Λογοτεχνικά κείμενα-«Ένα κυριακάτικο τραπέζι...» του Πέτρου Γκάτζια

2016-03-17 16:35
«Ένα κυριακάτικο τραπέζι...» του Πέτρου Γκάτζια


«Πήρα ένα γράμμα από τη γιαγιά μου, αν και έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Δεν μου έγραφε πράγματα όπως “μου λείπεις” ή “σ’ αγαπώ”. Μόνο δύο-τρία σκληρά λόγια: “Θυμάσαι που σου είχα δανείσει κάτι χρήματα; Ε, τώρα τα θέλω πίσω!”»

Ο Θωμάς ξύπνησε παράξενα ευδιάθετος. Το προηγούμενο βράδυ είχε δει πράγματι στον ύπνο του τη γιαγιά του να του ζητά πίσω το ποσό που του είχε δανείσει, όταν εκείνος ήταν είκοσι ετών και δεν είχε να πληρώσει το νοίκι του. Διηγήθηκε γεμάτος έξαψη το όνειρο στη γυναίκα του, αν και εκείνη δεν συμμεριζόταν τη χαρά του: «Δεν είναι καλό να σου ζητά ο πεθαμένος», του είπε ανήσυχη, αλλά ο Θωμάς απλώς χαμογελούσε. Η γυναίκα του απέδωσε αυτή την συμπεριφορά στο γεγονός ότι είχε να δει τη γιαγιά του πάρα πολλά χρόνια. Άλλωστε ήταν και ο ίδιος πλέον παππούς.

Από νωρίς το πρωί το σπίτι μοσχοβολούσε από τα φαγητά που ετοίμαζε η Νινέττα. Είχε σηκωθεί αξημέρωτα για να τα προλάβει όλα και κάποια στιγμή ξύπνησε και τον Θωμά, που επέμενε να χουζουρεύει στο κρεβάτι, για να την βοηθήσει. Τότε εκείνος, αντί για καλημέρα, άρχισε να της διηγείται το όνειρό του. Για τα λίγα αυτά λεπτά
η Νινέττα έκανε διάλειμμα και τον άκουσε. Σχεδόν μισό αιώνα μαζί, με παιδιά και εγγόνια, της είναι δύσκολο να φανταστεί την ζωή της χωρίς αυτόν, αν και στην ηλικία που βρίσκονται καλά θα κάνουν, όπως του έχει πει πολλές φορές, να προετοιμάζονται για κάθε ενδεχόμενο.

Ο Θωμάς αποφεύγει τέτοιου είδους συζητήσεις. Συνήθως λίγο πριν από το μεσημέρι φεύγει για μια σύντομη βόλτα για να του ανοίξει η όρεξη, όπως λέει. Στην πραγματικότητα συναντά τον πράκτορά του και παίζει κάθε λογής παράνομο στοίχημα. Μικρά και μεγάλα ποσά «επενδύονται» σε διάφορες προβλέψεις και αποφέρουν κέρδη που φυλάσσονται για καλύτερα γεράματα και όχι για τα παιδιά τους. Γιατί ο Θωμάς πάνω απ’ όλα έχει τη Νινέττα και όχι τα παιδιά, που θεωρεί ότι τον εκμεταλλεύονται. «Ό,τι είχα να δώσω τους το έδωσα», μονολογεί συχνά. «Ας τα βγάλουν πέρα μόνοι τους». Έπειτα επιστρέφει στο σπίτι και στη λιτή ζωή τους.

Η γυναίκα του δεν γνωρίζει την ύπαρξη αυτών των χρημάτων και προσπαθεί με τη λιγοστή σύνταξη να κάνει το κουμάντο της. Εκτός από τις Κυριακές. Γιατί μπορεί τις καθημερινές το ζευγάρι να τρώει σούπες και γιαούρτια, όμως τις Κυριακές το μεσημέρι το τραπέζι είναι αρχοντικό. Παιδιά και εγγόνια καταφθάνουν για να καθίσουν και να φάνε μαζί, να συζητήσουν χαρούμενα, να προσποιηθούν τους ευτυχισμένους και τους αγαπημένους. Όλοι περιμένουν τον Θωμά, τον πατριάρχη αυτή της οικογένειας, να κόψει το ψητό και οι μεζέδες να αρχίσουν να σερβίρονται μέσα από τις αχνιστές κατσαρόλες. Η Νινέττα χαίρεται που τους έχει όλους δίπλα της. Μια φορά την εβδομάδα. Μόνο τότε επιτρέπει στον εαυτό της να τα ξεχνάει όλα και να χαχανίζει σαν παιδούλα που τη φλερτάρουν. Έτσι νιώθει και σήμερα, ειδικά σήμερα που το τραπέζι είναι πλουσιότερο απ’ τις άλλες Κυριακές.

