Λογοτεχνικά κείμενα-«Οι παραθεριστές» του Πέτρου Γκάτζια

2016-09-08 15:32
«Οι παραθεριστές» του Πέτρου Γκάτζια


«Φίλε μου καλέ, καλέ μου φίλε, θα κάτσεις, τώρα σε λίγο. Να εδώ, δίπλα στην Κατερίνα. Ε, Κατερινάκι, δεν σε πειράζει να βάλω εδώ το παλικάρι;».

Το πρόσωπό του είναι ακόμη γεμάτο σκόνη και ξεραμένους καφέδες, όπως και τα ρούχα του. Μόλις πριν απο λίγη ώρα, το παλικάρι, όπως τον αποκαλεί, είχε χάσει αδικαιολόγητα την υπομονή του περιμένοντας για ένα τραπέζι, σ’ αυτή την παραλία, που θυμίζει Βαλκάνια, μέσα στο κατακαλόκαιρο.

Βλέποντας τον σερβιτόρο και ιδιοκτήτη του μικρού καφενείου να περιφέρεται αγχωμένος ανάμεσα σε καρέκλες, τραπέζια και ξαπλώστρες, προσπαθώντας να τους βολέψει όλους, άπλωσε το πόδι του την ώρα που περνούσε, ρίχνοντας τον στην καυτή άσφαλτο, μαζί με καφέδες, τοστ και πορτοκαλάδες που κουβαλούσε πάνω στον δίσκο.

Ο Βασίλης σηκώθηκε με μια αέρινη κίνηση και, χαμογελώντας, έδειχνε πραγματικά να πιστεύει ότι τιμωρήθηκε για το λάθος που έκανε: Άργησε να βρει θέση σε πελάτη.

Μετά απ’ αυτό ο νεαρός κατέβασε το κεφάλι και έδειχνε μετανιωμένος. Έπειτα κάθισε στη θέση που του υπέδειξε ο Βασίλης, δίπλα στο Κατερινάκι, τη φοιτήτρια της Νομικής που αποφάσισε να κάνει, όπως παλιά, διακοπές με τους δικούς της, ελλείψει χρημάτων, στο παλιό διαμέρισμα που νοικιάζουν για όλο το καλοκαίρι, λίγο έξω απο την Κόρινθο. Κοκκίνισε όταν της χαμογέλασε αμήχανα, αλλά συνέχισε να διαβάζει το βιβλίο της.

Όλη η παραλία όμως τον κοιτούσε. Ένας νεαρός, από το πουθενά, ένας ανυπόμονος νεαρός, σε έναν χώρο απόλυτης ραθυμίας, προσέβαλε τον Βασίλη τους. Και εάν εκείνος έδινε το σύνθημα, θα ορμούσαν πάνω του να τον κάνουν του αλατιού. Ξαφνικά, εκείνη η επίδειξη ανδρισμού και η «μαγκιά» του εξανεμίστηκαν. Κάθεται σαν καλός μαθητής στη θέση του και δίνει την παραγγελία του στον Βασίλη: «Ναι, φίλε μου καλέ, καλέ μου φίλε! Θες και μεζεδάκι μαζί με την μπίρα; Οι κεφτέδες μας είναι υπέροχοι!». Ο νεαρός αρνείται ευγενικά και κάνει πως αγναντεύει το πέλαγος.

Βρίσκομαι σ’ ένα μικρό τραπέζι λίγο παραπέρα και τυχαία άρχισα να παρατηρώ τον Βασίλη, έναν ξερακιανό άνδρα, γύρω στα πενήντα, με ξανθοκόκκινα γένια. Μου κίνησε αρχικά την περιέργεια ο τρόπος του και εκείνη η έκφραση που βρίσκεται διαρκώς στα χείλη του ό,τι και αν κάνει, ό,τι και αν πει: «Φίλε μου καλέ, καλέ μου φίλε» και αυτό το απλανές βλέμμα και το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη του.

Όλη του η έννοια, όπως είχα καταλάβει, ήταν πραγματικά να βολέψει αυτούς τους ανθρώπους και όχι τόσο να τους σερβίρει. Στο μυαλό του, είχαν όλοι δικαίωμα να καθήσουν σ’ αυτή την παραλία-μωσαϊκό ανθρώπινων χαρακτήρων. Και όταν δεν τα κατάφερνε –όπως στην περίπτωση του νεαρού– προσπαθούσε μ’ έναν τρόπο να τους «παντρέψει» για να είναι όλοι ευχαριστημένοι.

