Λεωνίδας Ζησιάδης: «Συμεών ο πρόσφυγας»

2018-05-23 12:25

Λεωνίδας Ζησιάδης: «Συμεών ο πρόσφυγας»

Ο Συμεών Κουιντούρογλου, ο ήρωας του Ζησιάδη, ίσως είναι αληθινός, ίσως όχι· ίσως υπήρξε ο πυρήνας που πάνω του χτίστηκε η μυθοπλασία· ίσως όμως να είναι και ολόκληρος αποκύημα της φαντασίας του δημιουργού του. Αυτό που έχει σημασία είναι πως στο πρόσωπό του βρίσκουν την εικόνα τους όλοι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, που έφυγαν κυνηγημένοι από τη γη τους για να βρουν μια ελπίδα ζωής στην αντίπερα όχθη, την Ελλάδα, αυτήν που θεωρούσαν δεύτερη πατρίδα. Συνάντησαν, όμως, σε όποιο μέρος κι αν εγκαταστάθηκαν, την εχθρική αντιμετώπιση από τους «γνήσιους» Έλληνες, τους οιονεί θεματοφύλακες των πατρογονικών εδαφών. Εκατοντάδες οι ιστορίες που αφηγούνται τη δύσκολη ζωή, τον τρόπο που ο καθένας μπόρεσε να κερδίσει το ελάχιστο που του αναλογούσε ως δικαίωμα επιβίωσης, την ανάδειξη πολλών σε ποικίλες δραστηριότητες, την καταξίωση τελικά. Σήμερα ποιος διανοείται να αναζητήσει στο γενεαλογικό δέντρο τις προηγούμενες γενιές των προσφύγων; Και, αν το κάνει, θα είναι για να επαινέσει και όχι για να κατακρίνει. Σήμερα, δυστυχώς, άλλοι έχουν πάρει τη θέση των τότε κατατρεγμένων· άλλους στοχεύει η ιδεοληψία.

Η ιστορία όμως του Ζησιάδη μιλά για κείνα τα χρόνια τα δύσκολα, για την προσπάθεια να ενσωματωθούν στον κορμό της ελληνικής πραγματικότητας οι άνθρωποι που τους έλεγαν απαξιωτικά «τουρκογεννημένους», «τουρκοβαφτισμένους», «αλλόφωνους» κι «αλλόπιστους». Κι αυτοί έπρεπε να αποδείξουν το αυτονόητο, ότι είχαν την ελληνική συνείδηση, συχνά πιο ανεπτυγμένη από τους εδώ διώκτες τους. Από το 1934 ως το 1945 είναι ο αφηγηματικός χρόνος της ιστορίας. Στο κέντρο της ο Συμεών, πρόσφυγας από τη Μικρασία, καραμανλής, με ανάμεικτη τη γλώσσα του και πιο οικεία την τουρκική, με την οικογένειά του, το μαγαζί του (όσπρια και δημητριακά), τα χούγια του, τους φίλους του, τον ιδιότυπο χαρακτήρα του.

Στο φόντο της ιστορίας, γύρω από τον μικρόκοσμο των ηρώων, ο άλλος κόσμος, τα ευρύτερα πλαίσια της κοινωνίας, η πόλη και τα γεγονότα που λειτουργούν σε άλλο επίπεδο, με το δικό τους βάρος να καθορίζει και τα όρια των δυνατοτήτων των απλών ανθρώπων. Κι ακόμα πιο πέρα, στον πιο μακρινό από τους ομόκεντρους αυτούς κύκλους, οι μεγάλοι του κόσμου να ετοιμάζονται για πόλεμο, τον πιο καταστρεπτικό από εκείνον που είχαν ονομάσει Μεγάλο Πόλεμο, γιατί αγνοούσαν ότι φτιαχνόταν ο χειρότερος. Ο Συμεών, με την οξεία πολιτική ματιά που χαρακτήριζε τους φερμένους από τη Μικρασία, ώριμα κρίνει:

Αναλογιζόταν πολλές φορές τη Δημοκρατία που χάθηκε και τον Βενιζέλο που ζούσε εξόριστος στη Γαλλία. Τον Βενιζέλο δεν τον αγαπούσε, όπως κάνουν οι φανατικοί. Τον παραδεχόταν.

