Λογοτεχνικά κείμενα- «Διαδρομή βραδινού λεωφορείου» της Ελένης Λιντζαροπούλου
Νόμιζε πως ταξίδευε στις λεωφόρους του ουρανού σαν μέσα σε βαρύ σύννεφο, τόση υγρασία είχε απόψε.
Κοίταζε έξω από το παράθυρο τις φιγούρες των δέντρων. Η ταχύτητα με την οποία προσπερνούσαν το τοπίο το έκανε να μοιάζει παραδομένο στη σιωπή. Έλεγες πως όλοι οι ήχοι είχαν συγκεντρωθεί εντός του οχήματος και ο έξω κόσμος ήταν σιωπηλός θεατής της μετακίνησής τους.
Επιβάτες, λίγο περισσότεροι από τριάντα κι ας ήταν νύχτα, όλοι μεσόκοποι και κουρασμένοι.
Ευτυχώς απολάμβανε την κατάχρηση του διπλού καθίσματος, αφού η διπλανή της κυρία είχε μετακομίσει σ’ ένα άλλο διπλό, άδειο κι αυτό.
Από μια ώρα και μετά τα περιγράμματα των δέντρων χάθηκαν στο απόλυτο σκοτάδι. Ο οδηγός έσβησε τα εσωτερικά φώτα.
Μια θλιβερή ανάσα ύπνου απλώθηκε και την τύλιξε ασφυκτικά.
Ένιωσε τον γνωστό κλειστοφοβικό πανικό. Θα έσκαγε. Μικρές στάλες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπό της. Σίγουρα θα είχαν κοκκινίσει τα μάτια της. Ένιωθε τον αέρα να γίνεται πυκνός και απεχθής. Δεν γλιστρούσε στα πνευμόνια. Καταλάβαινε ότι βουλιάζει, ότι πνίγεται. Οι βλεννογόνοι της ξηραίνονταν. Οι εισπνοές της ακούγονταν σαν σφύριγμα ή ρόγχος.
Τα συμπτώματα είχαν την ίδια ένταση της πρώτης φοράς. Συνέβαιναν και την κρατούσαν βίαια στο χείλος του κινδύνου. Ή θα ούρλιαζε ή θα λιποθυμούσε.
Τι το ήθελε και ταξίδευε μόνη; Αν ήταν κάποιος μαζί της, θα ένιωθε πιο καλά. Τουλάχιστον, αν έχανε τις αισθήσεις της, δεν θα χρειαζόταν να τη φροντίσουν ξένοι άνθρωποι.
Το είχε πάθει μία φορά. Όταν μετά άνοιξε τα μάτια της, διαπίστωσε ότι της είχαν ανοίξει το πουκάμισο, της είχαν λύσει το στηθόδεσμο και την είχαν καταβρέξει με νερό. Τα πόδια της, σηκωμένα ψηλά, όπως έπρεπε για ιατρικούς λόγους, αποκάλυπταν τα εσώρουχά της.
Τι πιο φυσικό; Σιγά μη νοιαζόταν κάποιος ξένος για την αξιοπρέπειά της. Εδώ οι δικοί και δεν...
Τι είχε πει ο γιατρός; Να κάνει λογικές σκέψεις. Αυτό είχε πει.
Η λογική εξαρθρώνει το φόβο.
Αναγύρισε στο πλάι και προσπάθησε να βολευτεί όπως-όπως. Θα ήταν καλύτερα αν κοιμόταν.
Έχωσε το πρόσωπό της μέσα στον ξεχειλωτό γιακά της μπλούζας της. Οσφραινόταν το άρωμά της. Στιγμιαία ωραίο.
Με τα δάχτυλα, άρχισε να φαντάζεται ότι σκάβει μέσα της μικρές λακκουβίτσες, υποθετικές κρύπτες, μισόφωτες γωνίτσες, για να τους αποθέσει την πραγματικότητα.
Άξαφνα, ήρθε στο νου της η αίσθηση του κορμιού του.
Υγρό, απαλό, οικείο.
Η μυρωδιά του... νοτισμένη από τη βροχή, στεγνωμένη από τον ήλιο, πιπεράτη από τα ανθισμένα γύρω βασιλικά, μεγεθυμένη από την έλλειψη.
Ύστερα θυμήθηκε τη φωνή του. Βαθειά, απαλή, στέρεη, οικεία.
Ο στίχος ήρθε και άστραψε στη σκέψη της.
«Γέμισα τις κατακόμβες της ψυχής μου μ’ εσένα».
Της άρεσε...
Έκανε συνειρμούς που της φαίνονταν γοητευτικοί.
Χιλιάδες χρόνια μετά το θάνατό της, οι αρχαιολόγοι που θα ανακάλυπταν το κορμί της θα τον έβρισκαν εγχυτρισμένο εκεί. Δίπλα, τα ιερά και τα άγιά του.
Το δισκοπότηρο με το αίμα του, λέξεις. Το αντιμήνσιο με την εικόνα του, λόγος. Η αγία αναφορά του, αίσθηση.
Ένιωσε μέσα της το ανατρίχιασμα του όλου.
Άνοιξε τα μάτια της. Είχαν φτάσει.
Στη σκέψη της σκίρτησε η ευχή: «Συ εκ του μη όντος εις το είναι ημάς παρήγαγες».
Από την υπό έκδοση συλλογή Έρωτας στο χαρτί.
πηγή : diastixo.gr