Κώστας Ακρίβος: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα

2016-11-16 11:27
Κώστας Ακρίβος: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα


Ο Κώστας Ακρίβος (Γλαφυρές Βόλου, 1958) έχει εκδώσει δεκατέσσερα αφηγηματικά βιβλία και πήρε μέρος σε συλλογικές εκδόσεις, ανθολογίες, καθώς και στη συγγραφή δύο σχολικών εγχειριδίων. Μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί στη Γερμανία, την Ελβετία, την Ιταλία, την Πολωνία και διηγήματά του σε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Από το 1983 διδάσκει φιλολογικά μαθήματα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Συνεργάστηκε με το ΕΚΕΒΙ στα προγράμματα «Λέσχες Ανάγνωσης» και «Συγγραφείς στα σχολεία». Το 2013 παρουσιάστηκε στο Ιμαρέτ Καβάλας το θεατρικό του έργο Ο γηραιός πατήρ μου από το Φεστιβάλ Φιλίππων-Θάσου, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη. Διηύθυνε τη σειρά «Μια πόλη στη λογοτεχνία» και ήταν ο συντονιστής της διαδικτυακής λέσχης ανάγνωσης «Με ανοιχτά βιβλία». Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Βιβλία του: 5 διηγήματα, Αλλάζει πουκάμισο το φίδι, Βόλος: μια πόλη στη λογοτεχνία, Κίτρινο ρώσικο κερί, Λευκωσία: μια πόλη στη λογοτεχνία, Να είχεν ο έρωτας σαΐτες! Επτά αγαπητικά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Να μαθαίνω γράμματα... το σχολείο στη νεοελληνική λογοτεχνία, Πανδαιμόνιο, Ποιος θυμάται τον Αλφόνς, Τελετές ενηλικίωσης, Τελευταία νέα από την Ιθάκη.

Η συζήτησή μας για το diastixo.gr έγινε με αφορμή το νέο του βιβλίο με τίτλο Τελευταία νέα από την Ιθάκη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Το βιβλίο σας Τελευταία νέα από την Ιθάκη είναι μια «συνάντηση» των ηρώων της Οδύσσειας με πρόσωπα των τελευταίων δύο αιώνων. Θέλετε να μας εξηγήσετε;

Το 1975 ο καθηγητής Ι. Θ. Κακριδής έδωσε διάλεξη στο Γαλλικό Ινστιτούτο Βόλου για την Οδύσσεια και την Ιλιάδα. Ανάμεσα στα πολλά και θαυμαστά που άκουσα, τα μαθητικά μου αυτιά συγκράτησαν τη φράση πως «μόνον ογδόντα οχτώ παππούδες μάς χωρίζουν από τον Όμηρο». Πράγματι, αν σκεφτούμε ότι κάθε «παππούς» - γενιά αριθμεί 25 με 30 έτη, τότε η απόσταση από το σήμερα στο ομηρικό χτες είναι αναλογικά όση απόσταση χωρίζει έναν ασπρομάλλη από την παιδική του ηλικία. Άρχισα λοιπόν να καταλαβαίνω ότι οι ήρωες ή οι λιγότερο ήρωες των ομηρικών επών μάς μιλούν για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, να αγαπάς, να χάνεις, να πεθαίνεις. Για πατεράδες, γιους, γυναίκες, τη βία, την ειρήνη, τον πόλεμο, για τα νιάτα και τον έρωτα. Παράλληλα με τα βιβλία, λοιπόν, που έγραφα όλα αυτά τα χρόνια, έπαιρνα τα πρόσωπα της Οδύσσειας και νοερά τα ταξίδευα στα νερά της νεότερης ιστορίας. Το βιβλίο, θέλω να πιστεύω, έρχεται σαν συνέχεια από τα δύο προηγούμενα, γιατί, όπως σε εκείνα έτσι και εδώ, αυτό που με απασχολεί είναι σε ποια πατρίδα, δηλαδή σε ποια γλώσσα κατοικούμε.

Το πώς ζει και κυρίως το πώς πεθαίνει κανείς, η φιλία και η βία, ο πόθος για την κάθε λογής εξουσία, η ντομπροσύνη και η μπαμπεσιά, τι σημαίνει να είσαι επωμισμένος το οικογενειακό σου όνομα και παρελθόν, η ανάγκη για φιλί, η λαχτάρα για το επιπλέον και το άγνωστο, ακόμα κι αν αυτό θα είναι καταστροφικό, είναι μερικές από τις ροπές που κατοικούν διαχρονικά την ανθρώπινη ψυχή.

