Λογοτεχνικά κείμενα-«Ο χρόνος τελειώνει στην ώρα του» του Βαγγέλη Σωτήρη
Το κτίριο το ξέρει καλά. Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται. Μια τυπική πολυκατοικία του κέντρου, με ξεβαμμένες τις πράσινες τέντες και φθαρμένα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Χτυπάει το κουδούνι και μπαίνει μέσα με άνεση. Ανυπομονεί. Για την ακρίβεια, κάθε βδομάδα ανυπομονεί να έρθει αυτή η μέρα. Διασκεδάζει το μυαλό της με την ιδέα ότι μπορεί να έχει καινούργια πρόσωπα σήμερα. Χτυπάει το κουδούνι της παλιάς πόρτας και χαιρετάει την κοπέλα στην είσοδο με ένα αμυδρό χαμόγελο. Δεν περιμένει να της πει κάποιος τι να κάνει. Ξέρει πια. Όπως και να ’χει, θα ξεκινήσει όταν είναι έτοιμη, ούτε πιο γρήγορα, ούτε πιο αργά. Δεν μπορείς να πεις ότι πληρώνεται κιόλας. Το ότι το πρόγραμμα λέει έξι με οκτώ, δεν της λέει τίποτα. Δεν είναι εκείνη υπεύθυνη για το χρονοδιάγραμμα της έμπνευσης. Όποιος προλάβει, πρόλαβε. Ας κατηγορήσουν τον κύριο με το ιδρωμένο μέτωπο, που είναι κι ο υπεύθυνος. Αυτός που στρέφει την οθόνη του προς τον τοίχο και νομίζει ότι δεν τον βλέπει κανείς. Η Ελένη γνωρίζει πώς είναι να είσαι μυστικοπαθής. Το σέβεται.
Αλλάζει πάντα στη μικρή τουαλέτα. Στριμώχνεται λίγο, ο χώρος είναι μικρός. Ξεκουμπώνει τη ζακέτα της και την αφήνει στον νιπτήρα, με προσοχή. Ο καθρέφτης στις γωνίες είναι θαμπός. Το είδωλο της χαμογελάει με νόημα. Τυλίγει τα εσώρουχα με το παντελόνι και φοράει μια πετσέτα. Τη φέρνει μόνη της, γιατί δεν εμπιστεύεται ότι θα τη βρει καθαρή. Η αίθουσα είναι ζεστή σήμερα, ανάψαν τα καλοριφέρ. Πώς το έπαθαν;
«Κάθισε», της λέει ο κύριος με το ιδρωμένο μέτωπο.
Ένας άντρας γύρω στα σαράντα την κοιτάζει εξεταστικά. Αχόρταγα. Μήπως είναι ιδέα της; Γυρίζει το βλέμμα με θάρρος. Την προσοχή της αποσπά μια ήρεμη φυσιογνωμία δίπλα του. Η κοπέλα με τα γυαλιά φαίνεται αμήχανη. Δεν τη θυμάται. Πρέπει να είναι νέα. Ωραία, λοιπόν. Σταυρώνει τα πόδια και τα αγγίζει απαλά με τα χέρια. Λυγίζει τη μέση και ορθώνει το στήθος της προς τα έξω.
Πάντα ήταν περήφανη για τα στήθη της. Ο άντρας της, πιο παλιά, τα λάτρευε. Τους είχε βγάλει μέχρι και ονόματα. Δεν τα θυμάται πια, έχει καιρό να τα ακούσει.
