Κωνσταντίνος Τζήκας: «Κομμένα» κριτική της Χριστίνας Οικονομίδου
Αναμφισβήτητα το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τζήκα δεν είναι ένα συνηθισμένο βιβλίο του συρμού. Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο ενός νεαρού δημιουργού στα ελληνικά γράμματα, που, κατά τη γνώμη μου, έχει ακόμα ένα μακρύ μέλλον στον χώρο της λογοτεχνίας. Όμως, δεν είναι αυτό που το κάνει ιδιαίτερο. Αυτό που το κάνει ιδιαίτερο είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο ασφαλώς «εκκεντρικό», υπό την έννοια ότι δεν εμπίπτει στην κατηγορία των «ευπώλητων» κι ακόμα περισσότερο σ’ εκείνη των «κανονικών». Και θα πρέπει, ασφαλώς, να εξηγηθώ και για τους δυο αυτούς απο-χαρακτηρισμούς, τους οποίους –σπεύδω να διευκρινίσω– εννοώ απολύτως θετικά.
Θα ξεκινήσω από τους ήρωες. Οι ήρωες, λοιπόν, του Κωνσταντίνου Τζήκα, σ’ αυτή τη συλλογή των δεκατριών διηγημάτων είναι στην πλειοψηφία τους οριακοί χαρακτήρες σ’ ό,τι αφορά τον ψυχισμό τους. Συνειδητά είτε και ασυνείδητα, μέσα από μια τυχαία μεταβολή των εξωτερικών συνθηκών που βιώνουν φαίνεται ν’ αλλάζει το κέντρο γύρω απ’ το οποίο διαμορφώνεται η ύπαρξή τους. Και λέω «ύπαρξη» κι όχι «ζωή», γιατί δεν πρόκειται απλώς για την πρακτική έκβαση μιας υπόθεσης, μιας συνθήκης, είτε ακόμα και μιας ζωής ολόκληρης, αλλά –κυρίως– για το συναισθηματικό/αισθαντικό ολόγραμμα της ύπαρξής τους που, λογικά ή παράλογα, τους καθορίζει στην αντίληψή τους ως αυτό που είναι όσο ζουν αλλά κι αυτό που (ίσως υποψιάζονται ότι) θα μείνει από κείνους ως μνήμη αφού πεθάνουν. Ωστόσο, μη βιαστείτε να συμπεράνετε ότι πρόκειται για κάποιους ιδιαίτερα εξεζητημένους ή εγκεφαλικά αιχμαλωτισμένους χαρακτήρες. Πρόκειται γι’ ανθρώπους κοινούς, κοινότατους ενίοτε, που όμως μια αδιανόητη μεταφυσική αγωνία –θανάτου κυρίως– είτε κι ένας ανήκουστος μετα-ρομαντισμός, τους διαπνέει.
Έπειτα είναι οι συνθήκες, η θεματολογία κοντολογίς. Ακόμα, κι όταν οι ήρωες, ως ψυχισμός, φαίνεται ν’ αντιστέκονται στον σκοτεινό τους εαυτό στην καθημερινότητά τους, ο συγγραφέας καταφέρνει να επινοήσει μια συγκυρία τέτοια, που να τους αναγκάσει να τον αντιμετωπίσουν, στριμώχνοντάς τους στη χειρότερη δυνατή συνθήκη, ώστε να εκβάλουν στις όχθες ενός ποταμού όπου λούζει, μάλλον απρόθυμα, τα πόδια τους αλλά κι αυτά του δημιουργού τους. Και λέω «μάλλον απρόθυμα», επειδή τα διηγήματα του Τζήκα δεν μοιάζει να έχουν καμιά ανάγκη να πείσουν. Δεν διακρίνω πρόθεση διδακτισμού, ούτε όμως και ναρκισσισμού στις αφηγήσεις του. Μόνο μια ικανή δόση κυνισμού, ειρωνείας και αυτοσαρκασμού.
