Λογοτεχνικά κείμενα-«Η Τετραλογία των Αθηνών» του Βαγγέλη Μανουβέλου
Τον είδα στην Πανεπιστήμιου και οι εικόνες μπροστά μου γέμισαν φως, πάγωσαν και θρυμματίστηκαν τα πάντα εκτός απ’ τη φιγούρα του, περπάτησε με χάρη ανάμεσα σε αναμνήσεις και έδωσε πάλι ζωή στο λαιμό, τα μαλλιά και τη μέση μου, άκουσα τις ανάσες του να τρυπώνουν στα αυτιά μου και τον αισθάνθηκα μέσα μου δυνατό, αποφασιστικό, απόλυτο. Ήμουν στα όρια της λιποθυμίας, όταν κρατήθηκα για να πνιγώ στη φαντασμαγορία της ζωής. Γύρισε και κατευθύνθηκε προς το μέρος μου, τα μάτια του γκρι, ασημένια, πιο έντονα απ’ ό,τι θυμόμουν, με διέταξαν να αδειάσω από κάθε πρωτοβουλία, από κάθε ευθύνη και ενοχή, και με κατασκεύασαν από την αρχή, σε ένα σχέδιο δικής τους επινόησης, δικής τους καταφυγής.
-Ομόρφυνες, μου είπε, και εννοούσε πόσο καλά τα κατάφερε, πόσο πετυχημένο ήταν το σχέδιο κατασκευής.
-Σ’ ευχαριστώ, απάντησα, και μόλις συνειδητοποίησα τι είπα, τα πάντα γύρισαν ανάποδα.
Σαν αχινός πέταξα αγκάθια και μπήκα ετοιμοπόλεμη στη μάχη, να υπερασπιστώ την απουσία είκοσι ετών, την οικογένεια που έκανα αυτά τα χρόνια, τα ξενύχτια και τις θυσίες, να εμφανιστώ άνετη με την ωραία, τυχαία συνάντηση, να ρωτήσω από ευγένεια τι κάνει στη ζωή του και να ευχηθώ «ό,τι επιθυμείς» και «να πάνε όλα καλά». Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Με κράτησε με προσοχή, έξυσε με ένα μαχαίρι το κέλυφος, αφαίρεσε τα αγκάθια μου και στη συνέχεια άνοιξε το κέλυφος και με άδειασε στο στόμα του.
-Θα είμαι σήμερα Αθήνα. Αύριο πετάω για Ντουμπάι.
-Ωραία.
Δεν μπορούσα να βγάλω δεύτερη λέξη, ήμουν το γεύμα του.
-Θα σε περιμένω σήμερα στις επτά, στη γωνία με Πεσμαζόγλου. Ως τις επτά και δέκα. Μετά θα φύγω.
Και έφυγε. Δεν περίμενε απάντηση, δεν έδωσα καμία. Τα πάντα γύρω μου ασημένια. Η καρδιά μου ξεχύθηκε και πλημμύρισε την Πανεπιστημίου. Απ’ τις σκάλες της Εθνικής Βιβλιοθήκης παγόνια άνοιγαν καμαρωτά τα φτερά τους, πράσινα, μπλε, μαύρα και πορτοκαλί μάτια πάλλονταν στο άνοιγμα των βενταλιών, και οι κίονες του Πανεπιστημίου εξακοντίζονταν στον ουρανό. Το αέτωμα της Ακαδημίας, ολοζώντανο μπροστά μου με καλούσε όχι στη γέννηση της Αθηνάς, αλλά στη δική μου. Γλαύκες και Σφίγγες με ξεγεννούσαν απ’ τον εαυτό μου και εγώ θέριευα και γινόμουν ναός, δικής τους επινόησης, δικής τους καταφυγής, αφιερωμένος στην αγάπη μου σ’ εκείνον. Η Σύγχρονη Τετραλογία των Αθηνών: Ακαδημία – Πανεπιστήμιο – Βιβλιοθήκη – Εγώ.