Έπρεπε να βρει ένα τραπέζι για την παχύσαρκη κυρία, μαζί με τα παχύσαρκα παιδιά της και τον αδύνατο άνδρα της. Ένα τραπέζι για τον παππού με τα εγγόνια του, που δεν θέλει να μοιάζει με παππούς στα εξήντα του και εμφανίζεται στην παραλία με αμάνικο μπλουζάκι απο ροκ συγκρότημα, ψάθινο καπέλο και χαϊμαλιά να κρέμονται στο λαιμό του. Ο γιος του, γύρω στα 35, δείχνει πολύ μεγαλύτερος. Χοντρός και με μεγάλα τατουάζ στα μπράτσα.

Ένα τραπέζι και για τον κύριο Επαμεινώνδα, συνταξιούχο της ΔΕΗ, που επιμένει να κάνει μόνος του διακοπές, χρόνια τώρα, αν και τα αδέρφια του θέλουν κάθε φορά να τον πάρουν μαζί τους στο νησί. Θα κάτσει μαζί με την κυρία Αναστασία σήμερα, χήρα γυμνασιάρχου, και την κυρία Φούλα, παλιά κωμμώτρια, αλλά στο μαγαζί του Βασίλη οι ταξικές διαφορές δεν έχουν σημασία.

Πρέπει να βολέψει και την ωραία της παραλίας, τη Σάντρα, που εμφανίζεται το μεσημεράκι και σχεδόν απαιτεί τη θέση της σ’ αυτή την παράξενη παρέα.

Έπειτα ακολουθεί και η Σόφη. Μια γυναίκα γύρω στα 45, με μεγάλο μαύρο καπέλο και ασορτί παρεό. Είναι η μόνη που δεν δέχεται άλλον στο τραπέζι της, ακόμη και τις δύσκολες ημέρες του Αυγούστου. Παρ’ όλα αυτά ο Βασίλης σέβεται αυτή την ιδιορρυθμία της, γιατί είναι παλιά πελάτισσα. Εκείνη κοιτάζει πάντοτε με δέος τις νοικοκυρές που κάθονται δίπλα της, προσπαθώντας να κουμαντάρουν παιδιά ή και εγγόνια και μετά κάνει την παραγγελία της.

«Φίλε μου καλέ, καλέ μου φίλε, θα φέρω κι άλλες καρέκλες, από μέσα. Πόσοι; Έξι; Μην ανησυχείτε!»

Ο Βασίλης συνεχίζει ακούραστος όσο ο ήλιος ανεβαίνει στον ουρανό και πυρώνει το μεσημέρι. Κάθε φορά που πληρώνεται έναν λογαριασμό λέει: «Θα τα πούμε το απόγευμα...». Γιατί οι πελάτες είναι πια συγκεκριμένοι και τους γνωρίζει όλους με τα μικρά τους ονόματα. Όλον το χειμώνα είναι χαλαρός και δουλεύει με τους ντόπιους, αλλά το καλοκαίρι σ’ αυτή την ιδιότυπη διαχείριση κρίσεων δεν τον φθάνει ούτε ο καλύτερος μάνατζερ στο Σίτι του Λονδίνου.

Στις ξαπλώστρες τώρα έχουν ανοίξει τα πρώτα τάπερ με τα κεφτεδάκια και τις τηγανιτές πατάτες. Οι νοικοκυρές, με μια παλιομοδίτικη αντίληψη και συμπεριφορά που δεν πιστεύεις ότι έχει επιβιώσει στον 21ο αιώνα, προσπαθούν να μπουκώσουν τα παιδιά τους, κάτω απο το άγρυπνο βλέμα του Βασίλη που φωνάζει διαρκώς: «Αντωνάκη, άκου τη μαμά σου! Σοφούλα, εάν δεν φας, το βράδυ δεν έχει λούνα-παρκ! Δημητράκη, περίμενε τη γιαγιά σου για να πας στα βαθιά!».

