Λογοτεχνικά κείμενα-«Ο κυνηγός Γράκχους» του Φραντς Κάφκα

2016-04-14 17:19
«Ο κυνηγός Γράκχους» του Φραντς Κάφκα

μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης


Δυο αγόρια καθισμένα στη μάντρα της προκυμαίας έπαιζαν ζάρια. Ένας άντρας διάβαζε εφημερίδα στα σκαλοπάτια ενός μνημείου υπό τον ίσκιο του ήρωα που κράδαινε το σπαθί. Ένα κορίτσι γέμιζε στο πηγάδι μια ξύλινη καρδάρα νερό. Ένας οπωροπώλης ξαπλωμένος πλάι στην πραμάτεια του ατένιζε τη λίμνη. Στο βάθος ενός καπηλειού διακρίνονταν, μέσα από τις άδειες τρύπες της πόρτας και του παράθυρου, δυο άντρες να πίνουν κρασί. Ο ταβερνιάρης, καθισμένος μπροστά, σε ένα τραπέζι, λαγοκοιμόταν. Μια βάρκα χόρευε απαλά, λες και δεν ακουμπούσε στο νερό, στο μικρό λιμάνι. Ένας άντρας με μπλε ρόμπα πήδηξε στην ξηρά και πέρασε το παλαμάρι στα κρικέλια. Δυο άλλοι άντρες, που είχαν σκούρες φορεσιές με ασημί κουμπιά, σήκωναν πίσω από το βαρκάρη ένα νεκροκρέβατο, που πάνω του, κάτω από τα ανθισμένα σχέδια και τα κρόσσια ενός μεγάλου μεταξωτού μαντιλιού, βρισκόταν προφανώς ένας άνθρωπος.  

Κανείς στην προκυμαία δεν νοιάστηκε για τους νεoφερμένους, και ακόμα κι όταν εκείνοι ακούμπησαν το φορείο στο χώμα περιμένοντας το βαρκάρη –που συνέχιζε να καταγίνεται με τα σχοινιά– κανείς δεν τους πλησίασε, δεν τους έκανε μια ερώτηση, κανένας δεν τους έριξε μια πιο προσεκτική ματιά.

Μια γυναίκα, που τώρα ήταν ορατή στο κατάστρωμα, μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά και ξέπλεκα μαλλιά, καθυστέρησε λίγο ακόμα τον βαρκάρη, που στη συνέχεια ήρθε και υπέδειξε ένα κιτρινωπό, διώροφο κτήριο, που υψωνόταν κατακόρυφα αριστερά κοντά στο νερό. Οι άντρες σήκωσαν και πάλι το νεκροκρέβατο και το μετέφεραν μέσα από τη χαμηλή, αλλά από λεπτές κολόνες, διαμορφωμένη πύλη. Ένα μικρό αγόρι άνοιξε ένα παράθυρο, μόλις που πρόλαβε να δει τους άντρες, προτού χαθούν μέσα στο σπίτι, και το έκλεισε πάλι βιαστικά. Τώρα έκλεισε και η πόρτα της πύλης, μαύρη και δρύινη με καλοδουλεμένους αρμούς. Ένα σμήνος περιστεριών, που ως τότε φτεροκοπούσε γύρω από το καμπαναριό, ήρθε και κάθισε μπροστά στο σπίτι. Τα περιστέρια συγκεντρώθηκαν μπροστά στην πύλη, λες και η τροφή τους ήταν φυλαγμένη στο σπίτι. Ένα απ’ αυτά φτερούγισε ψηλά στον πρώτο όροφο και ράμφισε το τζάμι του παράθυρου. Ήταν ανοιχτόχρωμα, καλοφτιαγμένα, ζωηρά πουλιά. Μια γυναίκα τους έριξε με φόρα σπόρους από τη βάρκα, αυτά τους μάζεψαν και ύστερα πέταξαν απέναντι προς τη μεριά της. 

Ένας άντρας με κρέπι πένθους στο ημίψηλο καπέλο του κατηφόριζε ένα από τα στενά, απόκρημνα σοκάκια που οδηγούσαν στο λιμάνι. Κοιτούσε ολόγυρα εξεταστικά, τα πάντα έμοιαζαν να του φέρνουνε βάρος και η θέα σκουπιδιών σε μια γωνιά προξένησε ένα μορφασμό στο πρόσωπό του. Στα σκαλοπάτια του μνημείου υπήρχαν φλούδες φρούτων. Περνώντας τις απομάκρυνε με το μπαστούνι. Χτύπησε στην πόρτα του σπιτιού παίρνοντας ταυτόχρονα το ημίψηλο στο δεξί χέρι, που φορούσε μαύρο γάντι. Η πόρτα δεν άργησε να ανοίξει. Γύρω στα πενήντα μικρά αγόρια παρατάχθηκαν στις δυο πλευρές του μακρύ διαδρόμου και υποκλίθηκαν.

