Λογοτεχνικά κείμενα-«Περί αγγέλων» του Μάρκου Δενδρινού
Όλοι θα γνωρίζετε ότι σύμφωνα με τις γραφές ο Μιχαήλ ήταν ο αρχάγγελος εκείνος που σταμάτησε την κατάρρευση του ουρανού, όταν ο αδελφός του, ο άλλος αρχάγγελος, έκανε το «τραγικό» σφάλμα να πάρει την πρώτη πρωτοβουλία. Και φυσικά θα γνωρίζετε την άλλη γνωστή ιστορία του Ευαγγελισμού, όπου πρωταγωνιστεί ο άλλος τους αδελφός, ο Γαβριήλ. Σίγουρα όμως δε θα ξέρετε την ιστορία του μικρού τους αδελφού, του αρχάγγελου Ραφαήλ...
Ζήτησε μια μέρα ο Ραφαήλ απ’ τον μεγάλο φρουρό των ουρανών, τον παντοδύναμο Μιχαήλ, την άδεια να επισκεφθεί την κόλαση. Πολλά ακούγονταν κι είχαν γραφτεί γι’ αυτόν τον παράξενο τόπο και μια επιτόπια έρευνα θα ήταν τουλάχιστον ενδιαφέρουσα. Του άνοιξαν την πύλη, μια πύλη που στην κυριολεξία χώριζε τους δυο κόσμους ολοκληρωτικά. Επρόκειτο για μια βαριά κατάμαυρη μεταλλική πύλη, στη μέση ενός ακατέργαστου αδιαπέραστου τείχους, που δε φαινόταν να τελειώνει πουθενά. Περιέκλειε την κόλαση από βορρά, νότο, ανατολή και δύση.
Μπήκα μέσα με τρόμο, μετά από όσα είχα ακούσει γι’ αυτή την περιοχή, αλλά πολύ σύντομα ηρέμησα, μάλιστα ηρέμησα υπερβολικά, γιατί δεν υπήρχε τίποτα που να ταράξει την ηρεμία μου. Ώστε αυτή η περίφημη κόλαση ήταν τελικά άδεια; Όπου και να έστρεφα το βλέμμα μου... μια έρημη γη, μια απέραντη χέρσα έκταση, μια αφύσικη ομοιομορφία...
Κι έτσι άρχισα να βαδίζω προς το βάθος με την ελπίδα ότι κάπου κάτι θα συναντούσα. Και πράγματι δεν έπεσα έξω... Μετά από κάμποσες ώρες είδα καθισμένο σε μια πέτρα έναν ασκητή.
«Τι κάνεις εδώ, άγιε πατέρα;» τον ρώτησα.
«Είμαι ο Αντώνιος, νέε μου, δε με αναγνώρισες;»
«Ο Αντώνιος;» ψέλλισα με απορία.
«Ένας άγιος στην κόλαση, ε;» έβαλε τα γέλια ο ασκητής. «Μα εγώ το ζήτησα. Ήταν η ύψιστη ανάγκη μου, η τελευταία μου επιθυμία. Είχα υπερνικήσει πια όλους τους πειρασμούς. Δεν υπήρχαν άλλοι. Η ζωή μου ήταν εντελώς άδεια. Και ζήτησα απ’ το θεό να με στείλει στην ίδια την κόλαση. Τι να κάνω τον παράδεισο εγώ, του είπα. Εγώ γεννήθηκα για να πολεμάω. Κι έτσι βρέθηκα εδώ. Ηλίθια επιλογή. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ, ούτε πειρασμοί, ούτε τίποτα...»
Στεναχωρήθηκα από τη λανθασμένη επιλογή του αγίου, αλλά μην μπορώντας να επέμβω, τον αποχαιρέτησα με σεβασμό και προχώρησα ακόμη πιο μέσα στη μεγάλη αυτή έρημο, που άρχισα να πιστεύω ότι δεν τελειώνει πουθενά.
Πιο κάτω, συνάντησα έναν δαφνοστεφανωμένο νέο.
«Τι κάνεις εδώ, φίλε;» τον ρώτησα.
«Είμαι ο Ντάντε, νέε μου, δε με αναγνώρισες; O Ντάντε Αλιγκιέρι».
