Λογοτεχνικά κείμενα-«Μπλε μαρέν» της Κωνσταντίας Σωτηρίου
Το παντελόνι μου είναι γκρίζο. Είναι γκρίζο σκούρο με δύο πιέτες μπροστά όπως προβλέπουν οι κανονισμοί. Το πουκάμισο μπλε μαρέν, το μπλε στο πιο σκούρο μπλε, μου πέφτει κάπως φαρδύ, θα μπορούσε να ήταν ένα νούμερο μικρότερο. Δεν έχει σημασία σκέφτομαι, θα μπει στο παντελόνι, κανένας δεν θα το δει, από πάνω θα βάλω το μπλε πουλόβερ με την κόψη στο λαιμό που έχει σχήμα V. Μπλε γραβάτα και καφέ κάλτσες. Μου παίρνει λίγη ώρα να αποφασίσω αν θα βάλω σακάκι. Μπλε μαρέν σακάκι λένε οι κανονισμοί ή μαύρο. Το δικό μου σακάκι είναι μαύρο. Όποιος σκέφτηκε τους κανονισμούς της σχολικής στολής δεν έχει φαντασία σκέφτομαι. Ή ίσως έχει χιούμορ. Όταν βάζω τα παπούτσια (σκούρα μαύρα δερμάτινα δετά) η ώρα έχει πάει ήδη 8 και σχεδόν έχω αργήσει. Στο τσακ να προλάβω το σχολικό.
Ο οδηγός μισό λεπτό να αργήσω δεν περιμένει να με πάρει μαζί. Μπαίνω ανακουφισμένος στο λεωφορείο, κοιτάζω ευθεία μπροστά και προχωρώ στη δεύτερη θέση δεξιά πίσω από τον οδηγό. Έχει αποδειχθεί ότι αυτή είναι η ασφαλέστερη θέση για την πρωινή διαδρομή. Η θέση όχι ακριβώς πίσω από τον οδηγό, δεν θέλω να δείξω ότι φοβάμαι κάτι, η θέση μετά την άδεια θέση πίσω από τον οδηγό. Κάθομαι μαζεύοντας τα γόνατα και βάζω την τσάντα κάτω στα πόδια μου. Έχω ακριβώς εφτά λεπτά διαδρομής, μπορεί και δέκα αν βρέχει τόσο πολύ όσο σήμερα και έχει μποτιλιάρισμα μέχρι να μπει στο λεωφορείο ο Μιχαηλίδης και οι άλλοι. Έτσι όπως βρέχει και κοιτάζω έξω τα γκρίζα σπίτια και τους δρόμους σκέφτομαι πως ο κόσμος θα έπρεπε να είχε περισσότερο χρώμα από όσο έχω μέχρι τώρα δει. Στα πιο τρελά μου όνειρα σκέφτομαι ότι κάποιος μου αναθέτει να φτιάξω νέους κανονισμούς για στολή και κάθομαι και σκέφτομαι τα πιο τέλεια χρώματα. Σκούρο κόκκινο παντελόνι, στενό, χωρίς πιέτες, με μπορντό στενή ζώνη. Πουκάμισο γαλάζιο θαλασσί ή καλύτερα φωτεινό μπλε. Πουλόβερ πράσινο με γυριστό γιακά. Οι γραβάτες καταργούνται αλλά αν έπρεπε να έβαζα μoβ. Μoβ σκούρα γραβάτα. Ροζ κάλτσες. Πάνινα χαμηλά παπούτσια και ας γίνονταν χάλια στη βροχή, ό,τι χρώμα θέλει ο καθένας. Και σακάκι μπεζ καμηλό με γούνινο γιακά άσπρο από προβατάκι. Πρόβατο! Η σάκα του Μιχαηλίδη με βρίσκει απροετοίμαστο και την τρώω γερά στο κεφάλι. Όχι ακριβώς στο κεφάλι, στο πλαϊνό μάγουλο, στον κρόταφο. Συνήθως προλαβαίνω να σηκώσω στο πλάι το χέρι μου. Σήμερα με βρήκε απροετοίμαστο που σκεφτόμουν τα χρώματα. Ευτυχώς δεν έχει μέσα πολλά βιβλία. Η σάκα του. Ευτυχώς συνήθως είναι σχεδόν αδειανή. Απλώς με πληγώνει η μεταλλική αγκράφα στο τέλειωμα των σχοινιών της. Νιώθω κάτι σαν υγρό στο πλάι το κεφαλιού, μπορεί να είναι λίγο αίμα, ελπίζω να μην είναι δάκρυα, ο οδηγός φωνάζει τελειώνετε, ο Μιχαηλίδης και οι άλλοι προχωράνε στο τέλος του λεωφορείου, οι πίσω θέσεις είναι για τους δημοφιλείς. Σκέφτομαι πως πρέπει να αντέξω να μη σηκώσω το χέρι μου να σκουπίσω το υγρό. Προτιμώ να είναι αίμα παρά δάκρυα. Μένουν ακριβώς οκτώ ακόμα λεπτά διαδρομής και πρέπει να προλάβω να βγω έξω στο σχολείο πριν από αυτούς. Χθες δεν πρόλαβα. Οκτώ λεπτά ακριβώς διαδρομής που πρέπει να έχω τα μάτια μου διακριτικά στραμμένα στην πόρτα. Το θέμα με τον Μιχαηλίδη είναι πως ήμασταν συμμαθητές στο δημοτικό και πως ήμασταν φίλοι. Καθόμασταν δίπλα δίπλα στις πρώτες τάξεις και με βοηθούσε πότε πότε