Πέρα από τα υπαρκτά-ιστορικά πρόσωπα που χρησιμοποιείτε ως ήρωες στο βιβλίο, τα άλλα πρόσωπα είναι υπαρκτά ή προϊόντα μυθοπλασίας;

Για τη λογοτεχνία δεν είναι ποτέ αρκετή η Ιστορία, εννοώ η Ιστορία έτσι όπως διδάσκεται στα σχολεία ή όπως τη διαβάζουμε στα «επίσημα» βιβλία. Οι περιπέτειες του αρχαιοελληνικού κόσμου, η Τουρκοκρατία, το μέγα λάθος και η πληγή του ‘22, ο εμφύλιος, η δικτατορία και η δίχως τέλος σημερινή κρίση είναι μια μεγάλη δεξαμενή για ερεθίσματα και αφορμές για μυθοπλασία. Ευτυχώς σήμερα έχει τερματιστεί η τάση να δοξολογούμε λογοτεχνικά το ένδοξο παρελθόν και τους ήρωες προγόνους. Καλοί και άξιοι αυτοί, αλλά οι ανάγκες σήμερα μας επιβάλλουν να δούμε το παρελθόν μας αφτιασίδωτο από καυχησιές και μεγαλοστομίες. Χρειαζόμαστε μυθιστορήματα και διηγήματα που να λένε τα πράγματα με το όνομά τους. Να δείχνουν τα λάθη μας και να μην τα κουκουλώνουν στο όνομα της υπεροχής της φυλής μας. Να ερχόμαστε στη θέση του άλλου, του αντιπάλου, και να ακούμε τη δική του φωνή. Να γράψουμε επιτέλους τον επίλογο στη μυθολογία της ιστορίας μας, ώστε να κάνουμε πράξη το σολωμικό «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό». Για αυτές τις ανάγκες, λοιπόν, χρειάστηκα όχι μόνο τα υπαρκτά-ιστορικά πρόσωπα, μα και άλλα που τα γέννησε η τέχνη της μυθοπλασίας.

Θα μας μιλήσετε για τη σχέση που έχει ο Δημήτρης Μαρωνίτης με τη συγγραφή του βιβλίου;

Πρώτα απ’ όλα, τού χρωστάω τη μετάφραση των παραθεμάτων της Οδύσσειας, με τα οποία ξεκινάει καθεμία από τις 26 μυθιστορίες. Ο δεύτερος και ίσως πιο βασικός λόγος είναι επειδή στον Δ. Ν. Μαρωνίτη οφείλεται η σύλληψη της αρχικής ιδέας. Όταν το καλοκαίρι του 1988 τον άκουσα να διαβάζει δημόσια στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας τη μετάφραση από την ε ραψωδία της Οδύσσειας (Οδυσσέως Σχεδία), συνειδητοποίησα ότι οι ήρωες της Οδύσσειας δεν είναι για τα ρηχά ή λιμνάζοντα νερά. Καθένας από αυτούς διεκδικεί την ατομική του «σχεδία» για να ξανοιχτεί στο πέλαγος της ιστορίας και να φτάσει, άλλος ναυαγός και άλλος σώος, ως τις μέρες μας.

Γίνεται συχνά αναφορά της επίδρασης των «κλασικών» έργων στη συγγραφή σύγχρονων βιβλίων. (Πόσο πιο κλασικό δημιούργημα από την Οδύσσεια, βέβαια;) Η ανεύρεση των χαρακτήρων που υποδύονται τους ήρωές σας πόσο «επίπονη» ήταν για εσάς;

Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν να γράψω για πρόσωπα της νεότερης ελληνικής πραγματικότητας, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συγγενεύουν με κάποιους από τους ομηρικούς ήρωες. Ήθελα να δω αν χαρακτήρες, συμπεριφορές και αξίες συνεχίζουν να υπάρχουν όπως εκείνη την εποχή ή έχουν αλλοιωθεί ή ακυρωθεί. Έτσι, λόγου χάρη, Τηλέμαχος είναι ένα τσιγγανάκι που νοσταλγεί το σπίτι του, Λαέρτης γίνεται ο Κολοκοτρώνης όταν σπαράζει για τον αδικοχαμένο γιο του, ο Πέτρος Κόκκαλης είναι η γενναιόδωρη Λευκοθέα της Αντίστασης, η Καλυψώ γητεύει έναν πατέρα φοιτητή κ.λπ. κ.λπ.
Τελευταία νέα από την Ιθάκη Κώστας Ακρίβος

