Λογοτεχνικά κείμενα-«O “καλός” της φίλης μου» της Ελένης Χωρεάνθη
Από τότε που έφυγα από την εταιρεία, συνταξιούχος πια, σχεδίαζα πάντα ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι αναψυχής είναι ανάσα ζωής. Είναι οπωσδήποτε μια αλλαγή, ανανέωση παραστάσεων. Είναι ένας τρόπος φυγής, πρόσκαιρης έστω διαφυγής, από την όποια καθημερινότητα. Φανταζόμουνα τις περιπέτειες που θα ζούσα. Ωστόσο, πάντα έμενα στο ίδιο σημείο, στα σχέδια και στις προοπτικές.
Τα προπέρσινα Χριστούγεννα, αποφάσισα επιτέλους να αποδράσω από την κουραστική καθημερινότητα και να πάω διακοπές. Τόπος επιλογής το Λονδίνο. Είχα να το επισκεφθώ από την εποχή που κάναμε μεταπτυχιακό παρέα με την κολλητή μου, τότε, φίλη, την Ισμήνη. Εκείνη βρήκε δουλειά και προτίμησε να μείνει για πάντα εκεί.
Είχα πολύν καιρό να επικοινωνήσω μαζί της. «Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται». Καλά το λέει ο κόσμος. Η απόσταση χωρίζει τους ανθρώπους. Κι εμείς είχαμε χαθεί. Έτσι, το βρήκα ενδιαφέρον, για να μην πω συναρπαστικό, να κάνω έκπληξη στη φίλη μου και να περάσω μαζί της τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά στο χιονισμένο Λονδίνο. Φανταζόμουν πως θα ξαφνιαζόταν ευχάριστα που θα με έβλεπε μπροστά της φάντη μπαστούνι και ήθελα πολύ να τη ζήσω αυτή την ανεπανάληπτη στιγμή.
Είχα νιώσει υποστασιακά την ανάγκη να ξεφύγω, να βγω από τη μιζέρια που έχει προκαλέσει η οικονομική κρίση, που ανεπαίσθητα με είχε εγκλωβίσει στην απραξία και βίωνα την αποδοχή της με στωική απάθεια.
Έκλεισα τα μάτια και σκεπτόμουν τα απρόοπτα που συναντάει κανείς σ’ ένα ταξίδι και τις προκλήσεις που προσφέρει πάντα στον επισκέπτη η κοσμοπολίτικη πολιτεία του Βορρά. Και είχα την ευκαιρία να απολαύσω και το ταξίδι και το Λονδίνο. Ήμουνα ελεύθερη, οικονομικά ανεξάρτητη και μόνη. Οικογενειακές υποχρεώσεις δεν είχα, μπορούσα να διαθέσω τον εαυτό μου και τον χρόνο μου όπου και όπως ήθελα.
Χωρίς να χάσω χρόνο και να μετανιώσω, όπως συνήθως, μέσω Διαδικτύου έκλεισα θέση για την προπαραμονή των Χριστουγέννων με τη μοναδική πτήση όπου βρήκα εισιτήριο – όλα τα δρομολόγια ήταν κλεισμένα.
Στις λίγες μέρες που μεσολάβησαν τακτοποίησα κάποιες εκκρεμότητες, μάζεψα τα απαραίτητα πράγματα που χρειαζόμουν, τα στοίβαξα στη βαλίτσα μου και τη συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα βρέθηκα στο αεροδρόμιο ανάμεσα σε ένα πλήθος από υποψήφιους συνεπιβάτες, άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Ήταν, ομολογουμένως, υπέροχα να ταξιδέψω χωρίς συνοδό, ελεύθερη, απαλλαγμένη από υποχρεώσεις, να είμαι μόνη και συγχρόνως μαζί με τόσους αγνώστους.
