Λογοτεχνικά κείμενα-«Νόρμα» του Πέτρου Γκάτζια

2016-05-19 12:45
«Νόρμα» του Πέτρου Γκάτζια


Υπάρχει μια παλιά οικογενειακή ιστορία, με πρωταγωνιστή κάποιον μακρινό θείο του. Την άκουγε απο παιδί. Θυμάται τη μάνα του να τη διηγείται, ποτέ όμως δεν έμαθε το τέλος. Κάποτε μάλιστα πίστευε πως δεν θα την ξεχνούσε ποτέ, όμως να που την ξέχασε, τουλάχιστον για λίγο. Είναι μια ρομαντική ιστορία, πέρα για πέρα αληθινή, και όλοι στο σόι του τη θεωρούν πολύ σημαντική.

Ο Τίμος την ξέχασε γιατί ξαφνικά την άφησαν στην άκρη όλοι οι άλλοι, όταν μεγάλωσαν τα παιδιά και άρχισαν να ρωτούν επίμονα για το τέλος που δεν άκουγαν όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί είναι αλήθεια πως κανείς τους δεν έλεγε ποτέ το τέλος. Έδιναν την εντύπωση ότι είχαν διηγηθεί ολόκληρο το ρομάντζο, αλλά σταματούσαν στο καλύτερο ή στο χειρότερο, όπως αποδείχθηκε αργότερα. Τα παιδιά επέμεναν βέβαια, αλλά μπορείς πολύ εύκολα να τα ξεγελάσεις με μια άλλη ιστορία ή και μ’ ένα γλυκό απο τα χέρια της πιο καπάτσας θείας.

Το 1938, ένας ερωτευμένος Έλληνας πιλότος ξεκίνησε απο τη Βρετανία με ένα σμπαραλιασμένο αεροπλάνο και έφθασε παράνομα στην τότε Σοβιετική Ενωση. Μπήκε στη χώρα σαν εισβολέας για να δει και πάλι τη γυναίκα του, που ζούσε στο Καλίνιν. Οι Σοβιετικοί τον συνέλαβαν σαν κατάσκοπο, όμως εκείνος είχε προσπαθήσει. Την είδε μόνο μια φορά προτού τον απελάσουν, όταν κατάλαβαν ότι ήταν ακίνδυνος, στα υπόγεια της KGB, στην οδό Λουμπιάνκα στη Μόσχα.

Χρόνια αργότερα το μόνο που θυμόταν ο πιλότος από εκείνη τη βραδιά ήταν το ξεπλυμένο ξανθό χρώμα στα μαλλιά της Νόρμας και τα μάτια της που του φάνηκαν λευκά. Ολα τα υπόλοιπα ξεθώριασαν.

Ο Τίμος πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο λόγος που του ήρθε ξαφνικά στο μυαλό η παλιά αυτή ιστορία είναι γιατί και αυτός έχει αποφασίσει να ξαναδεί τη Νόρμα. Οχι εκείνη του Καλίνιν, αλλά των Σερρών.

Οταν τον εγκατέλειπε για την πόλη της, είχε αλλάξει το χρώμα των μαλλιών της, το είχε κάνει ένα πλατινένιο ξανθό, θεωρώντας ότι έτσι είναι πολύ πιο όμορφη και πως θα έκανε μια εντυπωσιακή επιστροφή. Η φλόγα απο τον αναπτήρα του είχε φωτίσει τότε τα μάτια της και του φάνηκαν λευκά, σαν της Ρωσίδας πολλά χρόνια πριν. Σκέφθηκε πως δεν υπήρχε απιστία παρά μόνο η ανάγκη για επιστροφή στις ρίζες, που στάθηκε πιο δυνατή απο τον έρωτα.

Ενας χαμένος έρωτας είχε χαρακτηρίσει ολόκληρη τη ζωή του πιλότου, αλλά τουλάχιστον εκείνος τον είχε ζήσει. Τώρα, ο Τίμος φοβόταν πως, αν δεν ζούσε τη δική του ιστορία, θα κατέληγε μισός άνθρωπος. Εδινε μια ποιητική διάσταση γιατί βαθιά μέσα του πίστευε πως θα την διηγούνταν οι επόμενες γενιές μόνο που θα ήξεραν το τέλος και ήλπιζε να ήταν καλό.

Η Νόρμα είναι στις Σέρρες. Εκείνος στη Θεσσαλονίκη. Έχει πλησιάσει όσο περισσότερο μπορούσε και μυρίζει τα ίχνη της, μια εβδομάδα τώρα. Δεν έπαιρνε τηλέφωνο. Φοβόταν να ακούσει τη φωνή της. Ομως σήμερα είναι τα γενέθλιά της και στα γενέθλια συνήθως οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι.

«Ξένος απ’ όλα όσα ήξερα,
ζώντας κάθε γραμμή στο πρόσωπό σου,
και οι ρυτίδες έχουν μια γεύση πιο γλυκιά,
όσο η μνήμη βαθιά μπορεί να φτάσει».

