Λιντί Σαλβέρ: «Μην κλαις» κριτική της Έρικας Αθανασίου
Πόσο εύκολο είναι να γράψεις για την πιο σημαντική ανάμνηση της μητέρας σου, όταν αυτή δεν αφορά εσένα; Όταν αυτό που έχει μείνει κυρίως στη μνήμη της είναι ένα καλοκαίρι πολύ πριν γεννηθείς εσύ, με ανθρώπους που ποτέ δεν γνώρισες;
Την καταγραφή της ιστορίας αυτής επιχειρεί η Λιντί Σαλβέρ, γεννημένη στη Γαλλία από γονείς Ισπανούς, δημοκρατικούς εξόριστους, στο βιβλίο της Μην κλαις, που απέσπασε το βραβείο Goncourt to 2014 και πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Utopia, σε μετάφραση από τα γαλλικά Αλέξη Εμμανουήλ.
Δεν πρόκειται για μυθιστόρημα. Η συγγραφέας μεταφέρει με μικρές, κοφτές φράσεις τη διήγηση της μητέρας της, της Μόντσε, για το καλοκαίρι που άλλαξε τη ζωή τη δική της και όλης της Ισπανίας, λίγο πριν τον εμφύλιο πόλεμο που έφερε στην εξουσία τον Φράνκο. Στην κατεστραμμένη από την άνοια μνήμη της μητέρας της δεν έχει αλλοιωθεί καμία από τις μνήμες εκείνου του καλοκαιριού, όταν δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκαέξι της χρόνια, και αφηγείται τα συγκλονιστικά γεγονότα στην κόρη της. Μια διήγηση μέχρι τα 17 χρόνια της μητέρας της, όταν με τη θέληση για ζωή να μην την έχει εγκαταλείψει «κάνει τουρισμό» σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε αναζήτηση μιας νέας χώρας, μιας νέας γλώσσας.
Θα μπορούσε να είναι μια πολιτική, είναι όμως περισσότερο μια ερωτική ιστορία. Ένα βιβλίο για το πού μπορούν να οδηγηθούν φιλήσυχοι άνθρωποι. Ένα βιβλίο για το πόσο εύκολα μπορεί κανείς να αλλάξει στρατόπεδο. Ένα βιβλίο για το πώς χάνονται με ενθουσιασμό οι μάχες και οι πόλεμοι.
Τα διηγείται σε μια γλώσσα που κακοποιεί τα γαλλικά, σε ανάμεικτη γλώσσα των Υπερπηρηναίων, αφού έχει εγκαταλείψει από χρόνια τόσο την Ισπανία όσο και τη μητρική της γλώσσα, ανακατεύονται με απόλαυση βρομόλογα, που ποτέ δεν έλεγε σε όλη της τη ζωή, λέξεις που η κόρη της δεν ήξερε καν ότι γνώριζε.
«Στη μνήμη της το μόνο που επιμένει είναι το καλοκαίρι του ‘36, όταν η ζωή και ο έρωτας την άρπαξε απ' τα μούτρα, το καλοκαίρι που η Μόντσε είχε την εντύπωση ότι ζούσε στο εκατό τα εκατό».
Συγχρόνως με τη διήγηση της μητέρας της, η συγγραφέας μεταφέρει γεγονότα και σκέψεις του γνωστού Γάλλου συγγραφέα Ζορζ Μπερνανός, ο οποίος, όντας αυτόπτης μάρτυρας των εγκλημάτων των εθνικιστών, αλλάζει στρατόπεδο και καταγγέλλει τη φασιστική φρίκη. Μια φρίκη όπου η Καθολική Εκκλησία δίνει άφεση στα φασιστικά εγκλήματα και υποδεικνύει ως τους κακούς της ιστορίας τους «κακούς» φτωχούς, που επιδιώκουν μια καλύτερη ζωή.
«Ισπανία, 1936. Λίγο πριν ξεσπάσει ο Εμφύλιος, κι η μητέρα μου είναι μια κακιά φτωχή. Κακιά φτωχή είναι η φτωχή που βγάζει γλώσσα. Στις 18 Ιουλίου 1936, η μητέρα μου βγάζει γλώσσα για πρώτη φορά στη ζωή της. Είναι δεκαπέντε χρονών. Ζει σ’ ένα χωριό αποκομμένο απ’ τον κόσμο όπου, αιώνες τώρα, λιγοστοί μεγαλοτσιφλικάδες κρατάνε τις οικογένειες σαν τη δική της σ’ έσχατη ένδεια».
«Φαίνεται σεμνή και ταπεινή», μια φράση που κάνει τη νεαρή Μοντσίτα να γίνει έξαλλη. Η μητέρα της την έχει πάει στο σπίτι της πλούσιας οικογένειας του χωριού της προκειμένου να προσληφθεί ως υπηρέτρια και η ετυμηγορία είναι η φράση «φαίνεται σεμνή και ταπεινή». Μια φράση που θα την κυνηγάει για πολύ καιρό στη ζωή της, μέχρι να πάρει τη συγνώμη που της αξίζει.
Μια φράση που θα πυροδοτήσει στη δύση της ζωής της την αφορμή να μεταφέρει στην κόρη της τον ενθουσιασμό της ευθυμίας εκείνου του Ιούλη του 1936. Μια ευθυμία που ξεχειλίζει από τις σελίδες του Μην κλαις, ερχόμενη σε αντίθεση με τον τίτλο του. Ο Χοσέ, ο αδελφός της Μόντσε, είναι αυτός που θα την παρασύρει στο πιο ξέφρενο καλοκαίρι της ζωής της. Και αυτός μόλις που έχει συνειδητοποιήσει τι σημαίνει να είσαι νέος. «Το αγνοούσε. Σκέφτεται πως θα μπορούσε να πέθαινε αγνοώντας το. Και αναλογίζεται ταυτόχρονα πόσο μουντή είχε υπάρξει η ζωή του μέχρι εκείνη τη μέρα, πόσο φτωχές οι επιθυμίες του».
