Λένα Καλαϊτζή-Οφλίδη, Σίμος Οφλίδης: «Ρετούς»
Η φωτογραφία συνήθως θεωρείται ατράνταχτο αποδειχτικό στοιχείο. Ακόμα και η στημένη. Στοιχείο ενοχής, βέβαια, για τα αξιόποινα μιλάμε. Μπορεί να σε καταδικάσει οριστικά. «Ήσουν εκεί», σου λέει ο άλλος. «Να η απόδειξη, γιατί το κρύβεις; Ήσουνα με τον τάδε και τον δείνα, σε πιάσαμε επ’ αυτοφώρω» και σου δείχνει το κεφάλι σου μέσα σε κόκκινο κύκλο με μαρκαδόρο. Έχουνε συμβεί καταστροφές και καταστροφές από τέτοια.
Το συγγραφικό ζεύγος Οφλίδη σ’ αυτή τη μυθιστορηματική κατάθεση έχει πετύχει τη σύζευξη του μη σοβαρού με το τρομερό, πράγμα σχεδόν ασύνηθες για τη νεοελληνική λογοτεχνία. Αυτό είναι το στοιχείο, κατά την άποψή μου, που κάνει τόσο ελκυστική την αφήγησή τους – κατά τα λοιπά δουλεμένη στην τελευταία λεπτομέρεια, με ύφος γλαφυρό και λυρικές πινελιές, στοιχεία της συγγραφικής τους δεινότητας.
Το χιούμορ είναι μια επινόηση συνδεδεμένη με τη γέννηση του μυθιστορήματος (Θερβάντες). Θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί παρεξηγήσιμο, αν δεν ήταν ενταγμένο με μαεστρία από τους συγγραφείς μέσα στις ανιστορήσεις τραγικών καταστάσεων. «Αν με ρωτούσε κανείς ποια είναι η συχνότερη αιτία παρεξήγησης ανάμεσα στους αναγνώστες μου κι εμένα, θα έλεγα χωρίς δισταγμό το χιούμορ», όπως καταθέτει ο Κούντερα στις Προδομένες διαθήκες του, αναφερόμενος στο μυθιστόρημά του Το βαλς του αποχαιρετισμού και στη μη κατανόηση του χιουμοριστικού-σατιρικού βαθύτερου νοήματός του από έναν αναγνώστη.
Σκηνές τραγικές, οι οποίες δίνονται με όλη τη δραματικότητα που επωμίζονται από τα γεγονότα, διανθίζονται με χιουμοριστικές, σατιρικές ριπές και γκροτέσκο στοιχεία, και χαρίζουν αυτή την αληθινή νότα του μη σοβαρού που κανονικά πρέπει να έχει κανείς γι’ αυτή την εφήμερη περιπέτεια της ζωής και να χαμογελά με την αμφισημία της.
Κηδεία για κηδεία δεν χάναμε με τον αδερφό μου. Σε κάθε πένθιμο κάλεσμα της καμπάνας, φυσέκι στα νεκροταφεία. Φτάναμε πρώτοι απ’ όλους στον λάκκο στο ραντεβού με τον νεκρό. Να τον παρατηρήσουμε με την παιδική μας αδιακρισία, όταν θ’ άνοιγε η κάσα για τα τελευταία τελετουργικά, και ν’ αποφασίσουμε αν έφυγε χαρούμενος ή συγχυσμένος, με κατεβασμένα μούτρα ή ευχαριστημένος από τον Θεό και τους ανθρώπους. Όταν θάψαμε τον Τσίτση Κόλιε, πρώτο ξάδερφο της μάνας μας, θύμα της ίδιας της απροσεξίας με το κυνηγετικό του όπλο, διακρίναμε μια ζάρα στο μέτωπό του λίγο πιο πάνω από τη μύτη. Λες κι ήταν έτοιμος να φταρνιστεί. Του Παναγή του ’ρθε να του ευχηθεί «Με τις υγείες σου!» και μου το ψιθύρισε στ’ αυτί. Σκάσαμε στα γέλια.