«Μα εσύ, στην κόλαση; Εσύ που την είχες ήδη επισκεφτεί και μετά έφτασες μέχρι τον ουρανό, ξαναγύρισες πάλι εδώ;»
«Ένα ποίημα ήταν, νέε μου, μια λογοτεχνική απόπειρα. Κι έτσι ζήτησα τώρα πια να τη γνωρίσω και στην πραγματικότητα. Καμία σχέση... Είδες... άμα δεν έχεις οδηγό. Δεν υπάρχει Βιργίλιος εδώ, μόνο στη φαντασία μου υπήρχε».
«Κι η Βεατρίκη;» τον ρώτησα, επιδεικνύοντας και λίγο τη μελέτη που είχα κάνει επισταμένα στη Θεία Κωμωδία.
«Τίποτα... Ακούς; Τίποτα. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω και να την ξαναβρώ, αλλά στο είπα και πριν, εδώ δεν υπάρχουν οδηγοί...»
«Ντάντε, επειδή κάτι ξέρω εγώ κι απ’ τα μελλούμενα, μάθε ότι αν κάποιος βγει ποτέ από δω, θα είσαι σίγουρα εσύ. Η Βεατρίκη θα σε περιμένει ως την αιωνιότητα κι αυτός ο κόσμος δε μου φαίνεται άτρωτος στα βέλη της, στα βέλη της κάθε Βεατρίκης...»
Προχώρησα κι άλλο, αναρωτώμενος τι να σημαίνουν όλα αυτά.
Πιο κάτω συνάντησα έναν πολεμιστή, πάνω σ’ ένα πελώριο άλογο, σταχτί με μακριά χαίτη.
«Σε χαιρετώ. Τι υπάρχει πέρα στα βάθη;» τον ρώτησα.
«Τίποτα. Ένα τεράστιο τίποτα. Με ξεγέλασε. Ακούς; Δε θα του το συγχωρήσω ποτέ. Με ξεγέλασε εμένα, τον πιο μεγάλο κατακτητή, τον κύριο όλης της οικουμένης».
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησα.
Η ερώτηση αυτή αντήχησε μέσα του σαν η μεγαλύτερη προσβολή που είχε ποτέ ειπωθεί. Σήκωσε το σπαθί του απειλητικά κατά πάνω μου. Και τότε κατάλαβα.
«Αλέξανδρε!» ψέλλισα. «Κι εσύ εδώ;»
Η αναγνώριση λειτούργησε λυτρωτικά.
«Ναι, εδώ. Ζήτησα απ’ τον Μιχαήλ να μεσολαβήσει στο θεό του και να μ’ αφήσει να κατακτήσω τους λαούς της κόλασης, να τους γνωρίσω από κοντά και να τους φέρω τα δώρα του πολιτισμού. Αλλά με ξεγέλασε ο θεός σας. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα. Η απόλυτη ερημιά, χειρότερη κι απ’ τη Γεδρωσία. Τελικά μόνο το Δία μπορεί κανείς να εμπιστεύεται...»
Κι έφυγε καλπάζοντας προς το πουθενά.
Λίγο μετά συνάντησα μια κοπέλα, ούτε είκοσι χρονών, πολεμίστρια κι αυτή με περικεφαλαία, πανοπλία κι ασπίδα. Ό,τι και να φόραγε δεν μπορούσε να κρύψει την ομορφιά της. Απεναντίας, την τόνιζε στο έπακρο. Αυτήν την ήξερα, την ήξερα καλά. Είχα ζήσει από κοντά το δράμα της, δίπλα στην πυρά, μέχρι την τελευταία της πνοή.
«Ιωάννα» της ψιθύρισα «Ιωάννα, μα τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;»
«Άγγελε μου, σ’ ευχαριστώ. Τελικά δε μ’ αφήνεις ποτέ, ε;»
«Μα, πες μου, πώς βρέθηκες εσύ εδώ;»
«Τι πίστευες, άγγελε μου, μετά από τόσο μαρτύριο θα κατέληγα στον παράδεισο;»
«Μα βέβαια, ήμουν απόλυτα σίγουρος για σένα, ειδικά για σένα, πιο πολύ απ’ τον καθένα».
«Όχι, άγγελε μου, αν επιτρέψεις στα μαρτύρια ν’ αρχίσουν, τότε είναι πολύ δύσκολο να σταματήσουν ποτέ...»
Αντί γι’ απάντηση την πήρα στην αγκαλιά μου. Την κρατούσα απ’ το χέρι και βαδίζαμε προς το άγνωστο. Δε θα έφευγα ποτέ απ’ αυτόν τον τόπο χωρίς εκείνη... Δε θα την έχανα για μια ακόμη φορά...