Τα μάτια της ψάχνουν ένα σημείο στην αίθουσα να επικεντρωθούν. Ένα περιοδικό αφημένο δίπλα της την προειδοποιεί ότι τα Ικέα ξεμένουν από κρεβάτια λόγω των προσφύγων. Πιο κει, ένας πλαστικός κάδος ξεχειλίζει από σκουπίδια σαν ανθοδέσμη ρακοσυλλέκτη. Πού είναι ο νεαρός με τα σκουλαρίκια; Δεν πρέπει να ήρθε σήμερα. Αισθάνεται απογοητευμένη. Δεν τα παρατάει. Ξέρει γιατί είναι εδώ. Στέκεται ακίνητη καθώς τα χέρια γύρω της κάνουν τη δικιά τους μικρή παράσταση. Εμπνέει. Επιτάσσει με το κορμί της αυτό που σιωπά μέσα της. Εμπνέεται. Τα φλογισμένα μάτια την καρφώνουν ξανά και ξανά, είναι ένα με μια τέχνη γνώριμη και ανοίκεια συνάμα. Η μούσα τους. Αφήνει έναν μικρό αναστεναγμό. Ο κύριος με το ιδρωμένο μέτωπο καταπίνει το σάλιο του. Νιώθει τον πόθο του και λυγίζει τη μέση λίγο ακόμα. Μια τούφα μαλλιά φεύγει από τη θέση της. Έχει μια ρυτίδα στον λαιμό, λες να φαίνεται;
Η πόρτα πίσω της ανοίγει και νιώθει το σβέρκο της να ανατριχιάζει. Ο νεαρός με τα σκουλαρίκια παίρνει τη θέση του και ξεκινάει βιαστικά. Η ίδια γνωρίζει ότι δεν έχει νόημα να βιάζεσαι. Περνάει τη γλώσσα της, αργά και επιδεικτικά, γύρω από τα ξερά της χείλη. Φαντάζεται ποια θα ήταν η αντίδραση του άντρα της αν την έβλεπε.
Στα σενάρια του μυαλού της, ο νεαρός με τα σκουλαρίκια πλακώνει τον άντρα της στο ξύλο και την παίρνει μακριά. Ο κύριος με το ιδρωμένο μέτωπο τους κοιτάζει να φεύγουν σιωπηλός. Μερικές φορές ξεκινούν μια καινούργια ζωή μαζί, άλλες απλά τον αφήνει και είναι μόνη της. Περνάει την ώρα της με ενδιαφέρουσες συζητήσεις σε μια καθαρή αυλή. Έχει βάλει και γλάστρες με τα αγαπημένα της λουλούδια. Σολάνο, γιασεμί και γεράνια. Βάζει τους εραστές της να τα ποτίζουν και μοιράζεται λίγο από τον ήλιο που καίει το δέρμα τους. Είναι άνοιξη. Πάντα στα όνειρά της είναι άνοιξη.
Ο χρόνος τελειώνει στην ώρα του.
Οι μαθητές γύρω της αφήνουν κάτω τα κάρβουνα και τα μολύβια. Χαζεύουν το αποτέλεσμα, κάνουν μια γύρα να δουν και των υπόλοιπων. Η Ελένη δε δίνει σημασία. Ο ρόλος της τελείωσε. Ξανατυλίγεται με την πετσέτα και πάει να ντυθεί. Βγαίνοντας, ο νεαρός με τα σκουλαρίκια την περιμένει.
«Αυτό είναι για σας», λέει και της δίνει τη ζωγραφιά. Ο πληθυντικός την ενοχλεί, αλλά διατηρεί την απαραίτητη απόσταση. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, παρατηρεί το σχέδιο με ενδιαφέρον. Έχει δει και καλύτερα, είναι η αλήθεια. Τις γάμπες τις έκανε λίγο χοντρές και τη μέση πιο λεπτή απ’ ό,τι είναι. Παρ’ όλα αυτά, φαινόταν όμορφη. Σχεδόν αισθησιακή. Ήταν από τις γυναίκες που βγαίνουν πάντα καλές στις φωτογραφίες, γιατί όχι και σε πίνακες;
Με το που βγαίνει έξω, πετάει το σχέδιο στον πρώτο κάδο. Δεν τα κρατάει ποτέ, τι θα γινόταν αν τα έβρισκαν τα παιδιά; Ούτε να το σκέφτεται δε θέλει. Η οικογένειά της νομίζει ότι πάει σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής.
Παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Λίγο πριν φτάσει σπίτι, κάνει μια στάση στο ανθοπωλείο της γειτονιάς. Σολάνο, γιασεμί, γεράνια. Η ίδια, άλλωστε, ήταν πάντα καλή στις κορνίζες, όχι στους πίνακες.
Πηγή : diastixo.gr