Λογοτεχνικά κείμενα-«Δεν υπάρχει τιμωρία» του Ανδρέα Κεντζού
Δεν πίστευα ότι θα ήμουν ποτέ ικανός (στη θέα του αίματος λιποθυμώ) αλλά υπήρχε λόγος. Ας γίνει ό,τι θέλει, σκεφτόμουν, ας με χώσουν μέσα. Ύστερα έτυχε να εγκλωβιστώ σε ασανσέρ. Κατέρρευσα. Οι πυροσβέστες με βρήκαν καθισμένο πάνω στα ξερατά μου να παραμιλάω. Έτσι έμαθα ότι έχω κλειστοφοβία. Και το ξανασκέφτηκα για τη φυλακή.
Είπα να κάνω αναγνώριση εδάφους. Ακολούθησα τη διαδικασία: πήρα τηλέφωνο και μίλησα με τον γραμματέα του, ο οποίος ευθύς εξαρχής με πληροφόρησε ότι όλος ο Σεπτέμβριος ήταν κλεισμένος.
«Πολύ ωραία, τον Οκτώβριο λοιπόν».
Το διαμέρισμα ήταν πολυτελείας και στον προθάλαμο ένα σωρό κόσμος περίμενε ξεφυλλίζοντας ιλουστρασιόν περιοδικά. Κάθε τόσο εμφανιζόταν ο γραμματέας φωνάζοντας δυο ονόματα. Το πρώτο για να περάσει μέσα, το δεύτερο για να προετοιμάζεται. Υπήρχε αρκετή καθυστέρηση, ένα μισάωρο και βάλε, αλλά κανείς δεν παραπονιόταν. Κανείς δεν τολμούσε να φύγει.
Δεν ήταν όπως τον περίμενα, καθόλου όπως τον περίμενα. Όρθιος με υποδέχτηκε, σαν να ήμουν ο μοναδικός του πελάτης. Με κοίταζε στα μάτια όση ώρα του περιέγραφα τα δήθεν συμπτώματα. Όταν τελείωσα, έμεινε για ένα δυο λεπτά σιωπηλός και ύστερα με ρώτησε αν θέλω να γίνω καλά. Σκάλωσα. Δεν με είχε ξαναρωτήσει γιατρός έτσι.
«Ναι», είπα εντέλει.
«Δεν νομίζω», κούνησε το κεφάλι.
Ασυναίσθητα πήρα βαθιά ανάσα και φώναξα: «Θέλω να γίνω καλά».
Αυτό ήθελε. «Ε λοιπόν θα γίνεις», μου χαμογέλασε.
Έβγαλε από την τσέπη του ένα μπουκαλάκι, το δικό του φάρμακο. «Πρωί βράδυ και σε δυο εβδομάδες σε περιμένω».
Πήγα να του δώσω χρήματα, μου γύρισε την πλάτη. Η πληρωμή γινόταν στον γραμματέα.
Έτσι έγινε και στην δεύτερη επίσκεψη. Με το που γύρισε την πλάτη στο ζεστό χρήμα όμως, χίμηξα και τον αγκάλιασα και του έμπηξα το μαχαίρι στο σημείο που είχα μάθει ότι ο άνθρωπος πεθαίνει χωρίς φασαρία και πολλά αίματα.
Σωριάστηκε στο πάτωμα χωρίς να βγάλει άχνα. Το αίμα όμως έρεε ακατάσχετα, σαν νερό από την πηγή. Από θαύμα δεν λερώθηκαν τα παπούτσια μου. Πλήρωσα στον γραμματέα και με σταθερό βήμα διέσχισα τον προθάλαμο. «Τόσο εύκολο;» αναρωτιόμουν.
Η κραυγή μ’ έπιασε στην εξώπορτα, όπως το είχα υπολογίσει. Σαν σίφουνας κατέβηκα τις σκάλες.
