Λογοτεχνικά κείμενα-«Η υγρασία» της Ντίνας Σαρακηνού
Ό,τι συνέβη, συνέβη ένα συνηθισμένο απόγευμα. Η τετελεσμένη σκέψη ήταν εγκατεστημένη στο μυαλό της καιρό, αλλά εκείνο το απόγευμα αποφάσισε ότι δεν έπρεπε ούτε να ανησυχεί ούτε να φοβάται. Είχε κάνει την επιλογή της. Και αυτή η έξοδός της θα ήταν grande όπως είχε συνηθίσει.
Στα πενήντα πέντε της χρόνια, τα μαλλιά της είχαν γκριζάρει, τα άλλοτε σφριγηλά πόδια της είχαν χαλαρώσει, τα αντανακλαστικά της στα αστεία της νεολαίας καθυστερούσαν. Δεν είχε να περιμένει κάτι από τη ζωή της, μόνο ψυχοφθόρα δουλειά, έτσι και αλλιώς η όμορφη ζωή της είχε διακοπεί απότομα.
Φόρεσε τις γόβες της στιλέτο, αυτές με τις οποίες πατούσε με χάρη στις χοντρές μακέτες, ένα τζιν και μια απλή μπλούζα και έκλεισε τη βαλίτζα της σχεδόν άδεια. Το ταξί την άφησε στην είσοδο του ακριβότερου και ψηλότερου ξενοδοχείου στο κέντρο της πόλης και προπλήρωσε μια σουίτα με θέα την κεντρική πλατεία στον πιο ψηλό όροφο.
Μέσα στη σουίτα άρχισε να ετοιμάζεται. Μάζεψε τα μαλλιά της κότσο, φόρεσε το κόκκινο φανταχτερό φουστάνι που είχε φέρει μαζί της και πέρασε δυο σκουλαρίκια κρίκους στα αυτιά της. Άφησε το διαμαντένιο δαχτυλίδι της στην εταζέρα για την τυχερή καμαριέρα. Ρούφηξε τα μάγουλά της καθώς βαφόταν με ρουζ. Είχε αναρωτηθεί πολλές φορές για το ίδιο θέμα, ίσως να έφταιγε ότι ποτέ δεν της αφοσιώθηκε. Σχημάτισε τα λιγοστά φρύδια της με μαύρο μολύβι. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να έχει ένα τέλειο μακιγιάζ, έστω και αν ασήμαντες χαρές είχαν καιρό να την επισκεφτούν. Γέμισε τις ρυτίδες στο μέτωπο με make up. Έβαλε και τεχνητά δάκρυα στα μάτια της. Αυτή η έντονη ξηρασία των ματιών της έφταιγε, σε αυτό είχε καταλήξει, αυτή συσκότιζε τα χρώματα γύρω της, αυτή την εμπόδιζε να διακρίνει το έντονο από το θαμπό, το πολύ από το αρκετό και το λίγο. «Ανυπόφορα τα πράγματα» ψιθύρισε μπροστά στον πολυτελή καθρέπτη. «Καιρός να τα ωραιοποιήσουμε» το είδωλο της απάντησε.
Η πόλη από το μπαλκόνι τής φάνηκε μικρή. Ήξερε ότι σε λίγα λεπτά η τρικυμία μέσα της θα ημέρευε για πάντα, θα ξέφευγε επιτέλους από τη δυστοπική της πραγματικότητα. Θα πήγαινε να τη βρει.
Κοίταξε το δρόμο. Διέκρινε κεφάλια μεγάλα και μικρά να βολτάρουν, ήταν απόγευμα και οι πεζοί κυκλοφορούσαν αμέριμνοι στα πεζοδρόμια. Όμως ο δρόμος ήταν πολυσύχναστος, δεν το είχε υπολογίσει αυτό, θα έπρεπε να εντοπίσει ένα κενό ανάμεσά τους ώστε να άφηνε το σώμα της να πέσει με χάρη.
