Λογοτεχνικά κείμενα-«Ούτε βήμα» της Δώρας Κουγιουμτζή
Ήταν το πρώτο φως στη διάρκεια της μέρας, αυτό που άναβε μέσα του όταν πατούσε το διακόπτη του παλιού πορτατίφ που στόλιζε το δωμάτιό του. Αυτό φώτιζε αμυδρά τους ξεθωριασμένους τοίχους, το σιδερένιο κρεβάτι με το χειροποίητο κουβερλί, φτιαγμένο απ’ τη μάνα του –ό,τι ομορφότερο και χρωματιστό υπήρχε σ’ αυτό το δωμάτιο–, τη δίφυλλη ντουλάπα και την καθόλου ευκαταφρόνητη βιβλιοθήκη, με τα βιβλία που είχε κληρονομήσει απ’ τον πατέρα του. Στις σελίδες εκείνου του τοίχου καρτερικά συνωστίζονταν παραταγμένοι δεκάδες διαφορετικοί κόσμοι, που ο ίδιος δεν είχε κάνει τον κόπο ν’ απλώσει το χέρι να τους ανοίξει την πόρτα...
Περίμενε την ώρα που θα πατούσε το διακόπτη, που το πορτοκαλί φως της λάμπας θα διαχέονταν στο δωμάτιο, αυτό σηματοδοτούσε μέσα του την αρχή της νύχτας, κι αυτό σήμαινε το τέλος μιας ακόμη ημέρας, το είχε ανάγκη, να περάσει από πάνω του και να ελπίσει στην επόμενη... κάθε μέρα η ώρα αυτή, υποκινούμενη απ’ την ανάγκη του, γινόταν και πιο μικρή, επτά, έξι, πέντε το απόγευμα, κάποιες φορές το ακόμη υπάρχον φως του ήλιου το εκμηδένιζε.
Την λέγαν Ήρα, έτσι τουλάχιστον την αποκάλεσε ο μανάβης της γειτονιάς. Στην αρχή νόμιζε πως απευθυνόταν στο σκυλάκι που κρατούσε στην αγκαλιά της με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο διάλεγε τα ζαρζαβάτια της. Τις σπάνιες φορές που έβγαινε απ’ το δωμάτιό του τη συναντούσε πάντα στη γειτονιά, απευθυνόταν σε όλους με το μικρό τους όνομα, «χαρά στο κουράγιο της», σκεφτόταν με την κεκτημένη κριτική διάθεσή του, κάτι όμως τον εμπόδιζε να την προσπεράσει, κάρφωνε τα μάτια του στα δικά της ή μάλλον λίγο πιο κάτω, στα χείλη της, που ήταν πάντα ανοιγμένα σ’ ένα ολάνθιστο χαμόγελο.
Έξι το απόγευμα, άναψε το φως κι έκατσε στο κρεβάτι. Είχε πολύ καιρό να προσκαλέσει κάποιον στο δωμάτιό του, αν και την πρώτη επαφή δεν την προκάλεσε εκείνος. Ήταν μάλλον το βλέμμα του το καρφωμένο επάνω της που την έκανε να συστηθεί κι αυτή και το σκυλάκι της, «γιατί χαμογελάει συνέχεια», αναρωτήθηκε, είναι άραγε το μυστικό της γοητείας της; Μ’ αυτή την ειρωνική διάθεση τη συνόδεψε για έναν καφέ, την άφηνε να μιλάει προσπαθώντας να την τσεκάρει, οι σιωπές που υποκινούσε δεν τον τρόμαζαν, ούτε τον έριχναν τα εύκολα χαμόγελα, την προσκάλεσε στο δωμάτιό του, καταπνίγοντας τον παραμικρό ενθουσιασμό, έπρεπε να δει αν άξιζε τον κόπο...