Αντιθέτως, ο Θωμάς όσο πλησίαζε το μεσημέρι ένιωθε περίεργα. Δεν ήξερε αν ήταν χαρούμενος ή λυπημένος. Τα τελευταία χρόνια του άρεσε να στοιχηματίζει περισσότερο. Έπαιρνε ακόμη και τηλέφωνο τον πράκτορα και έβαζε το πιο αλλόκοτο στοίχημα, κυρίως για να τεστάρει τον εαυτό του. Κέρδιζε συχνά, αρκετά συχνά. Κατέθετε τα χρήματα σε έναν μυστικό λογαριασμό και τώρα που αυξήθηκαν έπρεπε να τα επενδύσει με τον μοναδικό τρόπο που ήξερε, βάζοντας ένα μεγάλο όσο και παράξενο στοίχημα με τον εαυτό του, με πολύ κακές πιθανότητες, που όμως, αν έβγαινε, θα απέφερε τεράστια κέρδη στη Νινέττα, γιατί αυτός θα είχε βγει πλέον από το παιχνίδι.

Είναι Κυριακή 12 Μαρτίου και στις πέντε το απόγευμα ο Θωμάς θα κατέληγε! Θα προκαλούσε τον θάνατό του τρώγοντας του σκασμού ώστε να κερδίσει, νεκρός μεν, το στοίχημα και τα χρήματα να εξασφαλίσουν ένα άνετο υπόλοιπο ζωής στη Νινέττα. Γιατί αυτό ακριβώς ήταν το άγχος του. Τι θα κάνει η Νινέττα όταν εκείνος φύγει και την αφήσει με τη μικρή σύνταξη να τα βγάλει πέρα. Δεν τον ενδιαφέρουν ούτε παιδιά ούτε εγγόνια, μόνο η γυναίκα του. Η Νινέττα θα εισέπραττε μερικές χιλιάδες ευρώ και όλα θα ήταν καλά. Η ζωή θα συνεχιζόταν, όπως και τα κυριακάτικα τραπέζια.

Ο οιωνός –το όνειρο δηλαδή με τη γιαγιά του– είναι ξεκάθαρος. Σήμερα ήταν η τελευταία του μέρα. Το στοίχημα είχε μπει εδώ και μήνες και ο πράκτορας στην αρχή αντέδρασε, αλλά μετά σκέφθηκε πως θα έβγαζε εύκολο χρήμα και δέχθηκε. Δεν υπολόγιζε όμως ότι ο Θωμάς είναι αποφασισμένος. Δεν μπορούσε να αυτοκτονήσει. Ωστόσο, ήταν πολύ εύκολο να προσπαθήσει, καθώς τα πολλά και βαριά φαγητά θα του έφερναν τη δυσφορία που επιθυμούσε και το απαραίτητο έμφραγμα. Η ιδέα τού γεννήθηκε όταν είδε στην τηλεόραση, κατά τη διάρκεια ζωντανής σύνδεσης, να πεθαίνει ένα γνωστός παλιός προπονητής ποδοσφαίρου. Ήταν τόσο απλό. Την ώρα που μιλούσε ένιωσε έντονη δυσφορία και κατέρρευσε. Αργότερα έμαθε πως ο μακαρίτης είχε έρθει στο κανάλι μετά από μεγάλο φαγοπότι και δεν άντεξε η καρδιά του. Τώρα είναι η σειρά του!

Κάθισε στο τραπέζι με όλους παρατεταγμένους γύρω του σαν πειθήνια στρατιωτάκια. Δεν γούσταρε κανέναν τους! Όλη την εβδομάδα αυτός και η γυναίκα του έμεναν μόνοι, βλέποντας τηλεόραση και σχεδιάζοντας το επόμενο τραπέζι. Κατά ένα περίεργο λόγο κανείς τους δεν έχανε το ραντεβού. Ίσως γιατί είχαν τύψεις, ίσως γιατί έβρισκαν πολύ, καλό αλλά κυρίως τζάμπα φαγητό! Η Νινέττα έφερε το ψητό, το ακούμπησε στο τραπέζι και στάθηκε δίπλα του περιμένοντας. Ο Θωμάς πήρε την πιρούνα και το μεγάλο κοφτερό μαχαίρι και μηχανικά άρχισε να κόβει το κρέας, ενώ η Νινέττα έπαιρνε τα πιάτα και σερβίριζε με γρήγορες κινήσεις. Στο τέλος έμειναν τα κομμάτια με το περισσότερο λίπος και τα έβαλε, μόνος του, στο πιάτο του.

Μια γλυκιά βοή ακουγόταν στο τραπέζι. Συζητήσεις ανακατεμένες με τα γέλια και τα πειράγματα των παιδιών, αλλά και με τη μουσική για φλάουτο, που ακουγόταν επίτηδες για να εκνευρίζει τους καλεσμένους. Μια μουσική που όμως χαλάρωνε τον Θωμά και τον βοηθούσε να καταπίνει όλο και μεγαλύτερες μπουκιές. Κρέας, τζατζίκι, μουστάρδα, πατάτες, κρεμμύδια, παστίτσιο και κυρίως βαρύ, στυφό, κατακόκκινο σαν αίμα κρασί.

