Λογοτεχνικά κείμενα-«Η ιστορία του πιο ψηλού νάνου» της Αλεξάνδρας Σάνδη
Από όλους τους ανθρώπους του τσίρκου συμπαθούσα μόνο αυτόν. Ήταν αρκετά μικρόσωμος, αλλά είχε μεγάλο κεφάλι και μακριά, μαύρα, γυαλιστερά μαλλιά. Τα πόδια τoυ και τα χέρια του ήταν αρκετά μικρότερα από αυτά των άλλων ανθρώπων. Έμοιαζαν περισσότερα με τα άκρα που έχουν τα μικρά τους αρκετά πριν ολοκληρώσουν την ανάπτυξή τους. Οι άνθρωποι αργούν πολύ να μεγαλώσουν, αυτό το είχα καταλάβει. Έβλεπα τα παιδιά να έρχονται και να ξαναέρχονται και τις αλλαγές πολλές φορές δεν τις έπιανε το μάτι μου. Πιο συχνά τις μύριζα, όχι πάντα. Η αλήθεια είναι ότι πέρασε καιρός για να καταλάβω ότι κάποιοι άνθρωποι μεγαλώνουν και μάλιστα πολύ. Δεν είμαι ακόμα σίγουρος πότε αυτό ισχύει και πότε όχι. Για το μόνο που είμαι σίγουρος είναι ότι προτιμώ τα παιδιά των ανθρώπων για όσο μένουν παιδιά. Τα μάτια τους μεγαλώνουν πολύ όταν πλησιάζουν το κλουβί μου. Όσο όμως μεγαλώνουν τα παιδιά τόσο τα μάτια μικραίνουν, τόσο λιγότερο με πλησιάζουν, τόσο πιο έντονα μυρίζω το φόβο τους.
Ο μικρόσωμος άνδρας δεν ήταν παιδί, αν και τα μάτια του ήταν πολύ μεγάλα, μεγάλα κι έξυπνα. Από τα μάτια αυτά που παρατηρούν με την ακριανή γωνία τους εχθρούς και ξέρουν να μη δίνουν στόχο. Κατάλαβα ότι ήταν άνδρας από τη μυρωδιά της ώριμης σάρκας και από τη βαθειά μεστή φωνή που χωρίς καμιά προσπάθεια γέμιζε το χώρο. Ακόμα κι όταν ψιθύριζε, εγώ τον άκουγα πεντακάθαρα. Πολλές φορές στεκόταν αντίκρυ μου και με παρατηρούσε. Τον παρατηρούσα κι εγώ. Κανά δυο φορές είχε φέρει εκείνος την τροφή μου. Τον είχα ευχαριστήσει με ένα σύντομο γρύλισμα. Με είχε καταλάβει. Μου το επιβεβαίωσε αργότερα. Για καιρό νόμιζα ότι οι άλλοι άνθρωποι του θιάσου τον θαύμαζαν. Ίσως γιατί άκουγα καθημερινά τον θιασάρχη να προλογίζει με στόμφο τον πιο ψηλό νάνο του κόσμου και η στεντόρεια φωνή του να σβήνει μέσα σε δυνατά χειροκροτήματα. Ίσως πάλι γιατί ήταν ο μόνος που με κοιτούσε απευθείας στα μάτια χωρίς να φτάνει στη μύτη μου ούτε σταγόνα φόβου.
Όλα άλλαξαν όταν ο θιασάρχης αποφάσισε να τοποθετήσει το κλουβί μου στο πίσω μέρος της σκηνής. Δεν ήθελε, λέει, να χάνει χρόνο στις μεταφορές και το κατάφερε χάρη στο δώρο του νεαρού εφευρέτη που πολιορκούσε τη νόστιμη κόρη του. Ήταν ένα μεγάλο παραβάν δυο όψεων. Από τη μια τζάμι, από την άλλη καθρέφτης. Θα κάλυπτε το κλουβί μου ώστε να μη με βλέπουν οι θεατές μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή. Μου άρεσε. Θα μπορούσα να βλέπω όλη την παράσταση και μάλιστα χωρίς να με βλέπει κανένας. Θυμάμαι να ακούω τον θιασάρχη να κορδώνεται για το νέο του απόκτημα, ενώ τα δυο ξερακιανά παλικάρια που μετέφεραν χρόνια ολόκληρα το κλουβί μου έφευγαν φορτωμένοι με τα μπαγκάζια τους. Δεν θα μου έλειπαν. Δεν είχαμε καμία επικοινωνία, ούτε κέντριζαν ιδιαίτερα κάποια από τις αισθήσεις μου. Ήταν, όμως, μέχρι τότε, η πιο σταθερή σχέση που είχα με ένα άλλο πλάσμα. Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Η έπαρση του θιασάρχη είχε κάνει τον αέρα πυκνό και δύσοσμο. Ανέπνευσα καλύτερα όταν έπιασα τη μυρωδιά του μικρόσωμου άνδρα. Τον είδα να σέρνει μια ξεμαλλιασμένη κουβέρτα κι ένα σκοροφαγωμένο κιλίμι και να στρώνει το κρεβάτι του πάνω στα ροκανίδια και την άπλετη σκόνη. Ήταν η πρώτη φορά που βρεθήκαμε οι δυο μας στη σκηνή.
