Λογοτεχνικά κείμενα-«Χειροποίητα φορέματα» της Ελένης Λιντζαροπούλου
Μετά το τροχαίο και τις τρεις χειρουργικές επεμβάσεις, τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά.
Είχε ήδη βγάλει τη ραπτομηχανή από την αποθήκη και την είχε στήσει κοντά στο παράθυρο. Τα πρωινά, μόλις ξυπνούσε, μετά την καθημερινή τουαλέτα, κυλούσε εκεί την πολυθρόνα της και όλη την ημέρα έραβε, με ό,τι ύφασμα είχε, μικρά μικρά φουστανάκια.
Μικρά, αστεία, ροζ, γαλάζια... Φουστανάκια για κούκλες.
Έπειτα ξεθάρρεψε. Τα έκανε πιο μεγάλα, πολύχρωμα, με applications. Λουλούδια και καρποί και όλα τα καλά του Θεού τα στόλιζαν. Ήταν ένα χάρμα οφθαλμών όλα.
Αργότερα αποφάσισε να διηγηθεί ιστορίες πάνω τους. Έτσι τα φουστάνια που έφτιαχνε θα είχαν ένα σκοπό. Θα είχαν να πουν κάτι.
Οι πρώτες απόπειρες ήταν χοντροκομμένες και άχρηστες. Σιγά σιγά άρχισε να καταλαβαίνει το γιατί. Βιαζόταν. Κεντούσε στο πανί όλες τις σκέψεις της, αυθόρμητα, ασυλλόγιστα, παρορμητικά, λάθος.
Έτσι έπιασε να υφαίνει πρώτα το πανί, αργά, απαλά, τραγουδιστά σχεδόν. Τόσο, που λάμπρυναν οι κλωστές τα χρώματά τους για να την ευχαριστήσουν. Λεπτές λεπτές κλωστούλες που ήθελαν μια ζωή σχεδόν να γίνουν ένα, στα χέρια της φτουρούσαν, τόση ήταν η τέχνη της. Κατόπιν έκοβε στα μέτρα που χρειαζόταν το σχέδιο, αφήνοντας και λίγο παραπάνω, «μη χρειαστεί φάρδος». Μετά κεντούσε.
Χρώματα, ιστορίες, πρόσωπα, ψέματα κι αλήθειες... όλα.
Ένα δράκο με τις φωτιές του να ζώνουν τον ποδόγυρο. Δυο πουλάκια κρυμμένα κάτω απ’ τις μασχάλες. Αμυγδαλιές και κερασιές να ανεβαίνουν από τη μέση ως τους ώμους. Κατακίτρινα βερίκοκα στις τσέπες. Τη χρυσομαλλούσα να τρεμοπαίζει τα βλέφαρά της σ’ ένα δάκρυ. Ένα αγόρι να χαϊδεύει μια γατούλα. Ένα ποτήρι με νερό. Μικρά φυλλαράκια δυόσμο. Μια καρδιά να στάζει προσμονή.
Τόσο όμορφα τα έφτιαχνε που έμοιαζαν ζωντανά. Θα σου μιλούσαν λες.
Μια παράξενη μέρα, εκεί που ξεμπέρδευε τις κλωστές, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ένας αναστεναγμός είχε πιαστεί στα δάχτυλά της. Τα έφερε στα χείλη και τα βύζαξε σαν να είχαν τρυπηθεί με τη βελόνα. Πικρά.
Κάτι άλλο ήθελε από τη ζωή. Κάτι άλλο.
Τράβηξε από την άκρη εκείνο το ωχρό λεπτό πανί, το παραδείσιο. Αέρινο, σαν να μην το ’χε πιάσει ανθρώπου χέρι. Μέτρησε με το μάτι, της έκανε. Αυτό ήθελε. Ένα φόρεμα δικό της.
Κέντησε πάνω του μονάχα λέξεις.
Πρώτη πρώτη τη Μοναξιά... όμορφη, κατακόκκινη.
Ύστερα το Πάθος... με γαλάζιες απολήξεις νερού.
Την Αγρύπνια... αέρινη και υγρή μαζί.
Κατόπιν:
Μάτια
Χείλη
Θέλω
Σωπαίνω
Φως
Ερημία
Θάνατος.
Πόσο ωραίος ήταν κεντημένος ο Θάνατος, ασημόχρυσος και βιολετί, με τρεις σταγόνες παρόν να του μοιάζει.
Έκλεισε τα μάτια και χαμογέλασε.
Από τη συλλογή Κείμενα μικρά, σχεδόν ανήλικα.
Πηγή : diastixo.gr