Φασίστα!
Εγώ... φασίστας;
Κι εγώ φασίστας;
Μήπως;
Ρετούς είναι όρος της φωτογραφικής τέχνης. Είναι το ανάλαφρο άγγιγμα του φωτογράφου με καλοξυσμένο μολύβι πάνω στο αρνητικό που διορθώνει τις λεπτομέρειες, τις απροσεξίες στους φωτισμούς, τις μικρές ασέβειες του χρόνου στα πρόσωπα. Ο εξωραϊσμός της πραγματικότητας, το τρυφερό χάδι του ψέματος πάνω στην αλήθεια.
Ο Αλέκος, ο «μικρότερος» των διδύμων, είναι ο αφηγητής, γεννημένος την ίδια ακριβώς ημερομηνία με τον Ντόναλντ Ντακ – το γνωστό παπί του Ντίσνεϊ, όπως τον πληροφορεί η εγγονή του. Το κλάμα του αδελφού του, ο πρώτος ήχος που έπιασαν τ’ αυτιά του όταν έκανε την εμφάνισή του στον μάταιο τούτο κόσμο. Παρά τις καταγγελίες του για αντιαθλητικό παίξιμο να γλιστρήσει πρώτος στη νεροτσουλήθρα και να σαλτάρει έξω ο μπαγάσας είκοσι λεπτά νωρίτερα, στη ζωή είναι πάντα μαζί. Μαζί εγκαταλείπουν το φανταστικό Ζαράκοβο και φθάνουν στη Θεσσαλονίκη μετά τον πόλεμο, τον τρόμο της εκτέλεσης, λουσμένοι στον ιδρώτα περιμέναμε το μπαμ που θα μας αποτελείωνε. Ακούστηκε μόνο ένα τζούφιο κλακ. «Αχ, καλέ, φωτογραφία μας έβγαλε!», η πρώτη τους οικογενειακή φωτογραφία μαζί με τους κατακτητές, Alles zusammen!, τον Εμφύλιο που ακολούθησε με την ένταξη της αδελφής Εσπερίας στην ΕΠΟΝ –ζωσμένης χιαστί δυο σειρές φυσεκλίκια, μορφή η Εσπερία, να την κάνεις αφίσα!–, τα παλουκωμένα κεφάλια έξω από την αυλή του σχολείου προς παραδειγματισμόν – αρχή για τα δύο παιδιά να πάψουν να περιγελούν τον θάνατο.
Στη Θεσσαλονίκη λοιπόν... τα τρένα μόνο πηγαίνουν, δεν έρχονται... Προσφυγικά, φτώχεια, άθλια διαβίωση, οι καλές προοπτικές μοιάζουν τόσο απίθανες όσο και το χιόνι Ιούνη μήνα. Τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα…
Αφήνομαι στα έμπειρα χέρια της όπως πιτσιρικάς στη μάνα μου για να με λούσει στη σκάφη. Ύστερα με βάζει να ξαπλώσω πάνω σ’ ένα κρεβάτι, σκεπασμένο με μια ξεφτισμένη στρατιωτική κουβέρτα και μαξιλάρι νοτισμένο από τις μυρωδιές των εκατόν τριάντα τελευταίων αρσενικών που ξεπέταξε η ακάματη Μόλη. Με πλησιάζει πάνω από το κρεβάτι, η κολόνια της με πνίγει. Κλείνω τα μάτια. Τα κλείνω σφιχτά, μην κάνουν την κουταμάρα και ανοίξουν. Και ο Πολιούχος Άγιος, ο Μυροβλύτης, ο Ελεήμων, ο Προστάτης της Πόλης, ο Μεγαλομάρτυρας και Αθλοφόρος από την κατακόμβη στα σπλάχνα της εκκλησίας του ρίχνει μια ματιά όλο συμπόνια μέσα στο τουρκόσπιτο της πλατείας Βαρδαρίου και κάνει το θαύμα του.