Περπατούσαμε επί ώρες, επί μέρες, επί μήνες, επί χρόνια, και δε γερνούσαμε. Ζούσαμε την αγάπη μας μες στη κόλαση, κι η κόλαση δε μας άγγιζε, μέχρι που έφτασε η ώρα να φτάσουμε στο κέντρο αυτής της έρημης χώρας.
Ένας τεράστιος πύργος υψωνόταν μέχρι τον ουρανό. Όχι μέχρι τον ουρανό, τον διαπερνούσε κι αυτόν και συνέχιζε, και συνέχιζε, μέχρι πού άραγε; Φλόγες και πέτρες εκσφενδονίζονταν από μέσα του.
«Ο οίκος του θεού» ψέλλισα με τρόμο «εδώ μέσα καίγεται ο ίδιος ο θεός». Έσφιξα την Ιωάννα στην αγκαλιά μου, τη φίλησα κι έτρεξα να μπω μέσα, ν’ αφουγκραστώ το μεγάλο μυστικό. Σε κλάσματα δευτερολέπτου στράφηκα πίσω, άρπαξα την Ιωάννα απ’ το χέρι και όρμησα μες στις φλόγες. Το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου. Δε θα τη ξανάφηνα ποτέ πίσω. Ανεβαίναμε επί ώρες τη μισογκρεμισμένη σκάλα, κι όποιο σκαλοπάτι αφήναμε πίσω μας γκρεμιζόταν μετά από λίγο, για να μας υπενθυμίσει ότι δεν υπάρχει επιστροφή. Κι εκεί, ξάφνου, μέσα από ένα βαθούλωμα άκουσα μια φωνή...
«Ραφαήλ, αδελφέ μου».
Κοίταξα γύρω μου. Δεν υπήρχε τίποτα. Κι όμως, ήταν ο αγαπημένος μου αδελφός. Αυτός που όλοι μάθαμε ότι έκανε το μεγάλο παράπτωμα, και μετά είχαμε καταδικαστεί να μην τον ξαναδούμε ποτέ πια.
«Εωσφόρε, φως του ουρανού, επιτέλους σε ξανακούω. Πού είσαι; Σε έχουμε επιθυμήσει όλοι όσο ποτέ. Πού είσαι, αδελφέ μου;»
Είχα ριγήσει. Το ωραιότερο πλάσμα του δημιουργού ήταν λοιπόν φυλακισμένο εδώ...
«Ραφαήλ, η καταδίκη μου είναι μεγάλη. Δεν έχω πια πρόσωπο, δεν έχω σώμα, έγινα πνεύμα, έγινα αέρας, έγινα κενό, είμαι πια ο βασιλιάς των πνευμάτων. Φύγετε γρήγορα εσύ κι η αγαπημένη σου. Φύγετε γρήγορα προς τα πάνω».
Αυτή η κραυγή έγινε μέσα μου η πιο μεγάλη προτροπή που είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου, μια ζωή απέραντη, που δε θυμάμαι αν ξεκίνησε ποτέ. Κρατώντας απ’ το χέρι την αγαπημένη μου, τρέχαμε με μανία να προλάβουμε την αόρατη επίθεση του πνεύματος πάνω στις μορφές μας.
Κι επιτέλους βρήκαμε το άνοιγμα. Κι επιτέλους ο άπειρος ουρανός μάς αγκάλιασε, ένας ουρανός γεμάτος αστέρια, ένας ουρανός γεμάτος πύρινες μορφές. Κι επιτέλους θα είχα για πάντα στην αγκαλιά μου την αγαπημένη μου, με το γλυκό ακτινοβόλο της πρόσωπο, μες στην αιωνιότητα, μακριά απ’ τις απειλητικές ριπές των πνευμάτων...
Ο Μάρκος Δενδρινός γεννήθηκε στoν Πειραιά. Είναι μηχανικός πληροφορικής και ιστορικός της επιστήμης και διδάσκει σχετικά μαθήματα στο ΤΕΙ Αθήνας. Ασχολείται κυρίως με την περίοδο της Αναγέννησης, με δημοσιεύσεις όσον αφορά την επιστημονική μέθοδο στην αλχημική διαδικασία. Το διήγημα αυτό ανήκει στην υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων Φιανκέτο.
πηγή : diastixo.gr