Περιέπεσε σε σκέψεις. «Πώς ο Θεός στραβώνει τον άνθρωπο», έλεγε μέσα του κάθε φορά που θυμόταν τα παλιά. «Εκείνος ο Βενιζέλος, το μεγάλο μυαλό και ο μεγάλος πατριώτης, πώς έκανε το λάθος να ζητήσει εκλογές μέσα στη φωτιά του πολέμου στη Μικρασία;». Δεν το χωρούσε το μυαλό του. «Πόλεμος και εκλογές, ολούρμου; Αυτά έκανε και ήρθαν στα πράματα οι βασιλιάδες με τους λακέδες τους».

Το ξανασκέφτηκε τώρα και ψευτόφτυσε στον αέρα με αγανάχτηση.

– Φουκαριάρα Ελλάδα, μουρμούρισε, πόσα ακόμα να τραβήξεις έχεις! Παράδες γιοκ, στρατός γιοκ, αεροπλάνα γιοκ, νοσοκομεία, σχολεία, δρόμοι, γέφυρες γιοκ, μανιφατούρα γιοκ. Νεπιτσίμμιλέτ είσαι; Να φας δεν έχεις, βασιλιάδες ήθελες!

Η κρίση του έξυπνου Μικρασιάτη σωστή απέναντι στα πολιτικά διλήμματα της εποχής αλλά και στις επιχειρηματικές του υποθέσεις, στις οποίες μάλιστα αποδείχθηκε ικανός να βλέπει μπροστά και να προγραμματίζει με τέτοιον τρόπο, ώστε από απλός έμπορος στα Λαδάδικα να μεταμορφωθεί σε σημαίνον πρόσωπο της οικονομικής ζωής της χώρας, με διεθνείς διασυνδέσεις. Και όμως διατήρησε το χαμηλό προφίλ του, μέχρι το τέλος η κατοικία του ήταν η λιτή αρχική, οι φίλοι του οι ίδιοι, όπως άλλωστε ακλόνητες και οι συντηρητικές αντιλήψεις του για τις ενδοοικογενειακές σχέσεις. Παράλληλα με την οικονομική του πλέον άνεση και κάνοντας σοφή διαχείριση, κατόρθωνε να παρέχει τη βοήθεια που οι γύρω του χρειάζονταν. Ένας άρχοντας με όλη τη σημασία της λέξης.

Η ιστορία έρχεται σε μας μέσα από την οπτική του συγγραφέα που αφηγείται (αρχίζοντας από την παιδική του ηλικία) ως γνώριμος της οικογένειας του Συμεών· έτσι μας δίνεται η ευκαιρία να βλέπουμε πώς η ώριμη γνώση του συγγραφέα μετατρέπεται κατά τόπους (ειδικά στο πρώτο μέρος του βιβλίου) σε μια αφήγηση γεμάτη από παιδική απορία, σκανταλιά, χιούμορ.

Τα ’λεγε, όμως, γλαφυρά η Καλλιόπη. Με κείνο το χαριτωμένο, ρυθμικό και στρογγυλεμένο σμυρναίικο ιδίωμα. Στόλιζε τα λόγια της με παρεμβαλλόμενες τσουχτερές παροιμίες, τη μία πιο ξετσίπωτη από την άλλη. Ήταν απόλαυση να την ακούς. Κι εγώ ακόμα, παρά τη μικρή μου ηλικία, έντεκα χρονών παιδί, ξεραινόμουνα στα γέλια με τα αστεία της, που τα πετούσε εκεί που δεν το περίμενες, κάνοντας και τους ανάλογους μορφασμούς. «Μέσα εσύ!» μου ’βαζε τις φωνές η μάνα μου, όταν η διήγηση έπαιρνε κακό δρόμο κι άρχιζαν τα ερωτικά και οι χοντράδες της Καλλιόπης.

«Το ποσοστό του μύθου και αυτό της αληθινής ιστορίας δεν μπορούμε να το εκτιμήσουμε, και ούτε έχει τόση σημασία· ο τρόπος όμως της αφήγησης, η ζωντανή γλώσσα, η εναλλαγή (αυθαίρετη αλλά όμορφη) των χρόνων από το παρελθόν ενός αορίστου στον ενεστώτα της δράσης, η διατήρηση των ιδιωμάτων αλλά και των τουρκικών εμβόλιμων λέξεων στην ομιλία του Συμεών, όλα αυτά αποδεικνύουν την αξία αυτής της γραφής.»