στα μαθηματικά. Ήταν ξεφτέρι στα μαθηματικά. Τους έπαιζε στα χέρια τους λογαριασμούς. Όσο ανίδεος είμαι εγώ με τους αριθμούς και σχετικός με τις λέξεις. Μου έλεγε πάντα να αφήσω στην πάντα τα βιβλία. Μη διαβάζεις ρε βιβλία. Μη σε παρασύρει που είσαι γιος δασκάλου. Έτσι μου έλεγε, ο γιος του δασκάλου. Ο ίδιος ήταν γιος του μπακάλη. Για αυτό και είχε άνεση με τους λογαριασμούς. Πόσο κλισέ ήμασταν. Αλλά ήμασταν φίλοι. Καλοί φίλοι. Και στο γυμνάσιο μπορεί να απομακρυνθήκαμε αλλά αυτό τώρα στο λύκειο. Ίσως να είχε καταλάβει. Ότι εμένα μου άρεσαν άλλα. Σίγουρα το είχε καταλάβει. Μη λες έλεγε πως το αγαπημένο σου χρώμα είναι το ροζ. Οι άντρες δεν έχουν αγαπημένα χρώματα. Σταμάτα να λες για τα χρώματα. Ωστόσο με τον ίδιο ήμασταν φίλοι. Μόνο φίλοι, εγώ ποτέ δεν σκέφτηκα κάτι διαφορετικό. Σίγουρα τον έβρισκα ωραίο, έδειχνε από μικρός ότι θα γινόταν αυτό που είναι τώρα, ο ψηλός γεροδεμένος άντρας με τα σχιστά πράσινα μάτια και το μαύρο πέτσινο μπουφάν, που τόνιζε τους ώμους και αναδείκνυε τα μάτια του. Για τον Μιχαηλίδη δεν ίσχυαν οι κανονισμοί της σχολής, ιδιωτικό ξε-ιδιωτικό. Φορούσε συνέχεια μαύρα και ακόμα κι εγώ που το μισώ θανάσιμα το μαύρο παραδέχομαι ότι του πάει. Είχε μπει με υποτροφία, ως εξαίρετος στα μαθηματικά. Σάρωνε τα βραβεία, έκανε το σχολείο περήφανο για αυτό έκαναν και όλοι για τον ενδυματολογικό κώδικα τα στραβά μάτια. Έφταιγε που εκτός από τους λογαριασμούς έπαιζε και τη σαραντάρα διευθύντρια στα δάκτυλα. Τι θα κάνω με σένα, του έλεγε με νάζι κάθε μέρα και του χάιδευε με νάζι το πέτσινο μπουφάν. Τι να κάνω με σένα. Από την άλλη εμένα όποτε με έβλεπε μου έκανε παρατήρηση πως ήμουν εκτός του ενδυματολογικού κώδικα. Ότι θα μπορούσε το παντελόνι να ήτανε λίγο πιο φαρδύ, το πουκάμισο πιο σιδερωμένο, το πουλόβερ να καλύπτει τις τσέπες στο παντελόνι. Υπάρχουν κανονισμοί σε αυτή τη σχολή που πρέπει να τηρούνται. Μπλε μαρέν, γκρίζο και κάποτε λίγο μαύρο. Κι αυτό όταν με δει τις καλές μέρες στη σχολή. Όταν προλάβω να κατεβώ από το λεωφορείο στα οκτώ ακριβώς λεπτά κρατώντας τα μάτια μου διακριτικά καρφωμένα στην πόρτα για να προλάβω να βγω πρώτος. Όταν δεν προλάβω να ανοίξω την πόρτα και δεν κατεβώ πρώτος ο Μιχαηλίδης και οι άλλοι με τραβάνε στα αποχωρητήρια. Εκείνες τις ώρες σκέφτομαι πώς θα ήταν αν ήμουν χρώμα, τι θα ήμουν αν ήμουν χρώμα και παλεύω να διαλέξω ανάμεσα στο ροζ ή το κόκκινο το κερασί, μερικές φορές σκέφτομαι πως θα ήθελα να ήμουν εκείνο το ροζ που βλέπει κάποιος πάνω στα ώριμα ροδάκινα, σκέφτομαι πως είμαι ένα ροζ ροδάκινο πάνω σε ένα γερό καταπράσινο δέντρο ριζωμένο βαθιά στο κλαδί της μάνας μου και ότι όσο και να προσπαθεί κανείς δεν μπορεί να με κόψει. Δεν μπορεί να με πιάσει. Σαν δεν προλάβω να κατεβώ από το λεωφορείο στα οκτώ λεπτά, αν δεν καταφέρω να κρατήσω διακριτικά καρφωμένα τα μάτια μου στην πόρτα, σκέφτομαι πως είμαι το ροζ, εκείνο το έντονο ροζ στο ροδάκινο, στο ώριμο ροζ ροδάκινο.
Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1975. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και εργάζεται ως Λειτουργός Τύπου στον Κλάδο Τουρκικών Θεμάτων του Γραφείου Τύπου και πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το βιβλίο της Η Αϊσέ πάει διακοπές (Εκδόσεις Πατάκης, 2015) βραβεύτηκε με το Athens Prize for Literature.
πηγή : diastixo.gr