Κώστας Ακρίβος: «Γάλα Μαγνησίας»
Άλλο ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα καταθέτει ο ευρέως γνωστός Βολιώτης πεζογράφος και φιλόλογος Κώστας Ακρίβος, αυτή τη φορά ελισσόμενος ανάμεσα σε δύο ιστορίες, πολύ κοντά μεταξύ τους, σχεδόν εφαπτόμενες. Πράγματι, στο κυρίως πιάτο παρακολουθούμε τη ζωή τεσσάρων εφήβων (κυριολεκτικά δαιμόνων) στο οικοτροφείο της Ιεράς Μητρόπολης Δημητριάδος, όπου φτωχοί μαθητές από τα χωριά της περιοχής απολαμβάνουν τροφή και στέγη, προκειμένου να φοιτήσουν στα γυμνάσια της πόλης χωρίς ιδιαίτερο οικονομικό βάρος, που ούτως ή άλλως οι γονείς τους αδυνατούν να το καλύψουν. Παιδιά, λοιπόν, αναξιοπαθούντων οικογενειών από το Πήλιο ή τον κάμπο στα νότια του νομού μένουν στο οικοτροφείο, πηγαίνουν στο σχολείο, βιώνουν συνθήκες όπως των Παιδουπόλεων, μία εκ των οποίων υπήρχε στην πόλη, γενικώς και αν η κατάσταση δεν ομοιάζει με φυλακή ή στρατό, όπως πολλοί έχουν σημειώσει για τη ζωή σε τέτοια ιδρύματα, η ουσία είναι πως τα παιδιά βιώνουν ένα περιβάλλον πιεστικό, με ωράρια, με συγκεκριμένες ώρες εξόδου, διαβάσματος ή ύπνου, με μεγάλη, θρησκευτικού περιεχομένου, αφόρητη πλύση εγκεφάλων, τέλος με τιμωρίες αφύσικες, οι οποίες ξεκινούν από απλή επίπληξη και φθάνουν μέχρι αποβολής από το ίδρυμα. Πράγμα, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, σχεδόν οδυνηρό τόσο για τα ίδια τα παιδιά, όσο και για τις οικογένειές τους, οι οποίες αδυνατούν να πληρώσουν ενοίκια και τροφή για τη μαθητεία τους. Η διοίκηση του ιδρύματος που υπάγεται στον Μητροπολίτη έχει όμως διευθυντή πολίτη, και διάκο, ο οποίος προσομοιάζει με θαλαμοφύλακα, όντως συντηρητική και οπισθοδρομική και αναχρονιστική και βαθιά θρησκευόμενη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα τέτοια, που ο Ακρίβος ως ένας απ’ τους εφήβους (πράγμα καθόλου σίγουρο, γιατί ο συγκεκριμένος δημιουργός κάνει αληθινή λογοτεχνία, άρα η φαντασία είναι καίριο δεδομένο) μαζί με τους υπόλοιπους, καταρρίπτει στην πράξη, αποδεικνύοντας πως οι μέθοδοι ασφυξίας και οι πρακτικές συμπίεσης αυξάνουν την αντίδραση όσων τις υφίστανται, ωθώντας τους σε δράσεις που εμπεριέχουν πάνω απ’ όλα απομυθοποίηση, ακόμη και αναίδεια, απρέπεια, γενικώς αποδοκιμασία και απόδραση.
Παρ’ όλα αυτά, ο συγγραφέας δεν επιθυμεί να μπει σε ψυχολογικές και κοινωνιολογικές συνιστώσες, να αναλύσει ή να βαρύνει μια κατάσταση, η οποία εκ των πραγμάτων είναι βαριά. Το αντίθετο, με πολύ χαλαρή και ευχάριστη εκφορά σχεδόν μας ψυχαγωγεί, συγκινούμαστε με τα παιδιά που κάνουν ένα σωρό ζαβολιές, μειδιάμε με ό,τι τους συμβαίνει χωρίς να το περιμένουν, εν κατακλείδι ευαισθητοποιούμαστε όταν γίνονται θύματα χωρίς να έχουν κάνει το παραμικρό κακό. Το άλλο μέρος του βιβλίου που παρατίθεται τεχνικά σε παράλληλη τροχιά (πράγμα όμως που δεν συμβαίνει, γιατί οι δύο ιστορίες ούτε παράλληλες είναι, ούτε τέμνονται, απεναντίας, ξεκινούν διαγωνίως και απλώς συναντώνται οι άκρες τους, προς το τέλος και πριν το επιμύθιο) μας διαφωτίζει για τον πνιγμό ενός οικότροφου, μισητού, στον ναυτικό όμιλο και στις Πλάκες, όπου λόγω Γορίτσας τα ρεύματα είναι πολύ επικίνδυνα, για τον οποίο κατηγορήθηκαν οι τέσσερις φίλοι, πέρασαν από ανακρίσεις όλων των ειδών και των μορφών, χωρίς όμως όπως ήταν φυσικό να βρεθούν ένοχοι και «απελευθερώθηκαν», μέχρις ότου να δεχτούν τους πυροβολισμούς έξω από το δικαστικό μέγαρο της πόλης με δραματικά τραυματικά αποτελέσματα.