Ο βαρκάρης κατέβηκε τη σκάλα, υποδέχτηκε τον κύριο και τον οδήγησε επάνω. Στον πρώτο όροφο περπάτησαν στο αίθριο, στον κύκλο του ανάλαφρου, περίτεχνου περιστυλίου, και ύστερα πέρασαν –ενώ τα αγόρια στριμώχνονταν πίσω τους σε κάποια απόσταση ως ένδειξη σεβασμού– σε ένα ψυχρό, μεγάλο χώρο στην πίσω πλευρά του οικήματος, που απέναντι του δεν υπήρχε άλλο κτίσμα, παρά μόνο ένας τοίχος γυμνός, σταχτής και βραχώδης. Οι άντρες ήταν απασχολημένοι με το να στήσουν και να ανάψουν δυο μακριά κεριά στις κεφαλές του νεκροκρέβατου, μα, φως κι έτσι δεν έγινε, μονάχα ξεσηκώθηκαν αγριεμένοι οι ίσκιοι που ως πιο πριν αναπαύονταν, τρεμοπαίζοντας πάνω στους τοίχους. Το κάλυμμα του κρεβατιού είχε τραβηχτεί. Επάνω του βρισκόταν ξαπλωμένος ένας άντρας με άγρια, μπλεγμένα μαλλιά και γένια, ηλιοκαμένο δέρμα, που έμοιαζε να είναι κυνηγός. Ήταν ακίνητος – προφανώς άψυχος– με κλειστά μάτια, όμως μόνο το περιβάλλον υποδήλωνε, πως επρόκειτο μάλλον για νεκρό.  

Ο κύριος πλησίασε στο κρεβάτι, ακούμπησε το χέρι στο μέτωπο του ξαπλωμένου, γονάτισε ύστερα καταγής και προσευχήθηκε. Ο βαρκάρης έκανε νόημα στους άντρες να εγκαταλείψουν το δωμάτιο. Εκείνοι βγήκαν, έδιωξαν τα παιδιά που είχαν μαζευτεί απέξω και έκλεισαν την πόρτα. Όμως, κι ετούτη ακόμα η σιωπή έμοιαζε να μην είναι αρκετή στον κύριο. Έριξε ένα βλέμμα στον βαρκάρη, που κατάλαβε και πέρασε στο διπλανό δωμάτιο από μια πλευρική πόρτα. Την ίδια στιγμή ο άντρας στο νεκροκρέβατο άνοιξε τα μάτια, έστρεψε το πρόσωπο χαμογελώντας πονεμένα στον κύριο και είπε: «Ποιος είσαι;» – Ο κύριος σηκώθηκε από την γονυπετή στάση χωρίς να δείξει άλλη έκπληξη και απάντησε: «Ο δήμαρχος της Ρίβα».     

Ο άντρας στο κρεβάτι έγνεψε καταφατικά, άπλωσε το χέρι αδύναμα δείχνοντας μια πολυθρόνα και είπε, αφού ο δήμαρχος είχε ακολουθήσει το κάλεσμά του: «Ναι, βέβαια, το ήξερα, κύριε δήμαρχε, αλλά την πρώτη στιγμή όταν συνέρχομαι, τα έχω ξεχάσει όλα, τα πάντα μέσα μου γυρίζουν και είναι καλύτερα να ρωτώ, ακόμα κι αν τα ξέρω. Κι εσείς, θα γνωρίζετε ίσως, πως είμαι ο κυνηγός Γράκχους».  

«Ασφαλώς», είπε ο δήμαρχος. «Ενημερώθηκα τη νύχτα για την άφιξη σας. Κοιμόμασταν από ώρα, όταν η γυναίκα μου φώναξε γύρω στα μεσάνυχτα: «Σαλβατόρε», έτσι με λένε, «κοίτα, ένα περιστέρι στο παράθυρο!» Και πράγματι, ήταν ένα περιστέρι, αλλά μεγάλο σαν πετεινός. Πλησίασε πετώντας στο αυτί μου και είπε: «Αύριο θα έρθει ο νεκρός κυνηγός Γράκχους. Να τον υποδεχτείς εν ονόματι της πόλης».

