον κόσμο κυριεύει!» της λέω με περηφάνια. «Όσο υπάρχουν Έλληνες, ο Μεγαλέξανδρος θα ζει και θα πολεμάει για το φίλιωμα των λαών, για την ειρήνη και για τη δικαιοσύνη, για τον πολιτισμό».

Η γοργόνα γέλασε και φωτίστηκε το ωραίο της πρόσωπο. Ύστερα πλεύρισε ήσυχα και βούτηξε ήρεμα στα βαθιά νερά του Ινδικού. Εγώ έκλεισα τα μάτια, για να κρατήσω το όραμα. Εκείνη ακριβώς στιγμή ήχησε η σειρήνα του καραβιού κι όλο το πλήρωμα ξέσπασε σε ζητωκραυγές, και τραγούδια. Πετούσαν βεγγαλικά, φωτοβολίδες ανέβαιναν ψηλά στον ουρανό, οι ευχές έδιναν κι έπαιρναν. Μα κανείς τους δεν είχε αξιωθεί να δει τη γοργόνα και ν' ακούσει τη φωνή της, να ζήσει το θαύμα που είχε γίνει…

Εγώ εκείνη την υπέροχη νύχτα, κι όσο έμεινα μετά στο καράβι, είχα συνέχεια στο νου μου την πανέμορφη γοργόνα του παραμυθιού, την αδερφή του Μεγαλέξανδρου. Έμενα με τις ώρες στην κουπαστή και περίμενα ξάγρυπνος να φανεί η γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξανδρου, να ξαναζήσω το θαύμα, το παραμύθι, το όνειρο έστω! Καθόμουν ασάλευτος εκεί ώσπου τα βλέφαρά μου έγερναν από το βάρος της νύστας. Και πάλι δεν το έβαζα κάτω.

«Θα ξαναφανεί» έλεγα μέσα μου και προσευχόμουν πότε στο φεγγάρι, όταν είχε πανσέληνο, πότε στ’ αστέρια, «θα με δει και θα μου μιλήσει…» Και δεν κολλούσε ύπνος στα βλέφαρά μου. Όλες τις μέρες των διακοπών που έμεινα στο καράβι του πατέρα μου, εκεί στην κουπαστή μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Το είχε συνηθίσει πια η μητέρα μου και ήξερε πού θα με βρει για να με συμμαζέψει, να μην ξεπαγιάσω από το αγιάζι που τις νύχτες είναι τσουχτερό στους ωκεανούς. Ακόμα κι όταν έχει καλοκαιρινή μπουνάτσα.

Όμως το θαύμα, ακόμα και στα όνειρα και στα παραμύθια μια και μοναδική φορά το ζει ο άνθρωπος. Μια φορά στα χίλια χρόνια…

Μια φορά στα χίλια χρόνια
Κελαηδούν αλλιώς τ’ αηδόνια…

Να ’χεις τύχη να ’χεις τύχη
Κι η χρονιά να σου πετύχει,

κατά που λέει κι ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Και είμαι απόλυτα σίγουρος πως κι αυτός είδε με τα θαλασσινά μάτια του τη γοργόνα, την αδερφή του Μεγαλέξανδρου, και μίλησε μαζί της κάποια σημαδιακή νύχτα της ζωής του, παραμονή Πρωτοχρονιάς, ξάγρυπνος πάνω σ’ ένα θαλασσόβρεχτο βράχο μ’ ένα θαλασσινό τριφύλλι στα μαλλιά φυσώντας ένα χαρούμενο σκοπό σ’ ένα κοχύλι ή ακουμπισμένος στην κουπαστή του καραβιού με το οποίο ταξίδευε η φαντασία του…

 

 

πηγή : diastixo.gr