Βγήκα στον δρόμο, ανακατεύτηκα χαλαρά με τον κόσμο. Σκόπευα να πάρω μετρό, η στάση ήταν μόλις δυο τετράγωνα παρακάτω. Αλλά μ’ έπιασε ο φόβος και σταμάτησα ταξί. «Ηλιούπολη», πρόσταξα (εκεί έμενα τότε) και ο ταρίφας πάτησε γκάζι και το επόμενο κιόλας λεπτό αφήναμε πίσω μας το κέντρο. Παρότι γέρος με χοντρά γυαλιά, ήταν ανέλπιστα καλός οδηγός. Γρήγορος, ευέλικτος, σωστός.
Γενικά αποφεύγω τις κουβέντες με αγνώστους αλλά εδώ δεν κρατήθηκα, του έδωσα συγχαρητήρια.
Έκανε ότι δεν άκουσε.
«Οδηγείτε υπέροχα», είπα.
Μ’ ευχαρίστησε κάπως ψυχρά, χωρίς να με κοιτάξει καν. Μάλλον είχε βαρεθεί ν’ ακούει τον καλό λόγο.
«Μη μ’ ευχαριστείτε καθόλου», του είπα, «είναι η αλήθεια». Και παρατήρησα ότι τα πράγματα είναι πια πολύ επικίνδυνα στους δρόμους.
«Πάντα ήταν», μου απάντησε.
«Φταίτε κι εσείς».
«Φταίμε».
«Είστε απαράδεκτοι».
«Είμαστε», παραδέχτηκε ήρεμα.
«Εκτός από σένα», διόρθωσα.
«Κι εγώ», επέμεινε, «κι εγώ».
«Εσύ είσαι το κάτι άλλο».
«Όχι – δεν ξέρετε τι έχω κάνει».
Μου ομολόγησε ότι κάποτε πάτησε μια γριά. Δεν έφταιγε βέβαια, ήταν νύχτα, πίσσα σκοτάδι, και η γριά πετάχτηκε στα δέκα μέτρα. «Πάνε τριάντα χρόνια τώρα, ούτε να φρενάρω δεν πρόλαβα, την πάτησα κι έφυγα ο άθλιος, την παράτησα».
Εκεί ήταν το λάθος, που την παράτησε.
Του το είπα και αναστέναξε. «Αυτό μου λέει κι η γριά». Την έβλεπε κατά καιρούς στον ύπνο του. «Δεν αντέχω άλλο», η φωνή του έσπασε.
«Μην τρελαίνεσαι», του είπα, «κι εγώ μάλλον το ίδιο θα ’κανα».
Γύρισε και με κοίταξε. «Αλήθεια το λέτε, κύριε;»
«Αλήθεια».
Στο πρόσωπό του άστραψε ένα μεγάλο χαμόγελο. Κάτι πήγε να πει αλλά ήχησε μια σειρήνα.
Ασθενοφόρο ήταν. Χριστέ μου άλλο ένα τέτοιο και την κάναμε, σκέφτηκα, θα μας μαζεύουν από κάτω.
Δεν γινόταν αλλιώς, έπρεπε να φύγω, προσωρινά τουλάχιστον, μερικές εβδομάδες και βλέπουμε.
«Αεροδρόμιο», είπα, «γρήγορα».
Άλλαξε πορεία με μια υπέροχη αναστροφή που όμοιά της ορκίζομαι δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου. Μακάρι να οδηγούσα κι εγώ με τέτοια τέχνη.
«Δεν είναι τίποτα», μου είπε, «θα σας μάθω».
«Εντάξει – όταν γυρίσω». Δώσαμε τα χέρια.
Στο αεροδρόμιο γινόταν χαμός, στις Αναχωρήσεις ειδικά το χάος. Δεν είχα καμία όρεξη να μπλέξω σε ουρές, να τσακώνομαι για τη σειρά μου. Στάθηκα σε μιαν άκρη και περίμενα. Οι καημένοι οι υπάλληλοι, μάταια έτρεχαν πάνω κάτω να σώσουν την κατάσταση. Το πρόβλημα ήταν που ο κόσμος κουβαλούσε μαζί του ένα σωρό πράγματα, σαν να πήγαινε ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Τελευταίο βιβλίο του: η ποιητική συλλογή σαραντατέσσερα (Σαιξπηρικόν, 2014).
πηγή : diastixo.gr