Με αναμμένο τσιγάρο στο χέρι, σήκωσε το δεξί της πόδι και το πέρασε από την εξωτερική πλευρά του μπαλκονιού. Το τακούνι της σφηνώθηκε στιγμιαία σε μια γωνιά του κάγκελου αλλά το απελευθέρωσε στρέφοντας όλο το σώμα της. Περνώντας και το αριστερό πόδι της απ’ έξω, κάθισε, όχι τόσο αναπαυτικά, στο κάγκελο. Στο μυαλό της ήρθε μια μελωδία ενός παλιού τραγουδιού αλλά την έδιωξε γρήγορα. Η σκηνή ήταν δική της. Δεν χωρούσε άλλους stars.
Με το ένα της χέρι ρουφούσε τον καπνό και με το άλλο κρατιόταν. Πέρασαν έτσι μερικά λεπτά που παρατηρούσε τη θέα. Κανένας περαστικός δεν είχε αντιληφθεί τι επρόκειτο να συμβεί, μέχρις ότου η μία της γόβα γλίστρησε από το πόδι της και έπεσε μπροστά στον φύλακα του ξενοδοχείου. Ένα δευτερόλεπτο χρειάστηκε για να ειδοποιήσει ο φύλακας την ασφάλεια με τον ασύρματο και ακόμα δύο λεπτά για να ακούσει το έντονο χτύπημα στην πόρτα της σουίτας.
Αναστατώθηκε, προσπάθησε να ισορροπήσει στο κάγκελο ενώ έβλεπε τα χέρια του φύλακα τεντωμένα ψηλά να προσπαθούν να την αποτρέψουν. Της φώναξε «Έρχεται βοήθεια!» ή κάτι τέτοιο τουλάχιστον κατάλαβε. Πλήθος κόσμου άρχισε να μαζεύεται από κάτω της, την κοιτούσαν με αγωνία και ούρλιαζαν: «Δεν αξίζει τίποτα, μην πέσεις!» Η απόγνωση, αυτό το νέο όργανο που είχε φυτρώσει μέσα της τον τελευταίο χρόνο, τυλίχτηκε γύρω από τα σπλάχνα της σφιχτά, σαν φίδι.
«Δεν αξίζει!», οι φωνές έφταναν σε εκείνη, τσιριχτές, μακρόσυρτες σαν ηχώ από τούνελ. Διέκρινε και ένα λιοντάρι ανάμεσα στο μαζεμένο πλήθος να γρυλίζει πιο πολύ από τον καθένα. «Μην τους ακούς, πήδα, θα σε πιάσω!» Και μια μαϊμού να ανεβαίνει στην καράφλα του φύλακα και να της χαμογελά σαρδόνια. Ένα κοράκι πέταξε μπροστά της στο ύψος του μπαλκονιού, «Έλα μαζί μου να πετάξουμε!» της φώναξε. Μαζεύτηκαν και άλλα ζώα κάτω από το μπαλκόνι. Έκπληκτη κοιτούσε σκύλους, γάτες, στρουθοκαμήλους, ελέφαντες, εξωτικά πουλιά να σπρώχνονται να στριμωχθούν μέσα στο πλήθος, κουνέλια να βγαίνουν από τα καπέλα των ανθρώπων, περιστέρια να πετούν κοντά της. «Είμαστε όλοι μαζί! Έλα στην παρέα μας!» έκραζαν τα ζώα. Τουλάχιστον δυο χιλιάδες άτομα και ζώα είχαν μαζευτεί, όταν άρχισαν να έρχονται τα έπιπλα. Βαριοί καναπέδες και ακριβά γραφεία σέρνονταν από τις αυλές, καρέκλες και κρεβατοκάμαρες κατέβαιναν από τα διαμερίσματα, στρατιές από φούρνοι και κουζίνες παρέλαυναν κάτω από τα πόδια της, λάμπες του δρόμου είχαν βγάλει πόδια και πλησίαζαν, το φέρετρο του πατέρα της σερνόταν, έβλεπε ποδήλατα