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη: το πρώτο αφορά τα γεγονότα του 1934 και το δεύτερο το διάστημα από το 1935 ως το 1945. Το πρώτο κινείται σε αργό ρυθμό, τονίζοντας έτσι τα βασικά της ιστορίας – χαρακτήρες και συνθήκες ζωής. Το δεύτερο συμπυκνώνει τον χρόνο της αφήγησης δείχνοντας με γοργό ρυθμό την ανέλιξη του κεντρικού ήρωα, αλλά ταυτόχρονα και τις καταιγιστικές εξελίξεις στον διεθνή χώρο και κατ’ επέκταση την επίδραση στον ελληνικό χώρο και στον μικρόκοσμο των ηρώων στη Θεσσαλονίκη. Πόλεμος, Κατοχή, διωγμοί των Εβραίων.

Δεν τη χωρούσε ο νους μας τόση θηριωδία και τόσο σαδισμό. Με τη βαθιά συμπόνια για τους συμπολίτες μας, ψάχναμε να διακρίνουμε ανάμεσά τους τρεις συμμαθητές μας, που ξέραμε ότι ήταν στην πλατεία. Είδαμε και πολλούς άλλους γνωστούς μας Εβραίους. Στην άκρη, μπροστά μας, αναγνώρισα τον κύριο Χαΐμ, το γιατρό, να κυλάει τον όγκο του στο σκονισμένο έδαφος, μούσκεμα στον ιδρώτα. Ήταν αβάσταχτο το θέαμα. Οι δυστυχισμένοι έχουν υποστεί πολύ χειρότερο εξευτελισμό από αδέσποτο σκυλί…

Ο Συμεών του Ζησιάδη είναι ένας Έλληνας Σαλονικιός, αυτό το ιδιαίτερο μείγμα που έδεσε σε ενιαία φυσιογνωμία τον Έλληνα της προσφυγιάς με το αφομοιωτικό άρωμα της πόλης με την ξεχωριστή προσωπικότητα. Το λέει και ο ίδιος στον Πρόλογο του βιβλίου:

[…] Τότε ήταν ο «Θρακιώτης», ο «Καραμανλής», ο «Πόντιος», ο «Σμυρνιός»…
Τότε ήταν οι «ντόπιοι» και οι «πρόσφυγες».
Σήμερα είμαστε όλοι ένα. Στην καταγωγή, στη γλώσσα, στις συνήθειες.
Είμαστε Έλληνες Σαλονικιοί.
Φύσηξε ο βαρδάρης και σάρωσε όλες τις ιδιαιτερότητες.

zisiadis«Μυθιστορηματική αφήγηση» έχει χαρακτηρισθεί η ιστορία που εμπεριέχεται στο βιβλίο του Ζησιάδη. Το ποσοστό του μύθου και αυτό της αληθινής ιστορίας δεν μπορούμε να το εκτιμήσουμε, και ούτε έχει τόση σημασία· ο τρόπος όμως της αφήγησης, η ζωντανή γλώσσα, η εναλλαγή (αυθαίρετη αλλά όμορφη) των χρόνων από το παρελθόν ενός αορίστου στον ενεστώτα της δράσης, η διατήρηση των ιδιωμάτων αλλά και των τουρκικών εμβόλιμων λέξεων στην ομιλία του Συμεών, όλα αυτά αποδεικνύουν την αξία αυτής της γραφής. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αφήγημα, και αυτό θα ήταν αρκετό. Δεν συναντάμε άλλωστε και πολλά αξιόλογα του είδους, ακόμα και από δόκιμους συγγραφείς. Ετούτο, που θεωρείται και το καλύτερο του Ζησιάδη, άξια φέρει τον τίτλο.

 

Συμεών ο πρόσφυγας
Λεωνίδας Ζησιάδης
Ιανός – 2η έκδοση
408 σελ.
ISBN 978-960-6882-44-9
Τιμή €15,00
001 patakis eshop

 

 

 

πηγή : diastixo.gr