Λογοτεχνικά κείμενα-«Πάνω σ’ ένα ξένο δέντρο» της Ανθούλας Δανιήλ
O sidus clarum puellarum, o porta clausa, fons hortorum,
cella custos unguentorum,cella pigmentaria
Umberto Eco, Το όνομα του Ρόδου
Παίζοντας με έναν τίτλο του Γιώργου Σεφέρη, που και εκείνος έπαιξε με έναν στίχο του Ιωακείμ Ντιμπελαί, μπήκα στο πάρκο μου και είδα τα δέντρα. Δέντρα που χρόνια έβλεπα και ποτέ δεν παρατήρησα. Βιαστικά πάντα περνώντας και ποτέ προσέχοντας. Μέχρι που μια εικόνα με άρπαξε σαν το σφαχτό στο τσιγκέλι. Και έκατσα και είδα και μελέτησα. Δηλαδή έναν πίνακα, που είχε δέντρα, ένα όμως κυριαρχούσε. Αυτό που θα ’θελα να πάω κοντά του και να το χαϊδέψω, να νιώσω την τραχιά του κορμού του υφή στα χέρια μου. Να χωθώ στο ρηχό κούφωμα που έφτιαχνε από τη μια του μεριά. Να δω από μέσα, να αισθανθώ την ερωτική αγκαλιά του, να με χωρέσει και να με δέσει στη ρίζα του που έχει κάτω από το χώμα εξαφανισθεί. Να βρω τι είμαι.
Και τότε θυμήθηκα ένα άλλο ξένο δέντρο, τη «Φλαμουριά» του Franz Schubert, απ’ τα μαθητικά μου χρόνια: «Βουΐζαν τα κλαδιά της σαν να μου κράζαν: “Ω, κοντά μου πάντα μείνε, θα βρεις γαλήνη εδώ”». Παλιά, οι ερωτευμένοι εχάραζαν στη φλούδα τα ονόματά τους και από εκεί κανένας μπάτης δεν μπορούσε να τα σβήσει. Σήμερα τα γράφουνε στον υπολογιστή και μ’ ένα πάτημα κουμπιού delete, πάνε, έφυγαν για τον Καιάδα του Κυβερνοχώρου. Στο δέντρο όμως; Θα πληγώσεις βαθιά τη σάρκα του για να καταφέρεις να εξαφανίσεις το όνομα κάτω από πολλαπλές χαρακιές. Μα τότε θα ’ναι οι πληγές το σημάδι που θέλησες να κρύψεις ή να γδάρεις: ένα petimento, όχι με μπογιές, όχι σε καμβά, αλλά σε κορμό δέντρου, μ’ ένα σουγιά, χαράζεις το αγαπημένο όνομα, ένα τιμαλφές που θα ισχύει για πάντα, ακόμα και για τότε που δεν θα ισχύει πια. Και μπήκα στο πάρκο και είδα το δέντρο και έσυρα την παλάμη μου πάνω του, σαν να ’θελα να κάνω χειρογλυπτική. Ήταν κάπως αλλιώτικο. Σαν μεταφυσικό. Πυκνά φουντωτό πάνω, πανύψηλος κορμός, στητός, στεγνός, τραχύς και δυνατός, κουφωτός και γυμνός κάτω, σχηματίζοντας με το έδαφος ένα τεράστιο Δέλτα ή ένα γιγάντιο Λάμδα, με στυλωμένα σθεναρά τα δυο του σκέλη που διαφέντευαν την είσοδο στη μήτρα του δέντρου ή της γης. Σαν από κει να έμελλε να δω την Περσεφόνη. Σαν να ’ταν εκεί η «πύλη» για το πέρασμα στον μυστικό και κρυφό θάλαμο των αρωμάτων.
Το πάρκο όλο στα μάτια μου πήρε μια ιδέα ιδιωτικού παραδείσου. Στην άκρη της εικόνας ένα νεαρό ζευγάρι, αναβαπτισμένο από τον έρωτά του σε μοντέρνους πρωτοπλάστους, πιασμένο από το χέρι, περπατούσε στην άκρη του πλάνου, αποτελώντας μια μικρή λεπτομέρεια, της οποίας το ασφαλές λες και βεβαίωναν δυο πουλιά που πετούσαν από πάνω, ζευγαρωμένα και αυτά σε αρμονικό σχηματισμό, σαν ιδανική παραλλαγή των δύο ερωτευμένων ή σαν φτερωτοί αγγελιοφόροι του Δία που επισκοπούσαν από ψηλά για να αναφέρουν ότι όλα καλά λίαν. Ή πάλι μπορεί και να ’ταν οι ψυχές ή η ιδέα εκείνων που περπατούσαν κάτω, σαν για να δείχνουν την ανταπόκριση του ουρανού με τη γη. Τη γη που πατούσαν και του ουρανού που πετούσαν.