Ο κυνηγός συναίνεσε κουνώντας το κεφάλι και πέρασε την άκρη της γλώσσας στα χείλη: «Ναι, τα περιστέρια έρχονται πριν από μένα. Πιστεύετε όμως, κύριε δήμαρχε, πως θα έπρεπε να μείνω στη Ρίβα;»

«Αυτό δεν μπορώ να το πω ακόμα», απάντησε ο δήμαρχος. «Είστε νεκρός;»

«Ναι», είπε ο κυνηγός, «όπως βλέπετε. Πριν πολλά χρόνια, θα πρέπει όμως να είναι απίστευτα πολλά, έπεσα από έναν βράχο στον Μέλανα Δρυμό, στη Γερμανία, κυνηγώντας μια αγριόγιδα. Έκτοτε είμαι νεκρός».

«Ζείτε όμως κιόλας», είπε ο δήμαρχος. 

«Κατά κάποιο τρόπο», είπε ο κυνηγός, «κατά κάποιο τρόπο, ζω κιόλας. Η νεκρική μαούνα μου έχασε τον δρόμο, μια άστοχη περιστροφή του τιμονιού, μια στιγμή απροσεξίας του βαρκάρη, ένας περισπασμός εξαιτίας της πανέμορφης πατρίδας μου, δεν ξέρω, τι ήταν, ξέρω μόνο πως έμεινα στη γη και πως από τότε η βάρκα μου πλέει σε επίγεια νερά. Έτσι, εγώ, που ήθελα να ζω μονάχα στα βουνά, ταξιδεύω μετά τον θάνατό μου σε όλες τις χώρες της γης».

«Και, δεν έχετε κλήρο στην άλλη ζωή;» ρώτησε ο δήμαρχος με συνοφρυωμένο μέτωπο.

«Είμαι», απάντησε ο κυνηγός, «πάντοτε στη μεγάλη Κλίμακα, που οδηγεί ψηλά. Σ’ αυτήν την πελώρια πλατιά ανεμόσκαλα βολοδέρνω, μια πάνω, μια κάτω, μια δεξιά, μια αριστερά, πάντα σε κίνηση. Ο κυνηγός μεταμορφώθηκε σε πεταλούδα. Μη γελάτε.»

«Δεν γελώ», αντέτεινε ο δήμαρχος.

«Δεν θα ήταν σωστό», είπε ο κυνηγός. «Όλο είμαι σε κίνηση. Μα κι αν ακόμα εφορμήσω προς τα πάνω με δύναμη και δω ψηλά την Πύλη να φωτίζει, ξυπνώ και πάλι στην παλιά μου βάρκα, που στέκει έρημη σε κάποια επίγεια νερά. Το βασικό λάθος του θανάτου μου κάποτε με στοιχειώνει γελώντας χαιρέκακα στην καμπίνα μου. Η Ιουλία, η γυναίκα του βαρκάρη, χτυπά την πόρτα και μου φέρνει στο νεκροκρέβατο το πρωινό ρόφημα του τόπου που στα παράλια του καταπλέουμε. Κείτομαι σε ένα ξυλοκρέβατο, φορώ –κι η εικόνα μου αυτή δεν είναι για γέλια– ένα βρόμικο σάβανο, μαλλιά και γένια είναι γκρίζα και άπλυτα, τόσο ανακατεμένα που είναι αδύνατον να ξεμπερδευτούν, τα πόδια μου είναι σκεπασμένα με ένα μεγάλο λουλουδάτο γυναικείο μαντίλι με μακριά κρόσσια. Στα δυο μου άκρα φέγγει κι από ένα αγιοκέρι. Στον τοίχο απέναντι κρέμεται μια μικρή εικόνα, μάλλον ένας βουσμάνος, που με σημαδεύει με το ακόντιο προσπαθώντας να κρυφτεί πίσω από τα εκπληκτικά σχέδια μιας ζωγραφισμένης ασπίδας. Στα πλοία συναντά κανείς τέτοιες χαζές συνθέσεις, μα αυτή εδώ είναι απ’ τις πιο χαζές. Το ξύλινο κλουβί μου δεν περιέχει τίποτα άλλο. Από ένα φεγγίτη στο πλάι μπαίνει ζεστός ο αέρας της νύχτας του Νότου κι ακούω τα νερά να παφλάζουν στα ύφαλα της παλιάς βάρκας.  