Στο αεροπλάνο είχα παράθυρο με θέα. Παρατηρούσα πόσο συναρπαστική ήταν από ψηλά η θέα των εναλλασσόμενων φυσικών τοπίων που έτρεχαν προς την αντίθετη κατεύθυνση με ιλιγγιώδη ταχύτητα και τακτοποιημένη, θαρρείς, φυσική διαδοχή, και χάνονταν στη σιωπηλή ομίχλη, η οποία αλλού κι αλλού έντυνε τα πάντα με έναν εξαίσια αισθησιακό, διάφανο πέπλο υγρής λευκότητας.
***
Περιχαρακωμένη στην επιλεκτική όσο και αναγκαστική μοναξιά μου, χαιρόμουνα το ωραίο ταξίδι αδιαφορώντας ακόμα και για το ποιος καθόταν δίπλα μου, όπως όλοι οι ανέκφραστοι επιβάτες, αφημένοι στο έλεος της μοναξιάς του ο καθένας, ταξίδευαν απολαμβάνοντας την κινούμενη, την πλασματική όσο και πρόσκαιρη ευτυχία, μέρος της οποίας ήμουνα συμπτωματικά κι εγώ. Έχοντας, εξάλλου, συνέχεια στον νου μου όσα θα μπορούσαμε να κάνουμε με την Ισμήνη δέκα μέρες στο Λονδίνο, για μεγάλο διάστημα της πτήσης δεν είχε διόλου σημασία για μένα ποιος καθόταν δίπλα μου.
Κάποια στιγμή, και προς μεγάλη μου έκπληξη, συνειδητοποίησα πως ήταν ένας αρκετά συμπαθητικός, μοναχικός τύπος με γκρίζους κροτάφους, ένας καλοντυμένος αινιγματικός κύριος, αγνώστων, προφανώς, στοιχείων. Κι όμως, κάτι μού θύμιζε αμυδρά. Βολεμένος στο κάθισμά του, διάβαζε πανευτυχής το μυθιστόρημα Τι αξία έχει η αλήθεια, ερημίτη μου; του Τζορτζ Ντόουζ Γκριν, αδιαφορώντας φαινομενικά για τα πέριξ. Και για την παρουσία μου, σαφώς.
Είχα διαβάσει το υπέροχο εκείνο βιβλίο σε μετάφραση και με είχε συναρπάσει. Έτσι, θέλοντας και μη, με τον άγνωστο κύριο υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που μας συνέδεε και μπορούσε να γίνει τρόπος και μέσο επικοινωνίας που θα γεφύρωνε το ελάχιστο κενό που μας χώριζε και καθόριζε την περιστασιακή μας κυριότητα στο αεροπλάνο. Αλλά, κατά τα φαινόμενα, ο κύριος δεν είχε σκοπό να με προσέξει. Εκτός και αν περίμενε την πρώτη κίνηση από μέρους μου για ν’ αποκαλύψει την ταυτότητά του.
Όσο αδιαφορούσε, τόσο μου κινούσε την περιέργεια να μάθω ποιος κρυβόταν κάτω από την τόσο εντυπωσιακή σοβαροφάνεια. Έβγαλα από την τσάντα μου ένα σημειωματάριο και το στιλό κι άρχισα να γράφω μπλοφάροντας. Εκείνος σήκωσε επιτέλους το βλέμμα του από το βιβλίο και στρέφοντας με αντάμειψε μ’ ένα γενναίο χαμόγελο συγκατάβασης, που κάλυψε την ελάχιστη απόσταση που μας χώριζε.
«Γνωριζόμαστε;» έλυσε αυτομάτως και με εντυπωσιακό τρόπο τη σιωπή του.
«Δεν αποκλείεται…» απάντησα, πιστεύοντας πως δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ.
«Για φαντάσου…» έκανε κουνώντας το κεφάλι.
«Τι να φανταστώ;»
«Για φαντάσου!» επανέλαβε, «να συναντήσω την… ύστερα από τόσα χρόνια», έκανε.
«Αν δεν απατώμαι, μιλάω με τον διακεκριμένο αστροφυσικό που…» πήγα να πω.