Έφτασα στο σπίτι και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν αυτός. Δεν πέρασε λεπτό από το μυαλό μου αν πρέπει να πάω ή όχι, αν πρέπει να πω κάτι στον άντρα ή στα παιδιά μου, αν πρέπει να βρω δικαιολογίες. Δεν με ενδιέφερε. Ήμουν αποφασισμένη να διορθώσω το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Και τότε ένας ρινόκερος διέλυσε την εξώπορτα και με μανία με κάρφωσε στον τοίχο. Έπιασα το κεφάλι μου με τα χέρια, έσυρα την πλάτη στον τοίχο ως ότου κάθισα στο πάτωμα. Έχωσα το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια και άρχισα να κλαίω.
Γνώρισα τον Νίκο όταν ήμουν φοιτήτρια στην ΑΣΟΕΕ. Τον είχα ονειρευτεί δυο μέρες πριν τον συναντήσω. Όταν τον συνάντησα έπρεπε να συστηθώ ξανά με τον εαυτό μου. Τον ερωτεύτηκα σαν να μην υπήρχε αύριο, υπήρχε μόνο το παρόν μαζί του. Στο διαμέρισμά του περνούσαμε μαζί ώρες ατελείωτες. Ήταν αρχιτέκτονας και δούλευε στην εταιρεία του πατέρα του. Είχαμε δέκα χρόνια διαφορά, αλλά φαινόμασταν συνομήλικοι. Μέτα από περίπου ένα χρόνο, άρχισα να κάνω όνειρα για το μέλλον μας.
Όμως δεν ήμουν η μόνη. Το κατάλαβα αμέσως στο άγγιγμά του, το είδα στα μάτια του. Δεν είπα κάτι. Θεώρησα ότι ήταν κάτι παροδικό, ότι το δικό μας δέσιμο ήταν πιο δυνατό. Άρχισε να κρύβεται καλύτερα, θεώρησα ότι είχε λήξει, μέχρι που μου τη σύστησε. Μου ζήτησε να είμαστε και οι τρεις μαζί, χωρίς ζήλιες, χωρίς εγωισμούς. Τρομοκρατήθηκα, δεν κατάλαβα τι ζητούσε. Εξαφανίστηκα για ένα μήνα, όμως εκείνος επέμενε. Ξαναγύρισα.
Εκείνη ήταν πιο κοντά στην ηλικία του. Έκανε πίσω σε ό,τι της ζητούσε για να μην τον χάσει. Μέχρι να βρεθούμε ερωτικά, έπαιζε την άνετη, την ανεξάρτητη, ότι δεν την ενδιαφέρει να έχει το πάνω χέρι. Μόλις όμως με είδε να τον φιλάω και να τον χαϊδεύω, έγινε άλλος άνθρωπος. Το ίδιο και γω. Δεν είμαι σίγουρη αν εκείνο το βράδυ υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ μας ή αν τελικά παίρναμε την εκδίκησή μας. Τα χάδια και τα φιλιά, άγρια και κτητικά, μαρτυρούσαν ότι δεν γινόταν να τον μοιραστούμε. Έπρεπε να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να παίζει μαζί μας. Ασφυξία. Στο πρόσωπό του υπήρχε μόνο πόνος και απόγνωση, ήταν μια κατάσταση που δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Μας έσπρωξε από πάνω του, ντύθηκε και έφυγε χωρίς να πει κουβέντα.
Δεν τον ξαναείδα. Για δυο μήνες τον έπαιρνα κάθε μέρα τηλέφωνο. Καμία απάντηση. Στο διαμέρισμά του ενοικιαστές και στο πατρικό του άφαντος. Τον έψαχνα παντού. Άκουγα τη φωνή του παντού. Οι σκέψεις μου συγκεχυμένες, οι προτάσεις μου χωρίς νόημα. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, δεν μπορούσα να θυμηθώ. Ψύχωση. Τη μια μέρα ήμουν δραστήρια, πήγαινα στο πανεπιστήμιο, κυνηγούσα καθηγητές, εργασίες και παραδόσεις, και την άλλη βρισκόμουν σε λήθαργο. Κρατούσα όλη μέρα ένα βιβλίο και διάβαζα πράγματα που δεν υπήρχαν.