Εδώ είμαι ξαπλωμένος από τότε, που, ακόμα ως ζωντανός κυνηγός Γράκχους, γκρεμίστηκα στον Μέλανα Δρυμό –στον τόπο μου– κυνηγώντας μια άγρια γίδα. Τα πάντα πήγαν όπως έπρεπε: κυνήγησα τη γίδα, έπεσα, αιμορράγησα μέσα σε μια χαράδρα, πέθανα κι εκείνη η βάρκα έμελλε να με πάει στον άλλο κόσμο. Ακόμα θυμάμαι με τι χαρά τεντώθηκα πρώτη φορά σε τούτο το κλινάρι. Ποτέ δεν είχανε ακούσει τα βουνά τέτοια τραγούδια από μένα, σαν τότε εκείνοι οι μισοσκότεινοι τοίχοι.      

Μου άρεσε η ζωή και πέθανα χωρίς βαρυγκώμια. Πανευτυχής πέταξα από πάνω μου, πριν να πατήσω ακόμα πόδι στη μαούνα, τον κουρελιασμένο συρφετό, τον σάκο, το κυνηγετικό τουφέκι, που πάντοτε περήφανος κρατούσα και χώθηκα στο σάβανο όπως κοπέλα σε νυφικό. Ξάπλωσα και περίμενα. Μετά με βρήκε η αναποδιά».  

«Κακοτυχιά», είπε ο δήμαρχος υψώνοντας το χέρι, λες και ήθελε να την αποκρούσει. «Και εσείς, δεν έχετε καθόλου ευθύνη;»

«Καθόλου», είπε ο κυνηγός, «ήμουνα κυνηγός, σφάλμα είναι αυτό; Με είχαν ορίσει κυνηγό στο Μαύρο Δάσος, όπου υπήρχαν τότε ακόμα λύκοι. Έστηνα καρτέρι, έριχνα, πετύχαινα, έγδερνα την προβιά – φταίξιμο είναι αυτό; Η δούλεψή μου ήτανε ευλογημένη. “Ο μέγας κυνηγός του Μαύρου Δάσους”, έτσι με φώναζαν. Φταίξιμο είναι αυτό;»

«Δεν είναι η δουλειά μου να το κρίνω», είπε ο δήμαρχος, «όμως, κι εμένα μου φαίνεται να μην υπάρχει φταίξιμο σε αυτό. Αλλά, ποιος έχει τότε την ευθύνη;»

«Ο βαρκάρης», είπε ο κυνηγός. «Κανείς δεν θα διαβάσει, ό,τι γράφω εδώ, κανένας δεν θα έρθει να με βοηθήσει. Μα κι αν ακόμα υποτεθεί πως έχουν χρέος να με βοηθήσουν, οι πόρτες όλων των σπιτιών θα έμεναν κλειστές, και όλα τα παράθυρα τους σφαλισμένα, και όλοι στα κρεβάτια τους με τα σκεπάσματα ως πάνω απ’ τα κεφάλια τραβηγμένα – ένα νυχτερινό κατάλυμα όλη η γη. Και αυτό είναι λογικό, αφού κανένας δεν με ξέρει. Όμως, και να με ήξερε, δεν θα ’ξερε πού να με βρει, μα και αν ακόμα ήξερε, δεν θα ’ξερε τον τρόπο εκεί να με κρατήσει να μη φύγω –  άρα, λοιπόν, δεν θα ’ξερε πώς να με βοηθήσει. Αρρώστια είναι η σκέψη να βοηθηθώ, που όποιος την κάνει, πρέπει να μείνει στο κρεβάτι, για να γιατρευτεί.    

Αυτό το ξέρω και γι’ αυτό δεν καλώ για βοήθεια, ακόμα και σε στιγμές που δεν μπορώ να συγκρατηθώ, όπως για παράδειγμα τώρα, που το σκέφτομαι έντονα. Όμως αρκεί, για να ξορκίσω τέτοιες σκέψεις να κοιτάξω τριγύρω, για να συνειδητοποιήσω πού βρίσκομαι και πού –αυτό δικαιούμαι ασφαλώς να το πω– εδώ και αιώνες μένω».

«Παράξενο», είπε ο δήμαρχος, «παράξενο. Και τώρα σκέφτεστε να παραμείνετε εδώ σε μας, στη Ρίβα;» 

«Δεν σκέφτομαι», είπε ο κυνηγός χαμογελώντας και ακούμπησε, για να αμβλύνει τον σαρκασμό, το χέρι του στο γόνατο του δημάρχου. «Είμαι εδώ, τίποτ’ άλλο δεν ξέρω, να κάνω τίποτ’ άλλο δεν μπορώ. Η βάρκα μου δεν έχει τιμόνι, κινείται με τον αέρα που φυσά στα πιο μεγάλα βάθη του θανάτου».

Πηγή : diastixo.gr