Το φωτογραφείο τους στήνεται ύστερα από κάποιες εργασιακές περιπέτειες στο ημιυπόγειο εργαστήριο πασουμιών –σπηλιά της κόλασης να τσιγαρίζονται οι καταδικασμένοι– του στυγνού εργοδότη Αργυριάδη, όταν συμβαίνει το θαύμα να προσληφθούν από έναν επαγγελματία φωτογράφο, όπου μαθαίνουν και την τέχνη. Το «Φώτο Μιστράλ» είναι γεγονός και ιδιοκτήτες ο Παναγής και ο Αλέκος. Με τη δεξιοτεχνία τους προσφέρουν στους πελάτες τους το όνειρο. Να γίνουν αυτό που δεν είναι, αυτό που θα ήθελαν να είναι.
Είναι ακριβώς αυτό το στοιχείο στο οποίο εστιάζει το βιβλίο. Στη μεταμφίεση, στη συγκάλυψη, στον συντηρητισμό, στον μιμητισμό για να μη μείνουμε έξω από το σύγχρονο διεθνές παιγνίδι. Μια μικρογραφία της Ελλάδας μετά τον Εμφύλιο μέχρι το 2013, όπου το πολύχρωμο όνειρο του νέου αιώνα αποδεικνύεται ασπρόμαυρο, με τάση να χάσει μέρος του λευκού. Άνοδος, ακμή, παρακμή και πτώση...
Μια μικρογραφία της Ελλάδας μετά τον Εμφύλιο μέχρι το 2013, όπου το πολύχρωμο όνειρο του νέου αιώνα αποδεικνύεται ασπρόμαυρο, με τάση να χάσει μέρος του λευκού.
Η μεγαλύτερη αδελφή Εσπερία πάντα παρούσα και διευθύνουσα! Ένας πολύ συμπαθής χαρακτήρας – οι σαρκαστικές παρατηρήσεις του αφηγητή δεν καταφέρνουν να κρύψουν τα αδελφικά αισθήματα. Το ίδιο σαρκαστικός ο Αλέκος και για τον Παναγή, αδελφό και συνεταίρο του.
Νέα πρόσωπα κάνουν την εμφάνισή τους με εγκιβωτισμένες μικρές ιστορίες μέσα στο αφηγηματικό σύνολο. Ο Βασίλαγας, ο νεαρός μαθητευόμενος φωτογράφος, ένας πολύ ιδιαίτερος χαρακτήρας – μάθημα ζωής για τον Αλέκο. Η Κορτέσσα, ένας άλλος χαρακτηριστικός τύπος γυναίκας – αφορμή για διεισδυτική εμβάθυνση στον ψυχισμό της, αλλά και ψυχική ανάσα για τον αναγνώστη. Επανεμφανίζεται ο Ερρίκος, ο Εβραίος που έκρυβε στο χωριό η οικογένεια και μετά βγήκε στο αντάρτικο.
Η Ναΐρα με τα υπέροχα μαύρα μάτια, αρχικά μοντέλο για φωτογράφιση, γοητεύει τον Αλέκο για την υπόλοιπη ζωή του. Έφυγε και η αύρα της στο στούντιο είναι ακόμα παρούσα. Δυο μάτια σε σκούρο φόντο. Δυο μάτια μόνο. Σκούρα κι αυτά. Βλεφαρίδες σαν σπανιόλικη βεντάλια. Δυο μάτια από κάρβουνο φορτωμένα γλύκα κι ένα τρέμουλο με αντανακλάσεις της λάκας. Από τη Ναΐρα και το Ναϊράκι, η εγγονή που αποτελεί το αποκορύφωμα της τρυφερότητας του παππού πλέον αφηγητή. Η αναζήτηση του γελοίου στον θάνατο ανήκει πλέον στο μακρινό παρελθόν, συνέβαινε όταν αφορούσε τους άλλους.