Επιλέξατε διαφορετικές, ακόμα και «κόντρα» προσωπικότητες από αυτές του πρωτότυπου έργου και σε κάποια περίπτωση και διαφορετικό φύλο. Μεταλλάσσονται οι χαρακτήρες ανάλογα με τις υπάρχουσες συνθήκες;

Πιο πολύ από παιδί του πατέρα του, καθένας είναι παιδί της εποχής του – γνωστό αυτό. Οι φίλοι, πόσα χρήματα έχει στην τσέπη του, ποιος τον κυβερνάει και αν βομβαρδίζεται το σπίτι του παίζουν ρόλο στην ψυχοσύνθεση και στη ζωή του ανθρώπου γενικά. Ομοιότητες ανάμεσα σε πρόσωπα που ανήκουν σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Όπως και διαφορετικές αντιδράσεις και στάσεις. Το πώς ζει και κυρίως το πώς πεθαίνει κανείς, η φιλία και η βία, ο πόθος για την κάθε λογής εξουσία, η ντομπροσύνη και η μπαμπεσιά, τι σημαίνει να είσαι επωμισμένος το οικογενειακό σου όνομα και παρελθόν, η ανάγκη για φιλί, η λαχτάρα για το επιπλέον και το άγνωστο, ακόμα κι αν αυτό θα είναι καταστροφικό, είναι μερικές από τις ροπές που κατοικούν διαχρονικά την ανθρώπινη ψυχή. Οι πράξεις και τα λόγια μας τιθασεύονται. Πώς όμως να κουμαντάρεις και να βάλεις χαλινάρι στα ένστικτα, σε ό,τι ερεβώδες ή χαμερπές υπάρχει μέσα μας;

Κάθε ιστορία μπορεί να διαβαστεί με διαφορετική σειρά από αυτή που τις τοποθετήσατε εσείς στο βιβλίο. Ήταν τυχαία ή εξυπηρετεί συγκεκριμένο λόγο η δική σας επιλογή;

Το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει και σαν πινακοθήκη νεότερων «ομηρικών» ηρώων. Ο αναγνώστης είναι αυτός που θα διαλέξει πόσο χρόνο θα αφιερώσει σε κάθε πίνακα, καθώς επίσης και με ποια σειρά θα τους δει - διαβάσει.

Θα μείνω στη διαφορετικότητα, μια και η δική μου ανάγνωση «είδε» έντονο αυτό το στοιχείο σε πολλά επίπεδα. Είναι σκοπός του συγγραφέα να αναδεικνύει τη διαφορετικότητα με σκοπό την ανεκτικότητα και απώτερο σκοπό την ομαλή συμβίωση;

Ζούμε σε μια εποχή όπου ο φασισμός έχει πάρει πολλές και ποικίλες μορφές. Δεν αναφέρομαι μονάχα στην κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση, με τον παραλογισμό τόποι και χωριά που μαρτύρησαν στην Κατοχή από τον αγκυλωτό σταυρό να εκλέγουν σήμερα αυτούς που ορκίζονται στ’ όνομά του. Πιο πολύ με φοβίζει η σκέψη ότι λόγω της σημερινής ζοφερής κατάστασης χάνουμε μέρα με τη μέρα τη διάθεση να απλώσουμε το χέρι μας στον αδύναμο, ενώ ιδιωτεύουμε όλο και περισσότερο, αντιμετωπίζοντας τον άλλον, ακόμα κι αν είναι παιδάκι του δημοτικού, σαν τον εχθρό που έρχεται να κυριεύσει τα ιδιοκτησιακά και θρησκευτικά μας κεκτημένα. Βέβαια, ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι να δείχνει τα πράγματα όπως είναι ή όπως θα ‘πρεπε να είναι, χωρίς να τραβάει το αυτί του αναγνώστη και κυρίως δίχως να το παίζει δάσκαλος σε κατηχητικό. Μας το έμαθε κι αυτό ο Όμηρος: την ομορφιά και την αλήθεια τις κάνεις δικές σου μόνον όταν καταφέρεις να διώξεις από πάνω τους τα κομψευόμενα τερτίπια. Άρα η ανοχή στον άλλον, όποιου χρώματος κι αν είναι αυτός ή πεποιθήσεων, κρίνεται πρώτ’ απ’ όλα από το επίπεδο εκείνου που νομίζει ότι βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Ας μην ξεχνάμε εδώ και τον στίχο του ποιητή: «Μη ρωτάς για ποιον χτυπάει η καμπάνα/ Για σένα χτυπάει».