Παντού ο Νίκος. Στη Δημόσια Οικονομική διάβαζα πώς κατάφερε να αναμορφώσει την οικονομία της Σιέρρα Λεόνε, κάνοντας το Φρίταουν παγκόσμιο οικονομικό κέντρο. Στη Διοίκηση Επιχειρήσεων διάβαζα πώς το μοντέλο του στην Επεμβατική Επιχειρηματικότητα είχε συνεπάρει τα διοικητικά συμβούλια των μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κόσμου. Στη Διεθνή Οικονομική διάβαζα πώς προετοίμασε τον αποικισμό στον Άρη και συντόνισε την κατασκευή παραγωγικών μονάδων. Η οικογένειά μου με έτρεξε σε νοσοκομεία και ψυχίατρους. Αρρώστησαν και εκείνοι μαζί μου. Πολύ δύσκολη περίοδος. Επανήλθα μετά από μήνες.
Ο ρινόκερος ήταν στην άκρη του δωματίου και με παρατηρούσε όσο ετοιμαζόμουν. Σήκωνε ψηλά το κεφάλι και προειδοποιούσε χτυπώντας το κρεβάτι με το κέρατο. Άλλαξα ρούχα δέκα φορές μέχρι να αποφασίσω τι θα φορέσω. Τα παιδιά ήταν στο φροντιστήριο και ο άντρας μου θα γυρνούσε απ’ την εταιρεία αργά. Τελικά βρήκα και δικαιολογία: άφησα σημείωμα ότι θα βγω με την αδερφή μου. Ο ρινόκερος φάνηκε να ηρεμεί.
-Γκάλαξι, είπε, αλλά δεν ήταν ούτε ερώτηση ούτε κατάφαση.
Πριν είκοσι χρόνια πηγαίναμε συχνά στο Galaxy. Καθόμασταν στο μπαρ, έπαιρνε ουίσκι πάγο εκείνος, βότκα πάγο εγώ. Σκέτα. «Είσαι το φως μου» έλεγε, και με κοιτούσε στα μάτια. «You’re my galaxy» απαντούσα και τον χάιδευα στο πρόσωπο. Όσο ανεβαίναμε τη Σταδίου για να φτάσουμε στο Galaxy, είδα γύρω του να στροβιλίζεται ένα πελώριο συγκρότημα αστέρων, νεφελωμάτων και αστρικής ύλης. Εκείνος ήταν ο γαλαξιακός πυρήνας, μια τεράστια ασημένια τρύπα. Αστρικά σμήνη, λευκοί νάνοι και ερυθροί γίγαντες εναλλάσσονταν στα μάτια του. Εγώ, χωρίς ταχύτητα διαφυγής, άπλωσα το χέρι μου και τον έπιασα από το μπράτσο.
Όταν μπήκαμε στο Galaxy ο ρινόκερος καθόταν στην άκρη του μπαρ και κάπνιζε. Μπροστά του είχε ένα μπουκάλι βότκα και ένα μπουκάλι ουίσκι. Κοιτούσε τις φωτογραφίες του μπαρ και μιλούσε μόνος του. Γύρισα και κοίταξα τις φωτογραφίες. Σε όλες ήταν τα παιδιά και ο άντρας μου, αλλά εγώ σε καμία. Μαζί τους ήταν εκείνη. Γυμνή παντού, όπως ήταν εκείνο το βράδυ που είχε προσπαθήσει να κάνει τον Νίκο δικό της. Σε μία θήλαζε ολόγυμνη τα παιδιά μου, σε άλλη φιλούσε τον άντρα μου, σε άλλη ήταν αγκαλιά με τους γονείς και την αδερφή μου. Δεν ήταν δυνατόν. Δεν μπορούσε να συμβαίνει ξανά.