Την επομένη του χτύπησε την πόρτα στις πέντε ακριβώς. Της άνοιξε... στο αριστερό της χέρι αντί του σκύλου βρισκόταν ένα μπουκάλι κρασί, «αυτό το έφερα απ’ το σπίτι», είπε σχεδόν απολογητικά, «αυτό όμως...», βιάστηκε να τείνει το δεξί της χέρι μ’ έναν δίσκο επάνω τυλιγμένο με αλουμινόχαρτο, «μηλόπιτα, σπιτική, δική μου...». Τη συνόδεψε μέχρι το κρεβάτι, την έβαλε να καθίσει κι εκείνος τράβηξε μια καρέκλα δίπλα της, θαύμασε τη βιβλιοθήκη του, ενδόμυχα κι εκείνον, προσθέτοντας με περισσή ειλικρίνεια πως εκείνη δεν ήταν τόσο διαβασμένη... πέρασε ένα τέταρτο μέχρι να την ρωτήσει αν ήθελε καφέ, έγνεψε αρνητικά το κεφάλι, τη ρώτησε για τη δουλειά της, δεν πρόσεχε την απάντησή της, αλλά το βλέμμα της που παρατηρούσε άθελά της το βρόμικο πάτωμά του. Ήταν η πρώτη φορά που χαμογέλασε, επιβραβεύοντας μ’ έναν τρόπο τον εαυτό του και την καθαρότητα του χαρακτήρα του, ποτέ δεν έκρυψε τις ατέλειές του... αυτό του έδωσε αυτοπεποίθηση, μπήκε μπροστάρης στην κουβέντα, της έκανε ερωτήσεις, επιθετικά, κάθε απάντησή της, η μία περισσότερο μαγκωμένη απ’ την άλλη... τον διέκοψε σε μια ύστατη προσπάθεια να ζεστάνει την ατμόσφαιρα... «είναι πολύ νόστιμη, μπορείς να δοκιμάσεις αν θέλεις». Σηκώθηκε και σέρβιρε μηλόπιτα, σε πιάτα διαφορετικά μεταξύ τους, της το πρόσφερε. Έφαγε μια μπουκιά απ’ το κομμάτι της, δυσκολεύτηκε να το καταπιεί κι άφησε το πιατάκι δίπλα της στο κρεβάτι, πάνω στο κουβερλί... το χέρι της ασυναίσθητα γλίστρησε στους χειροποίητους μάλλινους κόμπους, άρχισε να τους χαϊδεύει, κάθε τετράγωνο απ’ το καρό σχέδιό του ήταν διαφορετικού χρώματος, ήταν αναμφίβολα ό,τι πιο όμορφο υπήρχε σ’ αυτό το δωμάτιο... θα ήθελε να το πάρει να τυλίξει με αυτό το κορμί της...
Εκείνος την παρακολουθούσε, τα χείλη της μαράθηκαν, στο πρόσωπό της διέκρινε πικρία, αν τη γνώριζε παραπάνω ίσως αυτά στοιχειοθετούσαν το θυμό της, δεν ήταν σίγουρος, ήταν όμως σίγουρος πως την ξεμπρόστιασε... τόσο κράτησε λοιπόν το χαμόγελό της... εκείνη σηκώθηκε αργά, διέσχισε τα τρία βήματα που χώριζαν το κρεβάτι απ’ την καρέκλα και στάθηκε ακίνητη μπροστά του... τότε μόνο πρόσεξε πως το σώμα της ήταν υπέροχο, τις καμπύλες της, το καταπράσινο φόρεμα που άφηνε να φανεί το άνοιγμα του στήθους της και προφανώς φόρεσε για εκείνον... ήταν η πρώτη φορά στη διάρκεια της γνωριμίας τους που ένιωσε ευάλωτος. Στάθηκε λίγο ακόμη έτσι, ακίνητη μπροστά του, σαν να ήθελε να «γράψει» η παρουσία της, κι έσκυψε αργά προς το πρόσωπό του, τα χείλη της άγγιζαν σχεδόν το αυτί του, όχι, δεν ήταν δυνατόν να ήθελε να τον φιλήσει, ήταν προφανές πως το ραντεβού τους πήγαινε κατά διαόλου... ένιωθε την ανάσα της, το κορμί του ρίγησε, ο ψίθυρός της μόνο ψίθυρος δεν ήταν... «δεν βλέπω», του είπε, «νύχτωσε, δεν έκανες καν τον κόπο ν’ ανοίξεις το φως». Αργά, άνοιξε την πόρτα του και την έκλεισε ήρεμα πίσω της...
Τη θυμόταν εκείνη τη μέρα, όχι ως τη μέρα που ήρθε η Ήρα σπίτι του, αλλά ως τη μέρα που είχε ξεχάσει ν’ ανάψει το φως του... πώς της το επέτρεψε!
Η Δώρα Κουγιουμτζή γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1970. Αποφοίτησε από το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Α.Π.Θ. Πήρε πτυχίο στα ανώτερα θεωρητικά, έγραψε μουσική για θεατρικές παραστάσεις σε σκηνοθεσία Ζηβανού, Οικονόμου, Μπαρμπατσάλου, και ένα θεατρικό έργο, το Ένα άλλο παράθυρο, που ανέβηκε στο ΚΘΕΘ. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Πηγή : diastixo.gr