Την επόμενη ημέρα παρακολούθησα την πρώτη μου παράσταση. Είδα όλους αυτούς που με προσπερνούσαν με ανάσα κομμένη και βήμα ταχύ, πάνω στη σκηνή να μη φοβούνται τη φωτιά, ούτε τα δηλητηριώδη φίδια ούτε τα μεγάλα ύψη ούτε το γρύλλισμά μου πίσω από το παραβάν. Ο μικρόσωμος άνδρας, όμως, ο μόνος που με κοιτούσε απευθείας στα μάτια, έτρεμε αδιάκοπα κάτω από το παρδαλό κι ασύμμετρο κοστούμι που φορούσε. Από τη μια πλευρά το μπατζάκι του και το μανίκι του περίσσευαν και από την άλλη ήταν πιο κοντά, τελείωναν πάνω από τον αστράγαλο και τον καρπό του. Περπατούσε περίεργα, λες και κάποιος τραβούσε τον ένα του ώμο προς τον ουρανό και τον άλλο τον πίεζε καταγής. Η σκηνή είχε πολλές καρέκλες, άλλες μεγάλες, άλλες μικρές, ψηλές ή χαμηλές, φαρδιές ή στενές. Ο μικρόσωμος άνδρας μάταια προσπαθούσε να κάτσει σε κάποια από αυτές. Σε άλλες δεν έφτανε, γλιστρούσε, έπεφτε, κυλιόταν στα ροκανίδια, σε άλλες δεν χωρούσε, αναστέναζε, έκανε περίεργους μορφασμούς. Κάποια κατάφερε να τη σπάσει και το κατόρθωμά του συνοδεύτηκε από σύντομη τυμπανοκρουσία, σε μια άλλη σφήνωσε και την περιέφερε σε όλη τη σκηνή με το πιο αλλόκοτο βάδισμα, ενώ αποθεωνόταν από τον κόσμο. Σε μια τελευταία ξάπλωσε κατάκοπος. Χωρούσε ολόκληρος, λες και ήταν ξαπλωμένος σε κρεβάτι. Ο κόσμος γελούσε ασταμάτητα, χειροκροτούσε, ήθελε κι άλλο. Σταμάτησε μόνο όταν ο άνδρας που έπαιζε με τις φωτιές σήκωσε στα ρωμαλέα του χέρια την καρέκλα μαζί με τον μικρόσωμο άνδρα. Ήρθε και τον ακούμπησε δίπλα στο κλουβί μου πίσω από το παραβάν. Σε λίγο ήταν η σειρά μου.
Εκείνο το βράδυ ο μικρόσωμος άνδρας με πλησίασε περισσότερο από άλλες φορές. Πλησίασα κι εγώ. Πέρασε το παιδικό του χέρι μέσα από τα κάγκελα, έψαξε να βρει το τρίχωμά μου. Η αίσθηση ήταν ίσως πρωτόγνωρη, με ανατρίχιασε. Θυμήθηκα το χάδι της μάνας μου πολλά χρόνια πριν. Δεν ήταν το ίδιο, αλλά ένιωσα τη μύτη μου να υγραίνεται. Αφού με χάιδεψε αρκετή ώρα, με τα μάτια μας να μη χάνουν ούτε δευτερόλεπτο την επαφή, έφερε το χέρι του στο στόμα μου. Για μια στιγμή ένιωσα μια απαλή πίεση, σαν να ήθελε να το βάλει μέσα. Νόμιζα ότι ήταν η ιδέα μου, αλλά ο μικρόσωμος άνδρας επέμενε. «Κουράστηκα», μου είπε με τη γνώριμη φωνή του. Άνοιξα το στόμα μου απαλά, τόσο όσο χρειαζόταν για να χωρέσει το χέρι του. Χώρεσε μέχρι τον αγκώνα του. Στην αρχή ένιωσα προσεκτικά με τα δόντια μου τα κόκαλά του, τις ενώσεις τους, αν υπήρχαν πιο μαλακά σημεία. Προσπαθούσα να βρω πού να δαγκώσω για να του προκαλέσω τον λιγότερο πόνο, το λιγότερο αίμα. Εκείνος επέμενε. Έσφιγγε τα δόντια κι επέμενε. Όλο το βράδυ εγώ έτρωγα το χέρι του αργά, ήρεμα, προσεκτικά. Πολλές φορές σκέφτηκα μήπως θα ήταν καλύτερο να το έτρωγα μια κι έξω. Η σάρκα του είχε ωραία γεύση, η υφή ήταν απαλή, η μυρωδιά ενδιαφέρουσα. Αν έτρωγα λαίμαργα, θα μπορούσα να τον κατασπαράξω μέχρι τον ώμο. Μέχρι όπου μου επέτρεπαν τα κάγκελα του κλουβιού. Κρατιόμουν, με μικρές δαγκωματιές στα σωστά σημεία. Όταν τελείωσα, ο ήλιος είχε αρχίσει ήδη να ζεσταίνει την τέντα. Το λειψό χέρι, από τον αγκώνα και κάτω, ήταν πλέον απελευθερωμένο από το σώμα του μικρόσωμου άνδρα, έτοιμο να γίνει το πρωινό μου γεύμα.
