Λίνα Νικολακοπούλου–Αργυρώ Καπαρού: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη
Η Λίνα Νικολακοπούλου γεννήθηκε στα Μέθανα και σπούδασε κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, παρακολουθώντας συγχρόνως μαθήματα κινηματογραφίας στη Σχολή Σταυράκου, σκηνοθεσίας θεάτρου στη Σχολή του Πέλου Κατσέλη και κλασικής κιθάρας στο Εθνικό και Ελληνικό Ωδείο Αθηνών. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ξεκίνησε με τον τότε συμφοιτητή της, συνθέτη Σταμάτη Κραουνάκη, μια μακρόχρονη, πλούσια και επιτυχημένη δημιουργική συνεργασία με ιδιαίτερη ταυτότητα. Εκτός από τους στίχους πολυάριθμων τραγουδιών, έχει επίσης γράψει χορικά για παραστάσεις αρχαίας κωμωδίας, κείμενα επιθεώρησης και το θεατρικό έργο Σταγόνα στα γόνατα. Έχει συνεργαστεί με σπουδαίους Έλληνες και ξένους συνθέτες, όπως ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, η Ευανθία Ρεμπούτσικα, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Γκόραν Μπρέγκοβιτς, ο Άρα Ντίντζιαν, ο Τρέβορ Χορν και ο Στινγκ, ενώ τραγούδια της έχουν ερμηνεύσει, μεταξύ άλλων, η Βίκυ Μοσχολιού, η Χάρις Αλεξίου, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Γιώργος Μαρίνος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Γιάννης Πάριος, η Τάνια Τσανακλίδου, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Γιάννης Κότσιρας, η Αρλέτα και η Μίλβα. Υπήρξε μέλος της ομάδας των τελετών έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων ΑΘΗΝΑ 2004 και μάλιστα έγραψε τους στίχους για το τραγούδι της Ολυμπιακής Λαμπαδηδρομίας. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, τιμήθηκε με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικος από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο.
Η Αργυρώ Καπαρού γεννήθηκε στον Πειραιά, με ρίζες από την Κρήτη και τη Μικρά Ασία. Σπούδασε μουσική και σύγχρονο τραγούδι στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών και έκανε την πρώτη της καλλιτεχνική εμφάνιση το 1987, ενώ το 1989 απέσπασε το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Ακολούθησε πλήθος συνεργασιών και ζωντανών εμφανίσεων με σημαντικούς δημιουργούς και ερμηνευτές, όπως ο Γιάννης Σπανός, η Ελένη Βιτάλη, ο Μάριος Τόκας, ο Λάκης Χαλκιάς, ο Πέτρος Γαϊτάνος, ο Μανώλης Μητσιάς, ο Κώστας Μακεδόνας, η Ελένη Δήμου, ο Κώστας Μάντζιος, ο Σταύρος Σιόλας, ο Μιχάλης Ρέππας, ο Φωκάς Ευαγγελινός και η χορογράφος Μαίρη Τσούτη. Από το 2005 συνεργάστηκε σε σταθερή βάση με το σχήμα του Σταμάτη Κραουνάκη «Σπείρα Σπείρα», με το οποίο έλαβε μέρος σε μουσικές παραστάσεις και περιοδείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η δισκογραφία της περιλαμβάνει τέσσερα, ως τώρα, προσωπικά άλμπουμ (Μετάξι είναι το βλέμμα σου, Μη μου χαλάσεις τ’ όνειρο, 26 ερμηνείες και Χειρολαβές) και συμμετοχές σε συλλογικά έργα και τηλεοπτικά σάουντρακ.
Τα τελευταία χρόνια, η Λίνα Νικολακοπούλου και η Αργυρώ Καπαρού συνεργάζονται πολύ τακτικά σε μουσικά προγράμματα που επιμελείται η πρώτη. Στις 15 Δεκεμβρίου θα παρουσιάσουν στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός τη μουσική παράσταση Πάμε κάπου, με τη φιλική συμμετοχή του ηθοποιού, τραγουδιστή και εικαστικού Άγγελου Παπαδημητρίου και του τενόρου Θοδωρή Βουτσικάκη, καθώς και πλαισίωση από εξαίρετους μουσικούς.