Δίπλα, σε μια παλιά πλαστική καρέκλα, κάθεται ο κύριος Λάκης, απροσδιορίστου ηλικίας, με μια πολύχρωμη πετσέτα, παρά τη ζέστη, ριγμένη στους ώμους του, για να κρύβει λίγο την τεράστια κοιλιά του. Κοιτάζει δεξιά-αριστερά και μετά, όταν θεωρεί ότι κανείς δεν τον βλέπει, πετάει την πετσέτα και βουτά στη θάλασσα. Τρέχει γρήγορα πάνω στις μεγάλες, ξεθωριασμένες πέτρες, λες και φοράει παπούτσια.

Το Κατερινάκι σηκώνει τα μάτια και ρίχνει κλεφτές ματιές στον νεαρό που κάθεται δίπλα της, αλλά εκείνος δείχνει αγχωμένος και σαν κάτι να περιμένει. Κάθονται στο ακριανό τραπέζι, κοντά στο δρόμο.

Ξαφνικά μια παλιά ασημένια BMW περνά από πίσω τους. Στο τιμόνι μια παράξενη γυναίκα με έντονα χαρακτηριστικά που θυμίζουν άνδρα. Δείχνει μεγάλη, αλλά δεν είναι. Από το αυτοκίνητο ακούγονται βαριά λαϊκά, καψουροτράγουδα. Περνά σιγά πίσω από τον νεαρό. Εκείνος χλωμιάζει και συνεχίζει να κοιτάζει το πέλαγος.

Η γυναίκα έχει χοντρά δάχτυλα γεμάτα χρυσά δαχτυλίδια και μάλλον φορά περούκα, κόκκινη. Τα τραγούδια εξακολουθούν να παίζουν στη διαπασών. Περνά ξανά και ξανά και φαίνεται να αναστενάζει. Ωστόσο, μόνο την τελευταία φορά καταλαβαίνω ότι είναι τραβεστί. Θα πρέπει να είναι πολύ ερωτευμένη, σκέφθηκα, για να το κάνει αυτό μέρα μεσημέρι, μπροστά σε τόσες οικογένειες.

Την τελευταία φορά, παραλίγο να πέσει πάνω στον Βασίλη που διασχίζει αγχωμένος το δρόμο. «Φίλε μου καλέ, καλέ μου φίλε,» ακούγεται να λέει κατά τη συνήθειά του και μετά τα λόγια που της ψιθυρίζει χάνονται. Είναι όμως σημαντικά, γιατί αμέσως μετά το αυτοκίνητο εξαφανίζεται για πάντα και ο νεαρός αναπνέει ανακουφισμένος. Κοιτάζεται στα μάτια με τον Βασίλη, που δεν έχει προλάβει ακόμη να πλυθεί και το πρόσωπό του μοιάζει λες και έχει διασχίσει την έρημο. Η στάση του κάνει τον νεαρό να αισθανθεί ακόμη πιο άσχημα για την προηγούμενη συμπεριφορά του.

«Πώς είπες ότι σε λένε;» ρωτά το Κατερινάκι, παίρνοντας επιτέλους την πρωτοβουλία που δεν έπαιρνε ο νεαρός και μην έχοντας καν αντιληφθεί τι είχε συμβεί.

«Μίλτο...», απαντά μονολεκτικά εκείνος, αλλά ο πάγος –αυτό που ήθελε το Κατερινάκι– έχει σπάσει και σε λίγο, μόλις ο νεαρός σιγουρευτεί ότι το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε, θα αρχίσει να μιλά μαζί της και το Κατερινάκι θα βρει ένα κάποιο ενδιαφέρον σ’ αυτό το βαρετό, όπως το χαρακτήριζε, θέρετρο. Είναι αλήθεια πως ο νεαρός είναι καλοβαλμένος, αλλά κι εκείνη δεν πάει πίσω. Είμαι σίγουρος πως το παρατήρησε και ο Βασίλης και πως, για άλλη μια φορά, το «πάντρεμα» δεν έγινε τυχαία.

Από μακριά ακούγεται και πάλι ο Βασίλης να απευθύνεται σε καινούργιους πελάτες: «Φίλε μου καλέ, καλέ μου φίλε...». Και ο νεαρός του χαμογελάει για πρώτη φορά και ακουμπά το χέρι στην καρδιά του για ένα μεγάλο «ευχαριστώ», αλλά ο Βασίλης δεν το βλέπει, χαμένος μέσα στον τελετουργικό του κυκεώνα...

Πηγή : diastixo.gr