-Έλα μαζί μου στο Ντουμπάι, είπε ο Νίκος, και ο ρινόκερος χτύπησε με δύναμη το μπαρ.
-Νόμιζα ότι θα μου έλεγες να πάμε μέχρι το ξενοδοχείο σου. Το Ντουμπάι πέφτει λίγο μακριά για μένα, απάντησα, και η βότκα έκαψε το λαιμό μου.
-Μην γίνεσαι άδικη. Σου είχα δώσει τα πάντα, η φωνή του ράγισε.
-Και όχι μόνο σε μένα.
-Έχουν περάσει είκοσι χρόνια και ακόμη επιμένεις σ’ αυτή τη μαλακία;
-Σωστά, για εσένα θα ήταν η καλύτερή σου!
-Τι καταλαβαίνεις τώρα, Ξένια; Σ’ το έλεγα τότε κάθε μέρα, σ’ το λέω και τώρα. Δεν υπήρξε ποτέ άλλη γυναίκα στη ζωή μου. Ούτε τότε, ούτε πριν, ούτε μετά. Ποτέ!
-Και τότε ποια ήταν η άλλη, που ήμασταν καβάλα πάνω σου, το τελευταίο βράδυ που σε είδα;
-Ποια άλλη; Τι είναι αυτά που λες; Το τελευταίο βράδυ που συναντηθήκαμε ήσουν μόνη σου. Και μόνη σου προσπάθησες να με πνίξεις. Το καταλαβαίνεις! Να με πνίξεις!
Κοίταξα στην άκρη του μπαρ να δω τον ρινόκερο. Είχε εξαφανιστεί.
-Μα τι σκέφτηκα ο μαλάκας! Να έρθεις μαζί μου στο Ντουμπάι… Πφφ… Σε γιατρό πρέπει να πας, όχι στο Ντουμπάι!
Σκούπισε με τα χέρια τα δάκρυα από τα μάτια του. Σηκώθηκε επάνω, άνοιξε το πορτοφόλι του και πέταξε πενήντα ευρώ στο τραπέζι. Φεύγοντας έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του.
Γύρισα απέναντι και κοίταξα στον μεγάλο καθρέφτη του μπαρ. Το πρόσωπό μου ρυτιδιασμένο, τα μάτια μου δυο μαύρες τρύπες. Με τα δάχτυλα φούντωσα λίγο τα μαλλιά. Άναψα τσιγάρο και ήπια δυο μικρές γουλιές βότκα. Η μουσική έπαιζε το «Let’s Pretend» των Tindersticks: «Let's pretend it's not, It doesn't mean a thing, Let's not blow it out of all senses, As though it meant so much».
Κάπου ένα σύμπαν γεννιόταν, κάπου ένας αχινός ταξίδευε στη θάλασσα. Λίγο πιο κοντά η Τριλογία λουζόταν στο φως του φεγγαριού. Παρήγγειλα άλλο ένα ποτήρι βότκα.
Ο Βαγγέλης Μανουβέλος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1979 και τα πρώτα χρόνια της ζωής του έζησε στο Βανκούβερ του Καναδά. Έχει πραγματοποιήσει σπουδές στην Ευρωπαϊκή Διοίκηση και Πολιτική, στην Οικονομική και Επιχειρησιακή Στρατηγική και στην Τραπεζική. Η διδακτορική διατριβή του στις «Νέες Μορφές Διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη. Εργάζεται σε τράπεζα ως regulatory capital analyst και διδάσκει στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών στην Τραπεζική του ΕΑΠ. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα στα περιοδικά Πανδώρα, Intellectum,Voicesκαι στο diastixo.gr. Το 2012 βραβεύτηκε στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς του diavasame.gr και το 2013 στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος που διοργάνωσε η εφημερίδα Το Βήμα, με θέμα «Ένα διήγημα για την κρίση».
πηγή : diastixo.gr