Μια από τις μάλλον σπάνιες, γνήσιες κοντράλτο φωνές, συναντά μια πολύ ιδιαίτερη «φωνή» στον στίχο. Συνεργάζεστε σε τακτική βάση…
Λίνα Νικολακοπούλου: Ζώντας από μέσα τις συνθήκες –την πολλαπλή πραγματικότητα– του χώρου γύρω από το τραγούδι, θα ’λεγα ότι, για μένα, το πιο σταθερό σημείο αναφοράς είναι το να μπορώ να συνεννοηθώ με τον ερμηνευτή. Και όχι μόνο αισθητικά, δηλαδή στο θέμα της ερμηνείας, αλλά και, κυρίως, στην προθυμία –την οποία έχει η Αργυρώ– να ανοιγόμαστε σε περιεχόμενα που εγώ αναζητώ, και τα οποία εκείνη αντιλαμβάνεται και ψάχνει μαζί μου. Κάθε φορά, εξάλλου, φτιάχνουμε περιεχόμενο ειδικά για τον χώρο όπου μας καλούν. Το να μην έχω συνεργάτες με τους οποίους να συμφωνώ στο θέμα του «μενού» που ετοιμάζω, ως οικοδέσποινα, ανάλογα με τους ανθρώπους που περιμένω, είναι κάτι που όχι μόνο μού χαλάει το κέφι, αλλά δυσχεραίνει επίσης την έκφρασή μου. Έχει συμβεί και αυτό. Αλλά της Αργυρώς πάντα της αρέσει να μελετά καινούργια πράγματα. Στη συνέχεια, στις πρόβες, βλέπουμε τι της ταιριάζει και τι την ευχαριστεί, και προχωράμε με ηρεμία, αρκετά πιο νωρίς απ’ την παρουσίαση της δουλειάς μας. Διότι είναι εξαιρετικά λεπτή υπόθεση το να μπουν όλοι οι συντελεστές σ’ ένα κλίμα, ώστε να «εκπέμψουμε» ως ομάδα. Άλλωστε, η ιδιαίτερη χροιά που έχει η φωνή της Αργυρώς με οδηγεί σε αναζητήσεις πολύ συγκεκριμένες. Εγώ είμαι πάντοτε το πρώτο κοινό: κάθομαι παράμερα και μονάχα ακούω, για να μπορώ να κρίνω με πραγματική αντικειμενικότητα. Αν νιώσω ότι κουράζομαι ή αντιληφθώ ότι κάτι δεν λειτουργεί όπως θα ’θελα, μπορεί να το διορθώσω ή να το οδηγήσω αλλού.
Αργυρώ Καπαρού: Ο τρόπος που δουλεύει η Λίνα στις πρόβες μας με γοητεύει. Όλοι όσοι δουλεύουμε μαζί της, παίρνουμε χαρά και ανυπομονούμε για την επόμενη συνεργασία μας. Γιατί δεν διστάζει να παρέμβει με καίριο τρόπο, προτείνοντας αλλαγές στις ενορχηστρώσεις, αλλάζοντας ως και την ίδια τη ροή που εκείνη έχει αποφασίσει, προκειμένου να έχουμε το απαιτούμενο αποτέλεσμα. Έχω αποκλειστική συνεργασία μαζί της εδώ και εφτά χρόνια – λέω «έχω», γιατί η Λίνα συνεργάζεται και με άλλους, επιμελείται πολλά προγράμματα και δίσκους. Αλλά σε όποιο πρόγραμμα έχει πολύ σημαντική δική της ταυτότητα και οδό, με έχει φωνάξει. Και αυτό με συγκινεί ιδιαίτερα.
ΛΝ: Είχα τη χαρά να είναι κοντά μου η Αργυρώ πέρσι και πρόπερσι, που κάναμε τις «Βραδιές του Λόγου». Μόλις τέλειωνε η συζήτηση με τους λογοτέχνες, αρχίζαμε, για μιάμιση ώρα περίπου, να ξεδιπλώνουμε την τέχνη του τραγουδιού σε αρμονία με την τέχνη του λόγου. Η Αργυρώ θέλει να είναι κοντά στην ωραία μουσική και το ωραίο τραγούδι, χωρίς να ενδιαφέρεται για το μεγάλο σουξέ. Σίγουρα αυτό είναι κάτι που μας επιτρέπει να συμπλέουμε.