Τον είδα τρεις ημέρες μετά. Τον είχαν πάει στους γιατρούς για να σταματήσουν το αίμα και να ράψουν το κολοβό του χέρι. Ο άνδρας που έπαιζε με τις φωτιές άνοιξε με μια αστραπιαία κίνηση το κλουβί και τον έριξε απαλά μέσα. Ο θιασάρχης από πίσω έτριβε νευρικά το μουστάκι του. Δεν χαμογελούσε. Κάτι περίεργο μύριζα στον ιδρώτα του, για πρώτη φορά. Πριν φύγει, κοντοστάθηκε και είπε: « Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Ή θα γίνεις θηριοδαμαστής ή γεύμα».
Για πολύ καιρό κάναμε κοινές εμφανίσεις. Το παραβάν έφευγε και ο κόσμος έμενε άφωνος μπροστά στον μονόχειρα νάνο που όχι μόνο τολμούσε να είναι στο ίδιο κλουβί με το άγριο θηρίο, αλλά το χάιδευε κιόλας λες και ήταν γάτα υπερφυσικού μεγέθους. Εγώ έτρωγα από το χέρι του, έγλυφα το πρόσωπό του για να τον ευχαριστήσω και έδειχνα τα δόντια μου γρυλλίζοντας σε όποιον ξένο πλησίαζε το κλουβί μας. Οι μέρες κυλούσαν καλά, μέχρι που μια παράξενη μυρωδιά έφτασε στα ρουθούνια μου, μια μυρωδιά που ήταν πάντα εκεί, δεν έφευγε, κάθε μέρα και πιο έντονη, μια μυρωδιά που μου έφερνε υπνηλία και κάποιες φορές, όταν έκανε πολύ ζέστη, τα πόδια μου παρέλυαν εξαιτίας της. Καταλάβαινα ότι έβγαινε από τον μικρόσωμο άνδρα. Κυρίως από το κεφάλι του.
Μια μέρα με πλησίασε. Τα μάτια του ήταν διαφορετικά, πιο μεγάλα από αυτά των μικρών παιδιών, πιο μεγάλα από όλα τα άλλα μάτια των ανθρώπων και των ζώων. Κάθισα στα πίσω μου πόδια, σχεδόν υποταγμένος. «Κουράστηκα», μου είπε, έβγαλε το γελοίο κοστούμι του και ξάπλωσε κάτω από τη μουσούδα μου. Έμεινα ακίνητος, άφησα τη μυρωδιά της ανθρώπινης σάρκας του να φτάσει μέχρι το στομάχι μου. «Κουράστηκα πολύ», επανέλαβε με μια φωνή τόσο ασφυκτικά γεμάτη που δεν άντεχε ίχνος αμφιβολίας. Έσκυψα και πίεσα ελαφρά με τα δόντια μου την τροφαντή του κοιλιά. Το δέρμα υποχώρησε γρήγορα και το αίμα άρχισε να τρέχει άφθονο. Εκείνος στην αρχή δεν έβγαλε άχνα. Έγλυφα το αίμα του αργά, έτοιμος να σταματήσω όποτε μου πει. Εκείνος όμως μάζεψε όλες του τις δυνάμεις και είπε: «Κουράστηκα στ’ αλήθεια». Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά για να μη βλέπω τα μεγάλα του μάτια και άφησα τη μυρωδιά του αίματος και της τρυφερής ανθρώπινης σάρκας να οδηγήσει τα σαγόνια μου. Με μια αστραπιαία κίνηση κατασπάραξα το λαιμό του.
Ο θίασος πάγωσε. Οι άνθρωποι έχασαν τη λαλιά τους, όχι για πολύ. Σύντομα άρχισαν να μιλούν ακατάπαυστα και να διηγούνται, ο καθένας με τον τρόπο του, την ιστορία του πιο ψηλού νάνου.
Η Αλεξάνδρα Σάνδη γεννήθηκε το 1979 στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει στη Φιλοσοφική και την Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κι εργάζεται στο χώρο της υγείας. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά.
Πηγή : diastixo.gr