Έχοντας ένα τόσο λεπτό θέμα στα χέρια του, δύσκολο, έτοιμο να τον ρίξει στην επανάληψη, στα κενά, στα χάσματα, επιτυγχάνει όχι μόνο να μην πέσει στην παγίδα αλλά, το αντίθετο, να μας παραδώσει ένα κείμενο άκρως απολαυστικό, χωρίς ν’ αφήνει τίποτα να πέσει στο έδαφος.
Ο Κώστας Ακρίβος είναι αληθινά ένας υπέροχος δημιουργός. Έχοντας ένα τόσο λεπτό θέμα στα χέρια του, δύσκολο, έτοιμο να τον ρίξει στην επανάληψη, στα κενά, στα χάσματα, επιτυγχάνει όχι μόνο να μην πέσει στην παγίδα αλλά, το αντίθετο, να μας παραδώσει ένα κείμενο άκρως απολαυστικό, χωρίς ν’ αφήνει τίποτα να πέσει στο έδαφος. Και όταν χρειάζεται (αναφέρομαι τώρα σε όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο) όπως για παράδειγμα στο αφηνιασμένο άλογο του πατέρα του Αχιλλάκου, που παρασέρνει και σκοτώνει το παιδί που είναι δεμένο πίσω του, στο πλάνο του πνιγμού, στην Χαλκίδα όπου ψάχνει τον φίλο του τον Μικ και πέφτει πάνω στη γυναίκα του και την αδελφή της, στην πόρτα που του ανοίγει στο Παλιούρι η θεία επίσης του Μικ και στην τελική σκηνή στο Άγιο Όρος, όταν τελικά τον ανακαλύπτει, η γραφή κυριολεκτικώς απογειώνεται δίνοντας επεισόδια σχεδόν ξεχασμένων για την ελληνική λογοτεχνία, σχεδόν σκοτεινά όπως παρατίθενται, σχεδόν ερεβώδη και μεταφυσικά, που κοσμούν και τον ίδιο αλλά και την γραφή του γενικότερα. Ο Ακρίβος, ο οποίος περιγράφει το τελευταίο έτος της Χούντας και το πρώτο της Μεταπολίτευσης, ουσιαστικά και με τρόπο ρεαλιστικό, μέσα από γεγονότα και συνθήκες –οικογενειακές, ερωτικές, επαγγελματικές, μαθησιακές– τις οποίες παραθέτει, επιτυγχάνει ένα λογοτεχνικό κοινωνικό δοκίμιο της πόλης του Βόλου και της γύρω περιοχής, με όρους τους οποίους μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να θέσει και να ξεπεράσει.
Και θα τελειώσω με την απλή υπόμνηση με την οποία ο Ακρίβος μας υποβάλλει σε μια μικρή βάσανο. Καρτάλη, Ιωλκού, Πλατεία Ελευθερίας, Λιμάνι, Δον Δαλεζίου, Τοπάλη, Σπυρίδη, Γήπεδο Μαγνησιακού, Αγριά, Γορίτσα, Πλάκες, Εθνικό Στάδιο Βόλου κ.λπ. κ.λπ., μέρη της πρωτεύουσας της Μαγνησίας, που για όσους δεν τη γνωρίζουν τους φαίνονται ως άγνωστες λέξεις. Καιρός λοιπόν να ανατρέξουμε σε έναν τοπικό χάρτη, να δούμε όλα αυτά τα μέρη και ακόμη περισσότερα, γιατί το «Γάλα Μαγνησίας» μεγάλωσε στη συγκριμένη πόλη πολλές γενιές, είτε στα οικοτροφεία, είτε στις Παιδουπόλεις, είτε στα ορφανοτροφεία, είτε χωριστά σε κάθε φτωχόσπιτο, όπου πέρασαν τα παιδικά και εφηβικά μας χρόνια, με όνειρα για το μέλλον, το οποίο για άλλους στάθηκε υπερβολικά γενναιόδωρο και για άλλους όχι.
Γάλα Μαγνησίας
Κώστας Ακρίβος
Μεταίχμιο
312 σελ.
ISBN 978-618-03-1629-2
Τιμή €16,60
πηγή : diastixo.gr