Η ψηφιακή τεχνολογία είναι μεγάλη υπόθεση. Μπορείς να βρεις κυριολεκτικά τα πάντα. Αλλά απ’ την άλλη, ο άνθρωπος έχει ανάγκη την υλικότητα, την αφή.
Ακούει η εποχή μας; Μια εποχή με πολλή μοναξιά, με έλλειψη επικοινωνίας…
ΑΚ: Ακούει. Στη μοναξιά, ειδικά, θέλει κανείς να έχει παρέα τη μουσική, το τραγούδι. Κυρίως τα νέα παιδιά – το πιο σύνηθες είναι να τα δεις με ακουστικά στ’ αυτιά τους. Τώρα το τι ακούνε, πώς ακούνε, τι σκέφτονται, είναι άλλο ζήτημα. Ο καθένας έχει τις κατευθύνσεις του. Το κακό όμως είναι ότι δεν τραγουδούν. Σαν να φοβούνται. Το έχω αισθανθεί αυτό και μέσω της διδασκαλίας στις δραματικές σχολές. Τα παιδιά σήμερα δεν ξέρουν να τραγουδούν, γιατί δεν τραγουδούν ούτε οι γονείς τους. Η γενιά των δικών μου γονιών τραγουδούσε. Στις ταβέρνες, στο οικογενειακό τραπέζι, στο αυτοκίνητο. Το τραγούδι τούς έδινε χαρά. Και ακόμα κι αν ήταν λυπητερό, τους ένωνε, τραγουδούσαν μαζί. Τώρα πια δεν το συναντώ αυτό. Η δική μου η γενιά δεν το κάνει εύκολα. Λίγοι είναι αυτοί που τραγουδούν στο σπίτι τους.
ΛΝ: Το να τραγουδήσεις είναι μια έκθεση, ακριβώς όπως το να σηκωθείς και να χορέψεις. Επειδή μένω στο Γκάζι, θυμάμαι ότι, πριν από δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια, όταν σχολούσαν τα νυχτερινά κέντρα, άκουγα τις παρέες που τραγουδούσαν μπαίνοντας στα αυτοκίνητά τους. Τώρα πια δεν συμβαίνει αυτό, ή συμβαίνει πολύ αραιά. Ακούω όμως να παραπονιούνται πως τους έσπασαν το αμάξι. Έχουν, δηλαδή, και απώλειες. Με την πόλη μας αφημένη στην τύχη της, όποιος δεν έχει χρήματα για να βάλει το αυτοκίνητό του σε γκαράζ, θα πάει να διασκεδάσει και θα του βγει ξινό. Πράγματι, δεν είναι εύκολο να βιώνουμε την εποχή μας. Υπάρχουν, ωστόσο, και οι συναυλίες. Εκεί, όπου το συναίσθημα είναι συλλογικό, ακόμα τραγουδούν οι άνθρωποι. Είναι μια εποχή διαφορετική για όλους μας, καινούργια. Για να επιστρέψουμε στα δικά μας, αν τύχει και έρθουν να μας ακούσουν παιδιά που ίσως δεν ξέρουν τα τραγούδια μας, αλλά ήρθαν επειδή αγαπούν τους ερμηνευτές, εμένα με ενδιαφέρει να τους δώσω κάτι. Να έχω δίκιο, δηλαδή, σ’ αυτό που διάλεξα –να ξεδιπλώσω ρεπερτόρια με τα οποία δεν έχουν συχνά την ευκαιρία να έρθουν σ’ επαφή– ώστε να γίνει η αφορμή για να ψάξουν κι άλλο.
Με συγκινούν όμως και οι άνθρωποι, εκείνοι που μας στηρίζουν με την επιλογή τους να έρθουν να μας δουν, με την παρουσία τους στην αίθουσα. Σαν να μας λένε: «Προχώρα, είμαι εδώ». Τους θεωρώ ευεργέτες.
Άρα ο κόσμος δεν απορρίπτει πάντα το πρωτόγνωρο. Ούτε εμμένει υποχρεωτικά στα ίδια και τα ίδια, που η μουσική βιομηχανία –και όχι μόνο– θεωρεί ότι το κοινό «θέλει να ακούει».