Δεν πρόκειται για κάποια επινοημένη ιστορία. Όπως αναφέρει η συγγραφέας, «η μητέρα μου είναι η μητέρα μου, ο Μπερνανός ο παινεμένος συγγραφέας των Μεγάλων Κοιμητηρίων κάτω από το φεγγάρι και η Καθολική Εκκλησία ο αποτρόπαιος θεσμός που υπήρξε το ‘36... Το αστραφτερό καλοκαίρι της μητέρας μου, η πένθιμη χρονιά του Μπερνανός, δυο σκηνές της ίδιας ιστορίας».
Πρόκειται για πραγματικά, αποτρόπαια γεγονότα, υπέροχα και συγκινησιακά φορτισμένα δοσμένα. Ο αναγνώστης ταυτίζεται με τη Μοντσίτα που αγωνίζεται να ξεφύγει από ένα πεπρωμένο το οποίο φαίνεται προδιαγεγραμμένο, και αναρωτιέται πώς κατάφερε ο Φράνκο να επικρατήσει.
Παρακολουθούμε μια Ισπανία όπου υπάρχει δημοκρατικά εκλεγμένο κόμμα λαϊκής αποδοχής, ανθρώπους που αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι δεν γεννήθηκαν σκλάβοι, μια αριστερά δυνατή, και όπως πάντα διχασμένη, μια Ευρώπη που στέλνει από παντού εθελοντές να πολεμήσουν στο πλευρό των δημοκρατικών. Και όμως ο φασισμός επικρατεί, παίρνοντας άφεση αμαρτιών από την Καθολική Εκκλησία.
Είναι η εποχή όπου κυριαρχούν τα συνθήματα «Καλός κόκκινος είναι μόνο ο νεκρός κόκκινος» και «Όχι άλλη καταπίεση, ζήτω η ελευθερία. Θάνατος στο θάνατο!».
Η Μόντσε δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την πολιτική. Θέλει όμως και αυτή να ζήσει. Της είναι αδιάφορο το απόμακρο φλερτ του θετού γιου του αριστοκράτη της περιοχής. Κι έτσι θα ακολουθήσει τον αδελφό της και ένα ζευγάρι φίλων για τη μεγάλη πόλη όπου συμβαίνουν μεγάλα πράγματα. Εκεί όπου επιτρέπεται οι γυναίκες να πίνουν και να καπνίζουν στα καφέ, χωρίς καν να χρειάζεται να πληρώσουν, γιατί όλα είναι για όλους, εκεί όπου τα χρήματα δεν έχουν σημασία και μπορούν να τα παραδίδουν στην πυρά, εκεί όπου ο έρωτας καραδοκεί στο πρόσωπο ενός νεαρού εθελοντή, που την άλλη μέρα θα φύγει για τον πόλεμο.
Ο αναγνώστης ταυτίζεται με τη Μοντσίτα που αγωνίζεται να ξεφύγει από ένα πεπρωμένο το οποίο φαίνεται προδιαγεγραμμένο, και αναρωτιέται πώς κατάφερε ο Φράνκο να επικρατήσει.
Η επιστροφή όμως στο χωριό μοιάζει αναπόφευκτη. Και εκεί οι ισορροπίες αλλάζουν. Τα παιδικά τραύματα και η άρνηση για συμμετοχή σε παιχνίδια μεταφέρονται στο πολιτικό πεδίο, όπου κάποιος θα πρέπει να επικρατήσει. Η φλόγα ή η συντηρητική λογική; Και τέλος η εκδίκηση. Τότε που δεν θα υπάρχει συγχωριανός αλλά απλά εχθρός. Οι πραγματικές σχέσεις των ανθρώπων δεν διαμορφώνονται από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις αλλά από συναισθήματα όπως φιλία, έρωτας, αγάπη, σεβασμός. Η ανάγκη να αγαπήσουν ένα παιδί δεν κοιτάζει κοινωνική τάξη.
Στο βιβλίο κυριαρχεί η μητέρα. Σαν να μην υπάρχει πατέρας ή να μην έχει ιδιαίτερη σημασία ποιος είναι. Προς το τέλος μόνο αποκαλύπτεται το όνομά του. Εξάλλου η συμβολή του ήταν μάλλον αρνητική σε εκείνο το υπέροχο καλοκαίρι.
Θα μπορούσε να είναι μια πολιτική, είναι όμως περισσότερο μια ερωτική ιστορία. Ένα βιβλίο για το πού μπορούν να οδηγηθούν φιλήσυχοι άνθρωποι. Ένα βιβλίο για το πόσο εύκολα μπορεί κανείς να αλλάξει στρατόπεδο. Ένα βιβλίο για το πώς χάνονται με ενθουσιασμό οι μάχες και οι πόλεμοι.
Υπάρχει όμως άραγε λόγος να κλάψει κανείς για μια τέτοια ιστορία; Μια τόσο δυνατή και όμορφη ανάμνηση αξίζει να σκεπάσει μια ζωή; Αξίζουν οι συνέπειες; Ο αναγνώστης θα πρέπει να αποφασίσει μόνος του.
Μην κλαις
Λιντί Σαλβέρ
Mετάφραση: Αλέξης Εμμανουήλ
Utopia
288 σελ.
ISBN 978-618-5173-11-1
Τιμή: €17,50
Πηγή : diastixo.gr