Φόντο στις μικρές ανθρώπινες ιστορίες και τη μεγάλη Ιστορία, η Θεσσαλονίκη. Η πόλη σε όλες της τις εκφάνσεις. Με τις προδοσίες της (Εβραίοι – στρατόπεδα – περιουσίες), το παρακράτος της, τις άδικες δολοφονίες (Πολκ, Λαμπράκης), τις από σκοπού ή από λάθος (;) εκτίμηση (Παγκρατίδης), τις διαδηλώσεις της, την εγκληματικότητα αλλά και τις ομορφιές της, τα αιματοβαμμένα δειλινά, τις ανηφοριές της, τον Λευκοπύργο της, τον Θερμαϊκό…
Η κουκλίτσα φοράει τα καλά της. Φωτογραφίες αρσενικών στερεωμένες με πινέζες πάνω στα ξύλινα, λουστραρισμένα μαγουλάκια της. Γιρλάντες με κόκκινες φουντίτσες ανάμεσά τους. Ντερβισόπαιδα με βαρβάτες μουστακιές ξεπροβάλλουν μέσα από χάρτινες καρδούλες. Μαυροσκούφηδες, κατσιασμένοι από τον ήλιο των ασκήσεων, καμαρώνουν πάνω σε πυργίσκο ψεύτικου τανκς. Σμηνίτες πιλοτάρουν μαγκιόρικα μαχητικό αεροσκάφος με το ένα χέρι να κρέμεται έξω από το πιλοτήριο, ζωγραφισμένο κι αυτό. Όλα επινοήσεις του Κωτσαρή, διευκολύνουν τα στρατά να αλληλογραφήσουν με τη νοσταλγία τους.
Χαρακτηριστικά της αφήγησης, που εκτυλίσσεται σε δύο χρόνους με επαναλαμβανόμενα φλας μπακ –και παρά το ευρύ χρονικό φάσμα δεν πλατειάζει–, είναι η νοσταλγία, η τρυφερότητα και κυρίως η ανθρωπιά που απαντάται ιδίως στο παρελθόν, παρά τους χαλεπούς καιρούς, διανθισμένη με το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα. Κυρίως ουμανιστική η αφήγηση, κάποιες φορές ακροβατεί επάνω στη γραμμή της αντικειμενικότητας (;) και την έκφραση προσωπικών πεποιθήσεων. Η καταγγελτική διάθεση είναι ήπια.
Μίλησε για τα κιμπούτς, τα χωρίς ιδιοκτησίες, κοινωνικές τάξεις, όπου οι άνθρωποι δουλεύουν για την κοινότητα και λαμβάνουν συλλογικές αποφάσεις. Αυτά όλα ωραία και καλά, αλλά είναι η βιτρίνα. Στο παραμέσα...
«Φεύγω για Κούβα. Οριστική απόφαση, φεύγω για Κούβα, τ’ αφήνω όλα πίσω. Εκεί είναι πραγματικοί επαναστάτες. Δεν έχασαν τον δρόμο».
Το αφηγηματικό παρόν αποπνέει τη σκληρότητα της εποχής, η αφήγηση ακολουθεί τους σύγχρονους ρυθμούς ζωής. Καταγράφεται η διάχυτη επιθετικότητα, η συνεχώς αυξανόμενη εγκληματικότητα, μαζί με στοιχεία της σύγχρονης καθομιλουμένης γλώσσας, με παρούσα πάντα τη σατιρική διάθεση.
2013 – Οι μάχες τελείωσαν, η ένταση εκτονώθηκε. Οι κανόνες της βίας και ο αυθεντικός τρόμος είχαν μετακομίσει στις παρακάτω γειτονιές. Στα θεόκλειστα εδώ και καιρό μαγαζιά, τα μπαγιάτικα κηδειόχαρτα της αγοράς –«Πωλείται» ή «Ενοικιάζεται»– απειλούν και τρομάζουν. Τι μας περιμένει άραγε;
Πρόκειται για ένα βιβλίο καλογραμμένο, πραγματικά απολαυστικό!
Ρετούς
Το τρυφερό χάδι του ψέματος
Λένα Καλαϊτζή-Οφλίδη, Σίμος Οφλίδης
Νησίδες
292 σελ.
ISBN 978-618-5228-33-0
Τιμή €12,72
πηγή : diastixo.gr