Λογοτεχνικά κείμενα-Δύο μικρά πεζά της Μαρίας Στασινοπούλου
Καλοκαιρινό πρωινό
Ζεστό καλοκαιρινό πρωί, στο βορεινό μπαλκονάκι του σπιτιού τους. Απέναντι ο λόφος της Πνύκας, λοξά στο πλάι η δυτική πλευρά της Ακρόπολης∙ στο τραπεζάκι μπροστά τους ετοιμασμένο από κείνον το πρωινό, μία από τις λίγες δουλειές που κάνει στο σπίτι. Φέτες πολύσπορου ψωμιού φρυγανισμένες, βούτυρο becel που μειώνει «και καλά» τη χοληστερίνη, μαρμελάδα Dalfour χωρίς ζάχαρη (της την είχε συστήσει η Κόνι, η διατροφολόγος, την εποχή που έκανε τις συστηματικές δίαιτες), από ένα ποτήρι φρέσκο πορτοκάλι για τον καθένα και μία κανάτα νερό, άφθονο νερό, για κείνον. Είναι υδρόψυκτος, όπως λέει χαριτολογώντας. Σερβίρει τον καφέ και της γεμίζει την κούπα ως επάνω. Τόσα χρόνια και δεν έχει προσέξει ότι δεν τον θέλω τόσο γεμάτο τον καφέ για να τον απολαύσω, όπως κι εκείνος θέλει την πρώτη κούπα λίγο πάνω από τη μέση, διαμαρτύρεται μέσα της. Όταν αρχίσεις να έχεις παράπονα μειώθηκε ο έρωτας ή σε κούρασε η ζωή, φοβάται. Πες το πιο απλά, γερνάς, επιπλήττει τον εαυτό της.
Από το ραδιόφωνο, το ανοίγει αμέσως μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι, έχει συνηθίσει από την εποχή που ζούσε μόνος του, ακούγεται το τραγούδι που τραγουδά ο Μηλιώκας με την Αφροδίτη Μάνου: «τα όνειρά μου κόκκινα, τα όνειρά σου άσπρα, ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ» και λίγο πιο κάτω «ήθελα στα γενέθλια να μου ’φερνες λουλούδια»∙ εκείνη σχολιάζει:
«Καημό το ’χω σε κάποια επέτειο να έρθει το καλάθι από το ανθοπωλείο. Να σταθώ με έκπληξη στο άνοιγμα της πόρτας, να δώσω ένα κιμπάρικο πουρμπουάρ στο παιδί, να ανοίξω με λαχτάρα την ειδικά διαλεγμένη και με αγάπη γραμμένη για μένα καρτούλα και μετά να τα τοποθετήσω σε θέση περίοπτη.
Όπως, ξέρεις… δεν έχω ζήσει και τη σκηνή με το μονόπετρο», συνεχίζει∙ «στο πολυτελές, το ειδικά επιλεγμένο για την περίσταση ρεστοράν, υπό το φως των κεριών ή υπό τους ήχους λιγωτικής μουσικής, άντε θα συμβιβαζόμουν και με τζαζ, όπου θα έβγαζες το κουτάκι με το πολύτιμο δαχτυλίδι και θα μου το έδινες, για να εκστασιαστώ, ή θα το άνοιγες μόνος σου, κινηματογραφικά, με αργές κινήσεις και, κοιτάζοντάς με με λατρεία στα μάτια, θα μου το φορούσες στο μεσαίο δάχτυλο, όπου θα εφάρμοζε επακριβώς».
Δεν ξέρει τι την έπιασε και τα λέει πρωί πρωί. Δεν ξέρει καν αν τα λέει σοβαρά ή αν κάνει πλάκα. Εκείνος δικαιολογείται αμήχανα, ρουφώντας μια γουλιά καφέ:
«Ξέρεις, δεν είχα συνηθίσει… Στο σπίτι μας… δε γίνονταν αυτά…»
«Ούτε και στο δικό μας ερχόταν κάθε μέρα ο πατέρας μου με τα κουτάκια από τον Ζολώτα…», ανταπαντά εκείνη και σκάνε και οι δύο στα γέλια∙ έτσι ξορκίζουν τη φθορά και δεν αφήνουν τον έρωτα να φύγει, χρόνια τώρα.