Έτρωγε και ξανάτρωγε. Κανείς τους ουσιαστικά δεν τον πρόσεχε για να τον σταματήσει. Κοίταξε το ρολόι του μπουκωμένος. Είχε μόλις μια ώρα καιρό. Άρχισε να κοκκινίζει από το άγχος. Η πίεσή του ανέβαινε. Ξανά κρέας κι άλλες πατάτες, περισσότερα κρεμμύδια και βέβαια θα ακολουθούσε και το γλυκό. Εκεί θα του έδινε να καταλάβει.

Σε λίγο όλοι τους είχαν τελειώσει και η Νινέττα σερβίριζε το επιδόρπιο. Έφερε ραβανί με σιρόπι, τούρτα παγωτό και κανταΐφι. Ο Θωμάς άφησε στην άκρη το πιάτο του και άρχισε να εφορμά σε όλα τα νέα εδέσματα. Τα σιρόπια κυλούσαν πάνω στο πουκάμισό του, ένα κομμάτι κανταΐφι λέρωσε το παντελόνι του και η μύτη του έγινε κάτασπρη από το παγωτό.

«Μαμά, κοίτα πόσο αστείος είναι ο παππούς!» φώναξε ένας εγγονός του και τότε ο Θωμάς έχασε τον κόσμο. Ήταν πέντε παρά τέταρτο το απόγευμα και ο Θωμάς πέθαινε! Άκουγε ακόμη το βουητό, μόνο που τώρα το φλάουτο ήταν πιο έντονο και πίστευε πως είχε ξεκινήσει το ταξίδι για τον Παράδεισο.

Παιδιά και εγγόνια έπεσαν πάνω του για να τον σώσουν και η Νινέττα, στην άκρη, κρατούσε την τελευταία πιατέλα που έφερνε στο τραπέζι γεμάτη χαλβά σιμιγδαλένιο. Ο Θωμάς επέμενε αυτό το κυριακάτικο τραπέζι να είναι πλούσιο. Το είχε σχεδιάσει ο ίδιος, της έδωσε μάλιστα και περισσότερα χρήματα για να ψωνίσει, τη βοήθησε κιόλας.

Η Νινέττα κοιτούσε όση ώρα ο μεγάλος της γιος προσπαθούσε να του δώσει το φιλί της ζωής, ανίκανη να αντιδράσει. Η καρδιά του είχε σταματήσει. Σε λίγα λεπτά η Νινέττα θα γινόταν πλούσια, μόνο που βέβαια δεν το ήξερε.

«Έναν γιατρό!» ακούστηκε κάποιος να φωνάζει. Τότε ήταν που η πιατέλα με τον χαλβά έπεσε από τα χέρια της Νινέττας και έσπασε με δύναμη στο παλιό μωσαϊκό. Για κλάσματα δευτερολέπτου όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν ξεχνώντας τον Θωμά. Ήθελε μόνο τρία λεπτά για να κερδίσει, αλλά ο εαυτός του είχε μεγαλύτερη θέληση για ζωή απ’ ό,τι ο ίδιος. Ο Θωμάς άρχισε ξαφνικά να αναπνέει και οι φιγούρες γύρω του να γίνονται από θολές, ξεκάθαρες. Οι οικονομίες τόσων χρόνων εξανεμίστηκαν γιατί απλώς είχε υποτιμήσει τον οργανισμό του. Άντεξε! Άνοιξε τα μάτια και είπε: «Νομίζω ότι είδα τον Θεό».

Όλοι περίμεναν να πει κάτι παραπάνω, να σηκωθεί, να δείξει ότι είναι καλά. Για πρώτη φορά ο Θωμάς κατάλαβε πως η οικογένειά του –και όχι μόνο η Νινέττα–
τον αγαπούσε. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη του.

Άθελά του είχε γίνει ο πρωταγωνιστής στις ζωές τους και τότε εκείνος απλώς είπε αφήνοντάς τους άναυδους: «Ξέρετε εκείνο το παλιό ανέκδοτο με τον τύπο που ψάχνει να παρκάρει; Ζητούσε από τον Θεό να τον λυπηθεί και να τον βοηθήσει για να βρει μια θέση. Έλεγε λοιπόν διαρκώς : “Εάν με βοηθήσεις θα κόψω τις καταχρήσεις και θα πηγαίνω κάθε Κυριακή στην εκκλησία”. Ξαφνικά βλέπει μια θέση. Τότε ο τύπος κοιτάζει ψηλά και λέει στον Θεό: “Άσε, δεν πειράζει. Βρήκα μόνος μου!”».

Πηγή : diastixo.gr