ΛΝ: Ο κόσμος καταλαβαίνει. Εφόσον δεν πας να κάνεις ένα γρήγορο πέρασμα και να φύγεις, και να τελειώσει έτσι η «συναλλαγή», καταλαβαίνει πως υπάρχει μια άλλη πρόθεση. Αν εγώ εμμένω σ’ ένα αγαπημένο μου τραγούδι, που τυχαίνει να το αγαπάει και ο κόσμος, είναι επειδή πράγματι εξακολουθεί να μου φαίνεται όμορφο και οι ακροατές δεν το χορταίνουν. Υπάρχουν τραγούδια που τα βάζω συχνά, επειδή τα αγαπάμε. Τα τραγούδια που γίνονται επιτυχίες, βέβαια, και να μη θέλει να τα πει ο τραγουδιστής, του επιβάλλεται να τα τραγουδήσει – και για να μη χαλάσει το κέφι, θα τα πει. Εμείς τέτοιο άγχος δεν έχουμε. Είναι πολύτιμο για μένα να έχω κοντά μου ανθρώπους όπως η Αργυρώ, για να μπορούμε να ετοιμάζουμε και κάτι άλλο – άλλων προθέσεων, άλλου περιεχομένου. Και ο κόσμος, ξέροντας ότι έρχεται να ακούσει κάτι διαφορετικό, μας εμπιστεύεται και μας ακολουθεί.
ΑΚ: Στο παρελθόν συνέβαινε να υποστηρίζουν οι εταιρείες τραγούδια που τελικά δεν είχαν την αναμενόμενη ανταπόκριση απ’ τον κόσμο. Άλλα ήταν εκείνα που αγαπήθηκαν και έμειναν, και οι συντελεστές τους ζουν ακόμα από αυτά. Αν και σήμερα, σχεδόν δεν υπάρχουν πια οι εταιρείες.
ΛΝ: Τότε, όμως, ο κόσμος καθόταν και άκουγε όλο τον δίσκο. Τώρα δεν υπάρχει χρόνος για τέτοια πράγματα. Ούτε και ενδιαφέρον.
Παρόλο που και οι δυο έχετε κάτι πολύ ξεχωριστό και ασυνήθιστο στην καλλιτεχνική σας έκφραση, το κοινό το δέχεται…
ΑΚ: Χωρίς να επαναλάβω όλα όσα λέγονται για τη Λίνα, για το πόσο επιδραστικός έχει υπάρξει ο λόγος της, κάθε τι που τραγουδώ και είναι γραμμένο από την ίδια –και στο οποίο έχει μπει μια μουσική που αξίζει και συνάδει με το κείμενό της– με συγκινεί βαθιά, με διαπερνά. Μου δίνει δύναμη για να το ερμηνεύσω στη σκηνή. Γιατί ο ερμηνευτής αισθάνεται και βιώνει πρώτα ο ίδιος αυτό που πρόκειται να τραγουδήσει. Κι αυτό, πιστεύω, είναι το ισχυρότερο όπλο για τους τραγουδιστές. Εμένα, προσωπικά, μου ταιριάζει το ότι ο λόγος της –και όχι μόνο ο δικός της, αλλά και οι επιλογές της από άλλους δημιουργούς στα προγράμματά της– μας οδηγεί σε ένα σενάριο που φτιάχνει η ίδια κάθε φορά, το οποίο είναι πάντα διαφορετικό, όχι απαραίτητα εντελώς προβλεπόμενο. Διότι, όπως είπαμε πριν, και στην πρόβα εμφανίζονται καινούργια στοιχεία, δημιουργούνται εικόνες…
ΛΝ: Και η μελωδία, όμως, είναι πολύ σημαντική. Για τον ερμηνευτή, το κείμενο και η μελωδία είναι ισότιμα. Γιατί ένα γύρισμα που επιτρέπει στη φωνή να δείξει την τέχνη της, έχει την ίδια αξία με το περιεχόμενο των στίχων.
Τα παιδιά σήμερα δεν ξέρουν να τραγουδούν, γιατί δεν τραγουδούν ούτε οι γονείς τους.
(Προς ΛΝ) Τόσο με τον στίχο σας, όσο και με τις συνεργασίες σας, μάθατε τον κόσμο να ακούει πράγματα πέρα από την πεπατημένη.