δίχως αναβάτες, άκουσε μαχητικά αεροπλάνα να πετούν πάνω από το ξενοδοχείο, βιβλία που ξέφυγαν από τις βιβλιοθήκες την πλησίασαν από ψηλά και ανοιγόκλειναν δυνατά μπροστά της, το πτυχίο της, της νομικής, ήρθε να τη συναντήσει και αυτό και έπεσε στο μπαλκόνι πίσω της. Στα αυτιά της ηχούσαν γέλια και κλάματα μαζί, νησιώτικα τραγούδια γάμων, πόνοι γέννας, ορχήστρες κλασικής μουσικής, είδε σε μια γωνιά της πλατείας φωτιές από beach party, σκιές από γυμνά κορμιά, ποτά σε σφηνάκια και, ξαφνικά, άσπρες σκόνες γέμισαν τον αέρα. Τα μάτια της στέγνωσαν ξανά. Ένιωσε τον γνώριμο τσουχτερό πόνο και προσπάθησε να τα τρίψει. Διαπεραστικοί ήχοι τηλεφώνων, σειρήνες νοσοκομειακών και μυρωδιά φορμόλης την κύκλωσε. Στερεώθηκε καλύτερα στο μπαλκόνι και γούρλωσε τα μάτια της μπροστά σε αυτό το απίστευτο θέαμα.
Μετά άκουσε το βουητό της θάλασσας. Είδε ένα τεράστιο κόκκινο κύμα να σηκώνεται ανάμεσα από τα κτίρια με το κότερο του άντρα της στην κορυφή και σημαία τη ζωγραφιά της κόρης της από το σχολείο. Το κόκκινο κύμα ως τσουνάμι πλημμύρισε όλη την πλατεία από κάτω της και πολύχρωμα μπαλόνια άρχισαν να ανεβαίνουν στον ουρανό με παιδιά και ηλικιωμένους. Πλησίαζαν κοντά της ανεβαίνοντας σαν πούπουλα. Από την απέναντι πλευρά, βροντερός θόρυβος ακούστηκε καθώς ο ουρανός γέμισε αναστάσιμα πολύχρωμα πυροτεχνήματα. Και τότε σιγά σιγά ο κόσμος, τα ζώα, τα έπιπλα, τα αυτοκίνητα, υψώνονταν όλα μαζί, την έφταναν και την προσπερνούσαν, ναι, είδε και μια φίλη της, που έπαιζαν μαζί χαρτιά, να πετά. Οι βαλέδες και οι ντάμες χόρευαν και αυτές στον αέρα. Αναγνώρισε και τη δεκαεπτάχρονη κόρη της με τη βελόνα στη φλέβα, να αιωρείται, πανέμορφη, ανάλαφρη, με ροδαλά μάγουλα. «Πέτα μαζί μου, μαμά!» της φώναξε. Πέρασε από κοντά της, της χαμογέλασε και συνέχισε να ανεβαίνει ψηλά έως ότου χάθηκε μακριά.
Όλοι πλέον είχαν ανεβεί ψηλότερα από εκείνη και η υγρασία από το κόκκινο κύμα επιτέλους της δρόσισε τα μάτια.
Η Ντίνα Σαρακηνού κατάγεται από την Κέρκυρα, αλλά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιοπληροφορική στη Μεγάλη Βρετανία. Ενώ με τις σπουδές της ανακάλυπτε τα μυστήρια του ανθρώπινου μικρόκοσμου, οραματιζόταν το άπειρο σύμπαν. Πάντα ονειρευόταν τα μακρινά ταξίδια και έτσι ακολούθησε μια καριέρα που της επέτρεπε να ταξιδεύει πολύ συχνά. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων και διευθύνει το διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Literature.gr.
πηγή : diastixo.gr