Εγραψε με προσοχή τους στίχους του και τους τηλεγράφησε σαν μήνυμα, σαν προειδοποίηση ότι ανεβαίνει. Επειτα προσπάθησε να νοικιάσει ένα αυτοκίνητο, αλλά διαπίστωσε ότι δεν είχε μαζί το δίπλωμά του. Επρεπε όμως να ανέβει.

Η Νόρμα ήταν διαφορετική από τη γέννησή της. Ο Τίμος συνήθιζε να την αποκαλεί άκαρδη, όχι με τον ίδιο τρόπο που αποκαλούμε τις αδιάφορες γυναίκες, αλλά με την ουσία της λέξης. Γεννήθηκε κρατώντας στο δεξί της χέρι την καρδιά της, πλήρως ανεπτυγμένη. Μια καρδιά έξω απο το σώμα της, ανάμεσα στο λαιμό και την κλείδα. Οι γιατροί μιλούσαν τότε για σπάνια περίπτωση και μετά μιλούσαν για θαύμα. Κατάφεραν να βάλουν την καρδιά στη θέση της και το κορίτσι να μεγαλώσει κανονικά, όμως υπήρχαν φορές που ο Τίμος πίστευε πως οι γιατροί δεν είχαν κάνει απολύτως τίποτα και ότι η Νόρμα εξακολουθούσε να κρατάει την καρδιά στο δεξί της χέρι.

Η λύση ήταν εύκολη. Μόνο που θα έπρεπε να αποκτήσει και παρατηρητές. Στη Θεσσαλονίκη βρισκόταν ένα φιλικό του ζευγάρι που είχε συναντήσει τυχαία το προηγούμενο βράδυ. Ο Τίμος εμφανίστηκε αγχωμένος και απογοητευμένος στο μεζεδοπωλείο που έτρωγαν και αναγκάστηκε να αποκαλύψει τα σχέδιά του, όταν άρχισαν να τον ρωτούν επίμονα τι συμβαίνει. Προσφέρθηκαν να οδηγήσουν το νοικιασμένο αυτοκίνητο μέχρι τις Σέρρες και να επιστρέψουν και πάλι πίσω μαζί του. «Είναι μια πολύ συγκινητική ερωτική ιστορία» του είπε η φίλη του. «Είναι αλήθεια ότι δεν περίμενα ποτέ ότι εσύ θα σκεφτόσουν κάτι τέτοιο».

Έτσι οδήγησαν μαζί, σχεδόν μεθυσμένοι απο το μεσημεριανό τσιμπούσι. Εφθασαν σούρουπο και μισή ώρα ήταν αρκετή στον Τίμο για να πραγματώσει αυτό που είχε σχεδιάσει. Πρώτα στο ανθοπωλείο για λουλούδια και έπειτα στο ζαχαροπλαστείο για γλυκά, τυλιγμένα σε μια πάνινη θήκη για παπούτσια, χωρίς κάρτα.

Στάθηκε στο κατώφλι του σπιτιού της και τα άφησε πάνω στο χαλάκι της εξώπορτας. Αρκούσαν αυτά για να δώσει το στίγμα του. Να φανεί ότι έφθασε μέχρι εκεί. Να δείξει τι ήταν ικανός να κάνει, αλλά όχι να τη δει. Δεν το άντεχε. Δεν είχε νόημα άλλωστε,αφού η ίδια είχε επιλέξει τη ζωή της χωρίς αυτόν.

Ωρες αργότερα, όταν ταξίδευε με το τρένο για την Αθήνα έλαβε το τηλεφωνημά της. Τον ρωτούσε γιατί απέφυγε να τη συναντήσει. Εκείνος όμως δεν της απαντούσε, δεν την άκουγε καν. Εκανε ό,τι έπρεπε να κάνει. Γι’ αυτό χαμογελούσε σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή και τραβούσε το αξύριστο πρόσωπό του φωτογραφίες. Δεν είχε δει τη Νόρμα, αλλά τουλάχιστον δεν του το είχε απαγορεύσει κανείς. Ηταν δική του επιλογή, ένα επώδυνο ξεκαθάρισμα με τον εαυτό του.

Χαμογελούσε γιατί είχε μάθει το τέλος και της παλιάς ιστορίας. Το είχε απαιτήσει απο τη μάνα του. Η Νόρμα, τού είπε, παντρεύτηκε ένα ρώσο γιατρό που της έσωσε τη ζωή στο Γκρόζνι. Πάντοτε όμως περίμενε τα γράμματα του πιλότου. Πέθανε 94 ετών. Μήνες αργότερα πέθανε και ο πιλότος.

Ο Τίμος ένιωθε ανακουφισμένος και ελεύθερος. Η ιστορία, σκέφθηκε, ήταν μια απο την αρχή και ένα είναι και το τέλος. Το έγραψε και στο χαρτί. Ποιητικά όπως το άρχισε:

«Για ένα χαμένο έρωτα τις εικόνες μπερδεύω.
Τα βήματα αλλού με οδηγούν
Και το βλέμμα φοβίζει όλο και πιο πολύ,
Βυθίζοντας μέσα όλο του το μένος,
Αγαπημένη...»

Πηγή : diastixo.gr