ΛΝ: Και να δίνει βάση. Γιατί ένα τραγούδι έχει μεγάλο πλούτο εφαρμογής στην καρδιά, στον νου. Πολλά παιδιά μού λένε ότι άρχισαν να διαβάζουν ποίηση χάρη στα τραγούδια μου. Συμφιλιώνεις, δηλαδή, τον κόσμο με την τέχνη του λόγου. Με τον ίδιο τρόπο, παιδιά που ακούνε ξένη μουσική, μπορεί να ακούσουν ρεμπέτικο. Όταν ένα είδος έχει κανόνες, ο άλλος θα βρει σημεία αναφοράς. Υπάρχουν άνθρωποι που ο λόγος δεν τους «μιλάει», αλλά χάρηκαν με το παιχνίδι που κάνω και μετά πήγαν κι άνοιξαν ένα βιβλίο. Διότι κατάλαβαν πως ο λόγος μπορεί να τους προσφέρει ευχαρίστηση.
(Προς ΛΝ) Γράφετε συνειρμικά...
ΛΝ: Πολύ. Και θέλω να πω ότι αυτό δεν το εμπόδισα ποτέ στον εαυτό μου, απ’ τη στιγμή, μάλιστα, που μου κάνει το δώρο ο εαυτός μου και μου φέρνει τον ωραίο συνειρμό. Και το συγκλονιστικό είναι ότι τον ακολουθούν όλοι. Εγώ απλώς τον βρίσκω. Αλλά δεν είναι μόνο δικοί μου οι συνειρμοί – νομίζω πως αν αφορούσε μόνο εμένα αυτό που κάνω, δεν θα είχε ανταπόκριση. Ο καθένας εύκολα αντιλαμβάνεται την εσωτερική του διαδρομή, και αυτό ίσως είναι που του ξεκλειδώνει τα συναισθήματα και του ξαναδίνει την αγάπη προς τον εαυτό του.
ΑΚ: Αισθάνομαι ότι για κάποιους ακροατές, αυτό ισοδυναμεί με το να έχουν βρεθεί σε μια περιοχή χωρίς δρόμο, και το τραγούδι τούς ανοίγει ένα μονοπάτι που τους βγάζει σε ένα μέρος του οποίου την ύπαρξη δεν γνώριζαν, ή δεν είχαν φανταστεί πως υπήρχε και αυτός ο τρόπος για να φτάσουν ως εκεί. Και είναι πολύ παρηγορητικό. Το έχω νιώσει κι εγώ με πολλά τραγούδια. Και αυτό, κυρίως χάρη στον λόγο. Η Λίνα έχει ανοίξει μια λεωφόρο, η οποία επιτρέπει να σχηματίζονται πολύ ωραίοι παράδρομοι και καινούργιες δομές.
ΛΝ: Το θέμα όμως είναι να μη χαθούν τα όσα κερδίσαμε, αλλά να παραμένουν ανοιχτά για τις επόμενες γενιές.
Υπάρχει σήμερα κάποια κίνηση που να γεννά αισιοδοξία;
ΛΝ: Πάρα πολλά παιδιά γράφουν. Αλλά πέρα από το πρώτο ξέσπασμα της νεότητας, για να μπορέσεις να προχωρήσεις κατοπινά, να δημιουργήσεις κάτι καλύτερο, πρέπει να αισθάνεσαι κάπως ασφαλής. Εκεί είναι το πρόβλημα για τους νέους ανθρώπους. Αν ήταν εύρωστη η μουσική βιομηχανία, οι παραγωγοί, ας πούμε, θα μπορούσαν να βοηθήσουν με τη γνώμη και τη γνώση τους. Παρατηρώντας τη φύση, ωστόσο, βλέπουμε πως τα δέντρα δεν έχουν σταματήσει να ανθίζουν. Με την καινούργια συνθήκη, σημασία έχει το τι προϊόν είναι αυτό που παράγεται και πώς θα γίνει γνωστό. Τώρα οι τραγουδιστές πρέπει να κάνουν μόνοι τους σχεδόν όλη την παράλληλη εργασία ώστε να διαφημιστούν. Το σημαντικότερο, βέβαια, είναι η ζωντανή επαφή, γιατί παρακινεί τον κόσμο να ασχοληθεί και την επόμενη φορά μαζί τους. Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι παρών.