Και τότε σκέφτηκα τον καλλιτέχνη. Ποια να ’ταν άραγε η αφορμή να φιλοτεχνήσει μια τέτοια εικόνα; Και ποια ήταν η αιτία; Βέβαια ήξερα ότι στην τέχνη τίποτα δεν μπαίνει τυχαία και όλα έχουν τη σημασία τους. Οιπραγματικοί καλλιτέχνες δεν υποτιμούν τίποτε. Είναι υποχρεωμένοι να καταλαβαίνουν τα πάντα και όχι να τα κρίνουν, έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ. Κι εγώ προσπαθούσα να καταλάβω. Έκανα την περιέργεια φιλοτιμία και αισθάνθηκα ότι «μπήκα στο νόημα της μυρσίνης όπου φυγοδικούν οι ερωτευμένοι», που λέει και ο Ποιητής. Και τότε παρατήρησα ότι όλα έμοιαζαν να με κοιτούν με νόημα. Η φαινομενική απλότητα και ηρεμία ήταν επικάλυψη μιας έντασης που τη διέκρινε κανείς στις βίαιες πινελιές στου ουρανού το μπλε το εξωπραγματικό, θαρρείς και έκαναν προσπάθεια να κρύψουν τον Θεό που ήταν πίσω τους. Τα ανατριχιασμένα δέντρα έμοιαζαν με πράσινους αχινούς. Ο κορμός τους είχε παγώσει σε μια συστροφή σαν σε ερωτικό σπασμό. Όλες οι αισθήσεις ήταν σε υπερένταση. Κατά τα άλλα, γαλήνη. Τα μικρά φυτά διάκοσμος παραμυθίας. Στα παγκάκια δεν καθότανε κανείς. Το δέντρο στο κέντρο. Το Λάμδα ολοζώντανο και ανοιχτό, καλεστικό στις ευτυχίες, έτοιμο να με αφομοιώσει και να με καταπιεί, πιο και από της Ιλιάδας επικίνδυνο. Ήταν το δέντρο που σισύριζε και που χρησμολογούσε σαν κάψα έτοιμη να σκάσει και να εκτινάξει το μήνυμα παντού πως όλα στον κόσμο γίνονται και ξαναγίνονται και φεύγουν και ξανάρχονται ή μήπως ήμουν εγώ σε μια γλυκιά παραίσθηση που αφέθηκα κι ενδίδω; Ήταν το δέντρο της γνώσεως; Ήταν του έρωτα; Το δέντρο που έδινε ζωή ή μήπως του θανάτου που την έπαιρνε πίσω; Ένα ρίγος μου θέρισε τα σπλάχνα και τότε ένοιωσα καλά ότι η φύση που όλοι περιφρονήσαμε, ολοζώντανη και θαλερή με διεκδικούσε, «να βρω γαλήνη εδώ», άκουγα μέσα μου το παλιό τραγούδι. Δεν ήταν του κόσμου μας το πάρκο τούτο· ήταν της ουτοπίας. Όσο για το δέντρο, πήρε στα μάτια μου πια τέτοιες διαστάσεις που έμελλε σαν τον Ιακώβ να σκαρφαλώσω, με τους αγγέλους να παλέψω το μαύρο άνθρωπο που ήμουν και με τους θεούς να συνομιλήσω, σαν «Κόρη του Ευθυδίκου» εγώ.
Δεν πρόλαβα… Ένα σκυλί γαύγισε πλάι μου, θόρυβος αυτοκινήτων από τον δρόμο, φρένα που έτριξαν και νευρικά κορναρίσματα τράβηξαν τον πέπλο της στοχαστικής μου αναπόλησης κι αμέσως το πάρκο γέμισε με κόσμο, αραχτό στα παγκάκια ή βιαστικό που πηγαινοερχόταν, παιδάκια που παίζαν, πλανόδιους μουσικούς και κανείς δεν έβλεπε το δέντρο μου κι εμένα που οι σκέψεις μου είχαν μπερδευτεί στις ρίζες του κι ήταν αδύνατο να ξεχωρίσουν. Τότε θυμήθηκα τον Χένρυ Μίλλερ που έλεγε ότι ο προορισμός δεν είναι ποτέ ένας τόπος, αλλά ένας νέος τρόπος να βλέπει κανείς τα πράγματα. Κι εγώ απέμεινα να κοιτάζω τον πίνακα.
Πηγή : diastixo.gr