Πιο πολύ με φοβίζει η σκέψη ότι λόγω της σημερινής ζοφερής κατάστασης χάνουμε μέρα με τη μέρα τη διάθεση να απλώσουμε το χέρι μας στον αδύναμο, ενώ ιδιωτεύουμε όλο και περισσότερο, αντιμετωπίζοντας τον άλλον, ακόμα κι αν είναι παιδάκι του δημοτικού, σαν τον εχθρό που έρχεται να κυριεύσει τα ιδιοκτησιακά και θρησκευτικά μας κεκτημένα.

Κάποιοι μιλούν για το φαινόμενο της μικρής φόρμας ή της συλλογής διηγημάτων που ανθεί τα τελευταία χρόνια και υπερσκελίζει το μυθιστόρημα. Έχοντας δώσει δείγματα γραφής και στα δύο είδη, ποια είναι η δική σας αίσθηση;

Πρόκειται για δύο διαφορετικές βρύσες για κάθε στρατοκόπο, με το ίδιο όμως νερό. Εκείνο που διαφοροποιεί το διήγημα από το μυθιστόρημα είναι τα εργαλεία κατασκευής. Η προσοχή στη λεπτομέρεια, ο χρωματισμός και της παραμικρής συναισθηματικής έξαρσης, η αφαίρεση και ο υπαινικτικός τρόπος γραφής, η μεγάλη ελευθερία που δίνεται στον αναγνώστη να συμπληρώσει ο ίδιος τις παύσεις ταιριάζουν στο διήγημα. Από την άλλη, το μυθιστόρημα είναι ένα έργο που απαιτεί περισσότερο χρόνο, μεγαλύτερη προσήλωση στη σκιαγράφηση των προσώπων, στις αφηγηματικές ακολουθίες, στην ολοκλήρωση και τελείωση της αρχικής ιδέας του δημιουργού. Αναλόγως, επομένως, με τη δυναμική του θέματος, επιλέγω κάθε φορά, ή μάλλον επιλέγομαι, για το αν κάποια ιδέα θα τη μεταπλάσω σε διήγημα ή σε μυθιστόρημα.

Εσείς με ποιον ήρωα της Οδύσσειας ταυτίζεστε;

Ταυτίζομαι στην τέχνη, είτε όταν παρακολουθώ κάποιο κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο είτε όταν διαβάζω ένα βιβλίο, σημαίνει ανακαλύπτω τον εαυτό μου στο είδωλο κάποιου προσώπου. Το οικειοποιούμαι, το προσαρμόζω στη δική μου ψυχοσύνθεση, ανακαλύπτω σ’ αυτό το καθρέφτισμά μου. Η ταύτιση μάς πηγαίνει πέρα από το «αυτός είμαι εγώ», μας πηγαίνει στο «αυτός θα ήθελα να είμαι εγώ». Άρα μιλάμε για μια ιδεατή κατάσταση, για το απατηλό φάρμακο της ψευδαίσθησης. Στη φάση της δημιουργίας η ταύτιση γίνεται παγίδα, γιατί, αν ο δημιουργός ταυτιστεί με κάποιο από τα πρόσωπα, μπορεί να οδηγηθεί στην εξιδανίκευση και τον εξωραϊσμό του. Οι πειρασμοί, γράφοντας για τα 26 πρόσωπα της Οδύσσειας, ήταν πολλοί και διαρκείς, αλλά προσπάθησα να τους κρατήσω σε απόσταση. Δεν μπορώ, ωστόσο, να κρύψω τη συμπάθειά μου για τον Ελπήνορα, που τον στοιχίζω μ’ ένα άτυχο Κρητικόπουλο των Βαλκανικών Πολέμων, καθώς επίσης για τον αδικημένο, τόσο από τον Οδυσσέα όσο και από τον Όμηρο, Παλαμήδη.

Τελευταία νέα από την Ιθάκη
Κώστας Ακρίβος
Μεταίχμιο
280 σελ.
ISBN 978-618-03-0422-0
Τιμή: €14,40
001 patakis eshop

 

 

Πηγή : diastixo.gr