Χρησιμοποιείτε την τεχνολογία για την προώθηση της δουλειάς σας;
ΑΚ: Εγώ, ναι, τη χρησιμοποιώ πολύ. Τόσο για να επικοινωνώ, όσο και για να ακούω πράγματα. Έχω ανακαλύψει κι ένα πιανάκι για να βρίσκω τους τόνους…
ΛΝ: Η ψηφιακή τεχνολογία είναι μεγάλη υπόθεση. Μπορείς να βρεις κυριολεκτικά τα πάντα. Αλλά απ’ την άλλη, ο άνθρωπος έχει ανάγκη την υλικότητα, την αφή. Θέλει και τα υπαρκτά αντικείμενα, όπως ήταν μέχρι σχετικά πρόσφατα. Φανταστείτε να βλέπαμε το φαγητό μόνο σε ψηφιακή μορφή!
(Προς ΛΝ) Σας είναι πιο εύκολο να γράφετε στίχους εκ του μηδενός ή πάνω σε έτοιμη μουσική;
ΛΝ: Εξασκήθηκα από πολύ νωρίς και στα δύο. Και τα δυο χρειάζονται μαεστρία. Πολλές φορές, η μουσική διευκολύνει γιατί σου οδηγεί το συναίσθημα, ενώ το να βρεις στον ωκεανό την πρώτη σταγόνα που θα σου πει την ιστορία της απαιτεί μεγαλύτερη κατάδυση, να σκάψεις πολύ βαθιά μέσα σου. Το να γράφεις πάνω σε μια μελωδία, πάλι, απαιτεί μεγαλύτερη πτήση. Σε καλεί, δηλαδή, να πετάξεις πάνω από τη στεριά που σου έχουν δώσει.
(Προς ΑΚ) Έχει τύχει να πείτε τραγούδια που δεν σας συγκινούσαν προσωπικά;
ΑΚ: Ευτυχώς, όχι! Μέσα σε ένα πρόγραμμα, μπορεί να παρουσιαστεί η ανάγκη να τραγουδήσω κάτι που δεν με ξετρελαίνει. Πάντα, όμως, ανάμεσα σε άλλα πράγματα που αγαπώ. Ως τώρα, πάντως, δεν μου έχουν τύχει ακραίες καταστάσεις. Όταν ήμουν δεκαοχτώ χρονών, ο κύριος Μάτσας (ο πατέρας) ήθελε να με στείλει στη Eurovision. Είχα φτιάξει τα χαρτιά και είχα πάει στην Κύπρο για να συμμετάσχω, αλλά ευτυχώς για μένα, δεν προκρίθηκε το τραγούδι. Μόνο, όμως, μέχρι εκεί. Αποφάσισα ότι αυτό το πλαίσιο δεν με αφορά και αρνήθηκα να υπογράψω συμβόλαιο και να συνεχίσω. Όταν είσαι ιδιαίτερα επιλεκτικός, όταν ξέρεις για ποιο λόγο κάνεις αυτό που κάνεις και αποφεύγεις ό,τι δεν σε εκφράζει, η στάση σου γίνεται σεβαστή. Τα τελευταία χρόνια, ιδίως στη δισκογραφία, πάντοτε έχουμε με τη Λίνα έναν διάλογο πάνω σε ό,τι μου προτείνει. Εμπιστεύομαι απόλυτα τις επιλογές της.
Η Λίνα έχει ανοίξει μια λεωφόρο, η οποία επιτρέπει να σχηματίζονται πολύ ωραίοι παράδρομοι και καινούργιες δομές.
Στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός εμφανίζεστε στις 15 Δεκεμβρίου...
ΑΚ: Ναι, με το πρόγραμμα Πάμε κάπου, το οποίο επιμελείται η Λίνα. Και χάρηκα ιδιαίτερα για το ότι η πρόταση μας έγινε από δυο νέους ανθρώπους, οι οποίοι, μάλιστα, ήρθαν και με άκουσαν στον χώρο όπου εμφανίζομαι. Αυτό με συγκίνησε, γιατί συχνά τυχαίνει τέτοιες προτάσεις να γίνονται απρόσωπα. Μαζί μας θα έχουμε και δυο φίλους, πολύ σημαντικούς –ο καθένας στο είδος του– ερμηνευτές: τον Άγγελο Παπαδημητρίου, ο οποίος είναι μια προσωπικότητα πολύπλευρη (ηθοποιός, εικαστικός, τραγουδιστής και άλλα πολλά), και τον Θοδωρή Βουτσικάκη, που είναι συνεργάτης της Λίνας εδώ και χρόνια.