«Άσ’ το αυτό το “διακεκριμένο”», με διέκοψε προσποιούμενος πως του ήταν τάχα αδιάφορο, «εννοώ αυτόν που είναι ερωτευμένος μαζί σου από μαθητής γυμνασίου», αράδιασε στη στιγμή ένα κατεβατό εγκωμιαστικών σχολίων.
Δεν θυμόμουν τίποτα. Αλλά γιατί να του το χαλάσω, σκέφτηκα, ο άνθρωπος ζει με φαντασιώσεις. Δεν ήξερα ούτε το όνομά του τότε παλιά και ίσαμε τελευταία που ασχολήθηκε μαζί του η επικαιρότητα για κάποιο επικοινωνιακό σκάνδαλο.
«Άλλο ήθελα να πω, αυτό που ξέρει όλος ο κόσμος εννοούσα, τη ραγδαία εξέλιξή σας, την ανοδική πορεία, τις δραστηριότητες πάνω στο αντικείμενό σας... Αυτά, ναι, τα γνωρίζω. Ποιος δεν ξέρει τον άνθρωπο που…»
«…ξεσήκωσε θύελλα, θέλεις να πεις, και τον πολέμησαν ανελέητα θεοί και δαίμονες», με πρόλαβε. «Αλλά “τι αξία έχει η αλήθεια”, αγάπη μου, σ’ έναν κόσμο που έχασε τον εαυτό του και δεν ξέρει τι του γίνεται;» πρόσθεσε σαρκαστικά χρησιμοποιώντας τα λόγια του συγγραφέα του βιβλίου που διάβαζε, αποφεύγοντας επιμελώς να προφέρει το όνομά μου.
Το έριξε όμως το δόλωμα. Έγινα ξαφνικά «αγάπη» του. Κατάλαβα προς τα πού το πήγαινε.
«Ναι, βέβαια…» έκανα μουδιασμένα. «Τι αξία έχει η αλήθεια, ερημίτη μου;» του πέταξα το γάντι.
«Καμία!» αντέτεινε με έκδηλη απαξίωση.
Έκλεισε το βιβλίο και το έβαλε στον χαρτοφύλακά του, πήρε ύφος κι άρχισε να μιλάει κομπάζοντας περί παντός επιστητού και δεν άργησε να γίνει βαρετός με την αδιάφορη επιστημονική του φλυαρία, που με ανάγκασε να περιοριστώ στον προορισμό του ταξιδιού και να προσπαθήσω να απαλλαγώ από την παρουσία του το συντομότερο δυνατό, με την άφιξη στο αεροδρόμιο, φυσικά.
«Όλα είναι σχετικά. Ο χρόνος είναι αδέκαστος κριτής», είπα ψιθυριστά όταν πάτησα το πόδι μου σε στέρεο έδαφος, αδιαφορώντας αν με άκουσε κανείς. Από τη στιγμή εκείνη και μετά δεν ξαναείδα τον κύριο, μέχρι που βγήκα από την αίθουσα παραλαβής των αποσκευών σέρνοντας σαν υπάκουο σκυλάκι τη βαλίτσα μου.
Η πτήση, αν και με είχε κουράσει αφάνταστα με τον ανεκδιήγητο αιώνιο θαυμαστή μου δίπλα μου, έδωσε άλλη διάσταση στα όνειρα και στις προοπτικές του ταξιδιού μου. Αδιαφορώντας για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του κόσμου, ενώ περίμενα στην παραλαβή αποσκευών να πάρω τη βαλίτσα μου, συλλογιόμουν τον φαντασμένο πρώην θαυμαστή μου, τους ζητιάνους στους δρόμους της Αθήνας, χωρίς να ξέρω ποια σχέση τον συνέδεε με τους δυστυχισμένους εκείνους. Ή, μάλλον, ήξερα.
«Είσαι κι εσύ ένας απατημένος, ένας ζήτουλας, ένα ασήμαντο ανθρωπάκι, ένα ξεθωριασμένο περιστατικό στην περιπέτεια του βίου», ήθελα να του φωνάξω.