Με ημερομηνία λήξης
Τρίτο έτος στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, μάθημα στη μικρή αίθουσα του δευτέρου ορόφου, ψυχολογία το αντικείμενο. « Ένα από τα πιο ενοχλητικά προβλήματα των ανθρώπων της μέσης ηλικίας», μας έλεγε η καθηγήτρια που είχαμε σχεδόν όλοι ερωτευθεί, «είναι ο θάνατος των γονιών και των θείων τους∙ σε αρκετές περιπτώσεις και των παππούδων. Πέρα από το γεγονός ότι χάνουν πρόσωπα αγαπημένα και βιώνουν το πένθος από τόσο κοντά, δεν γίνεται να μη σκεφτούν και τη δική τους μοίρα∙ νιώθουν ότι αρχίζουν να παίρνουν σειρά».
Τελευταία, από απανωτές συμπτώσεις ή γιατί είμαστε πια μεσήλικες, κάθε τρις και λίγο βρισκόμαστε στο νεκροταφείο, συνοδεύοντας στο τελευταίο του ταξίδι συγγενή ή φίλο. Είναι και ο καρκίνος που θερίζει, βλέπεις. Με την αδελφή μου την Ελένη, μόλις τελειώνει η ταφή, μένουμε πίσω και χαζεύουμε στους τάφους. Σχολιάζουμε ποιοι είναι οι καλύτεροι, ποιοι είναι πολυτελείς, ποιοι είναι αισθητικά καλόγουστοι, ποιοι απλοί, ποιοι παραφορτωμένοι. Διαβάζουμε και τα ποιήματα, όταν υπάρχουν. Θυμόμαστε ότι τότε που ήμαστε παιδιά, κάθε Μεγάλη Παρασκευή κάναμε βόλτα στα μνήματα. Η μάνα μας μάς έπαιρνε μαζί της. Εκείνη έκανε το καθήκον της στους νεκρούς και μεις περιδιαβαίναμε τους τάφους.
Η τελετή έχει τελειώσει, η ταφή έγινε, όλοι κατευθύνονται στο καφενείο για τον καφέ της παρηγοριάς και γω με την Ελένη επιβραδύνουμε το βήμα και θυμόμαστε την παλιά μας συνήθεια. Πρώτη φορά πηγαίναμε σ’ αυτό το νεκροταφείο. Την προσοχή μας τραβάει ένας οικογενειακός τάφος, όλο μάρμαρο, χωρίς περισσά στολίδια. Ένας μεγάλος σταυρός αριστερά, το φανάρι για καντήλι δεξιά και ανάμεσά τους η στήλη με τα ονόματα όσων από αυτή την οικογένεια έχουν αποδημήσει εις Κύριον. Η σύνθεση ολοκληρώνεται με έναν άγγελο στο μπροστινό μέρος που έχει τον δείκτη του δεξιού χεριού στα χείλη και υποβάλλει σιωπή.
Διαβάζουμε τα ονόματα: Αθανάσιος Γκίκας, ετών 77∙ Ελένη Γκίκα, ετών 77∙ Παναγιώτης Γκίκας ετών 77∙ Αιμιλία Γκίκα ετών 77. Δεν πιστεύουμε στα μάτια μας. Και τότε γυρίζει η Ελένη, με το γνωστό περιπαικτικό της ύφος, και μου λέει: «Ρε συ, αν δεν πρόκειται για πλάκα που σοφίστηκε κάποιος ευφυής απόγονος, στην οικογένεια Γκίκα έχουν όλοι προκαθορισμένη ημερομηνία λήξεως».
Η Μαρία Στασινοπούλου (Καλαμάτα 1945) σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και συνεργάστηκε με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και το Ίδρυμα Μελετών Λαμπράκη στην παραγωγή και εφαρμογή ηλεκτρονικών μέσων διδασκαλίας. Ασχολείται με τη μελέτη και την κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Βιβλία της: Χρονολόγιο-Εργοβιογραφία Γιώργου Σεφέρη (Μεταίχμιο 2000), Πίσω από τις γραμμές: Σελίδες κριτικής (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2005), Κυρία, με θυμάστε; Αφηγήματα (Εκδόσεις Κίχλη 2010) και, σε συνεργασία με τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, Ο βίος και το έργο του Κ.Π. Καβάφη (Μεταίχμιο 2002, και νέα συμπληρωμένη έκδοση 2013) και Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα: Επιλογή (Μεταίχμιο 2003). Έχει επιμεληθεί την έκδοση του τρίτομου Κοινού Λόγου της Έλλης Παπαδημητρίου (Ερμής 2003) και του δεύτερου τόμου της Αλληλογραφίας Μαρώς-Σεφέρη (Ίκαρος 2005). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και γράφει κριτική βιβλίου στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Εντευκτήριο και στην αθηναϊκή Εφημερίδα