ΛΝ: Και η φωνή του ταιριάζει πολύ με της Αργυρώς. Εκείνος τενόρος, εκείνη κοντράλτο – και το αποτέλεσμα από το δέσιμο των φωνών τους είναι τόσο όμορφο, ώστε δημιουργείται ένας κόσμος ολόκληρος. Είναι σαν να τους ακούς σε ένα τέλειο στούντιο, με τις τέλειες συνθήκες. Το έζησα αυτό και με χαρά περιμένω να ξανασυμβεί.
ΑΚ: Όταν συνεργάζεσαι τόσον καιρό με έναν άνθρωπο που έχει γίνει και φίλος σου, κομμάτι της οικογένειάς σου, ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνείς μαζί του σε ψυχικό επίπεδο είναι πάντα ιδιαίτερος.
ΛΝ: Με αφορμή αυτό που λέει η Αργυρώ, επειδή μ’ αγαπούν οι τραγουδιστές και με εμπιστεύονται, έχω τη δυνατότητα και τη χαρά να τους προτρέπω κάθε φορά να ακούσουν τον εαυτό τους σε πράγματα που δεν θα τα δοκίμαζαν ποτέ από μόνοι τους. Κι αυτό, στον οπλισμό τους, είναι χρώμα. Ξέρουν, δηλαδή, ότι έχουν και αυτή τη δύναμη. Και από την ως τώρα εμπειρία μου, ο κόσμος ανταποκρίνεται θετικά. Γιατί αυτό είναι και για τον ακροατή ένα σημείο αναφοράς, ένα «επιτόκιο». Με συγκινούν όμως και οι άνθρωποι, εκείνοι που μας στηρίζουν με την επιλογή τους να έρθουν να μας δουν, με την παρουσία τους στην αίθουσα. Σαν να μας λένε: «Προχώρα, είμαι εδώ». Τους θεωρώ ευεργέτες.
ΑΚ: Όντως, μέχρι στιγμής, όπου κι αν έχουμε πάει, μας ανταμείβει ο προορισμός. Αλλά και το ταξίδι.
ΛΝ: Για μένα, η αίθουσα του «Παρνασσού» έχει μια ωραιότητα. Υπηρετεί η ίδια τη μουσική και το τραγούδι – γιατί πολλοί χώροι που φιλοξενούν μουσική δεν ευνοούν πάντα το ηχητικό αποτέλεσμα, αφού αρχικά δεν φτιάχτηκαν για τον λόγο αυτό. Έχω και την ανάμνηση από τις εξετάσεις που έδωσα εκεί για το τέλος της χρονιάς, όντας στο Δημοτικό και μαθήτρια της κλασικής κιθάρας. Υπάρχουν χώροι που, μέσα μου, συνεχίζω να τους τιμώ επειδή, όταν ξεκίνησα, ήταν ιδιαίτεροι και ακόμα έχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Ο «Παρνασσός» είναι μια τέτοια περίπτωση. Και η συναυλία που θα δώσουμε εκεί είναι η αρχή μιας διαδρομής: οι εξετάσεις μας, κατά κάποιον τρόπο, προς ένα πιο κεντρικό βήμα. Σκεφτήκαμε, με την Αργυρώ, να είναι η εικόνα μας μέσα στην πόλη, σ’ έναν άλλο ιστορικό χώρο – όπως η Αίγλη, που την έχουμε αναφέρει στα τραγούδια. Θέλαμε ο κάθε ενδιαφερόμενος να έχει με μια ματιά την αίσθηση της πόλης, κάτι που θα μπορούσε να είναι η καθημερινότητά μας (ή, έστω, κάποιων από μας) σ’ αυτή την πόλη. Και ευτυχώς, ξέρω ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι με την ίδια χαρά θα ζούσαν κάτι ιδιαίτερο, θα το τιμούσαν και θα το πίστευαν. Σ’ αυτούς, ουσιαστικά, απευθύνομαι, χωρίς να παίζει ρόλο η ηλικία τους – σε ανθρώπους με την ίδια όρεξη να ακούσουν ωραίους μουσικούς, ωραία μουσική και ωραία τραγούδια. Όλοι συναντιόμαστε κάπου, στα γούστα μας. Γι’ αυτό και τους προσκαλώ, γι’ άλλη μια φορά, να «πάμε κάπου» μαζί…
πηγή : https://diastixo.gr