Σέρνοντας τη βαλίτσα πίσω μου, έφτασα επιτέλους στην έξοδο. Εκεί με περίμενε μια έκπληξη, μα τι έκπληξη! Η «κολλητή» μου αγκαλιά με τον διπλανό μου. Τα έχασα, κυριολεκτικά. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να φύγω διακριτικά και να μη δώσω σημεία ζωής στην Ισμήνη. Αλλά δεν το έκανα. Αντίθετα, είπα φωναχτά ό,τι ένιωσα στη θέα του τρυφερού εναγκαλισμού του παιδιόθεν ερωτευμένου μαζί μου και της φίλης μου:
«Πώς βρέθηκες… Κι εγώ που νόμιζα πως θα σου κάνω έκπληξη…» είπα αμήχανα.
«Δεν το πιστεύω!» έκανε ξαφνιασμένη. «Δεν πιστεύω στα μάτια μου», πρόσθεσε.
Έλυσε τα χέρια της από πάνω του κι αγκαλιαστήκαμε.
«Θα σου εξηγήσω. Να σου συστήσω τον καλό μου: Ο Λέων…, ο διάσημος αστροφυσικός…», είπε σ’ εμένα και, απευθυνόμενη στον διακεκριμένο αστροφυσικό, πλαϊνό μου, και νυν σύντροφό της: «Η Μάρα, η κολλητή μου, που σου έλεγα…» του εξήγησε. Και βλέποντας, προφανώς, τον δισταγμό εκατέρωθεν να δώσουμε τα χέρια, «γνωρίζεστε;» ρώτησε.
«Μπα, όχι, απλώς συνταξιδεύαμε», είπα χαμογελώντας με νόημα.
Εκείνος δεν έβγαλε άχνα. Μετά την παγωμένη χειραψία, συνέχισε να κοιτάζει κάτω τρίβοντας τα δάκτυλά του αμήχανα.
«Μέσα σε τόσους άντρες που συναναστρέφεται η Ισμήνη, δεν βρήκε άλλο σύντροφο…» αναρωτήθηκα.
Προσπάθησα να μην της δείξω τη δυσαρέσκειά μου. Άλλωστε, ήταν τόσο πολύ χαρούμενη και καμάρωνε που έμαθα πως είχε βρει τον κατάλληλο άνθρωπο για σύντροφό της και τόσο ευτυχισμένη που τον συναντούσε, προφανώς ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, ε, δεν ήθελα να της το χαλάσω!
«Θα έρθεις μαζί μας οπωσδήποτε, δεν το συζητάω, θα πάμε σπίτι μου…» είπε.
«Δεν γίνεται», της απάντησα κοφτά, «συνοδεύω, τρόπος του λέγειν, έχω αναλάβει να ξεναγήσω ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, δεν μπορώ να τους εγκαταλείψω. Τα λέμε αύριο, μια άλλη μέρα», προσποιήθηκα με συγκατάβαση για να τους απαλλάξω από την παρουσία μου.
«Καλά, τότε, τα λέμε αύριο», συμφώνησε αδιαμαρτύρητα η φίλη μου.
Τον άρπαξε πάλι αγκαζέ τον «καλό» της, μπήκανε στο αυτοκίνητό της –ένα κόκκινο Φίατ, θυμάμαι– και φύγανε. Είχε σοβαρούς λόγους να μην επιμείνει, άλλωστε. Είχα κι εγώ διαθέσιμο όλο τον χρόνο για αγορές και επισκέψεις σε μουσεία, σε ανάκτορα, να θαυμάσω τα αξιοθέατα, όπως και για συμμετοχή στις χειμερινές ευκαιρίες που προσφέρει αφειδώς η μεγαλούπολη του Βορρά τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Όσο για την «κολλητή» μου, δεν την ξαναείδα. Ούτε την ενόχλησα. Την άφησα ήσυχη να περάσει τις γιορτές με τον «καλό» της, τον διάσημο αστροφυσικό.