Χρησιμοποιώντας μια γλώσσα μάλλον σκληρή, ωμή, ισοδύναμη με το φορτίο που επιθυμεί ν’ αποθέσει στις παλάμες μας (εννοώ, χωρίς προσχηματικούς περιορισμούς είτε εγκεφαλικές παρα-μορφώσεις), καταφέρνει –θέλοντας και μη– να κερδίσει, αν μη τι άλλο, την προσοχή μας. Η γλώσσα, η «τεχνοτροπία» του, τα «ιδεολογήματά» του φαίνεται μάλιστα να γυρίζουν την πλάτη στον κανόνα της γραφής αλλά και σ’ αυτή την τετριμμένη, ισοπεδωτική κι αδιάφορη ματιά των «καθημερινοπληγέντων». Κι αν τα διηγήματα του Κωνσταντίνου Τζήκα μοιάζουν φορές δυσερμήνευτα, είναι μόνο γιατί φοβόμαστε να τα ερμηνεύσουμε, καθώς εκβιάζουν τις πιο δυσάρεστες αλήθειες της ζωής εκ στόματος των ηρώων του.
Τίποτα στις ιστορίες του Τζήκα δεν είναι αυτονόητο. Δεν υπάρχουν στ’ αλήθεια καλοί και κακοί. Ο πιο «καλός» μπορεί να είναι ταυτοχρόνως ο χειρότερος «κακός» και το αντίστροφο. Και πάντως, οι ήρωες του μας παρουσιάζουν όπως είμαστε: ημιτελείς, κάποτε ημιμαθείς και αναποφάσιστοι, ενίοτε ανασφαλείς και, εντέλει, ανθρώπινοι.
Η συλλογή ανοίγει με το άκρως συγκινητικό και αλληγορικό «Πό-λε-με», ένα αφήγημα που ανατέμνει με χειρουργική αναλγησία αλλά και τρυφερότητα τη σχέση ενός ζευγαριού. Ήδη σ’ αυτό το πρώτο διήγημα, ο Τζήκας ξετυλίγει μπροστά μας την εργαλειοθήκη του: πλούσια εικονοποιία, συμβολισμός, στοχαστική παραβολή, εκφραστική τόλμη. Ο συγγραφέας παρακολουθεί και συν-αισθάνεται τη γυναίκα της σχέσης, τη Λόρι, ενώ ο σύζυγος Μάριος σκιαγραφείται μέσ’ απ’ τον καθρέφτη της. Όπως συνήθως συμβαίνει, καθένας μας βιώνει μοναχικά, ακόμα κι όταν βρίσκεται μέσα σε μια σχέση, τις προσωπικές του μάχες, τους προσωπικούς του πολέμους. Έτσι κι ο άντρας του ζευγαριού, ο Μάριος, που απ’ ό,τι φαίνεται έχει μόλις γυρίσει από έναν τέτοιο πόλεμο – αδιευκρίνιστο αν πρόκειται για σχηματικό ή ρεαλιστικό. Και φυσικά δεν είναι ο ίδιος άντρας που η Λόρι γνώρισε. Παρότι δεν την αποκλείει ούτε και την απορρίπτει –τουναντίον–, μ’ αυτή τη νέα του προσωπικότητα η σχέση τους υφίσταται ωστόσο μια παραμόρφωση που εκείνη δεν μπορεί ν’ αντέξει. Σ’ ό,τι την αφορά αισθάνεται πως είναι απολύτως σταθερή και αξιόπιστη. Πριν τον γνωρίσει έφτιαχνε καπέλα κι αφού τον παντρεύτηκε εξακολουθεί να τα φτιάχνει. Η μόνη διαφορά είναι ότι μετά τον γάμο τους τα έφτιαχνε μόνο για λογαριασμό της. Προφανώς η σχέση έχει άδοξο τέλος, αλλά δεν πρόκειται να σας προδώσω εδώ όλα τα μυστικά περάσματα για να την οικειοποιηθείτε.
Με το διήγημα με τίτλο «Συμφοροφιλικοί, είστε όντα θαυμάσια», ο συγγραφέας μάς διευκρινίζει ότι δεν έχει καμιά συμμετοχή στον ναρκισσισμό της λύπης, ενώ με το «Καρκινικά ειδύλλια 2: Τρώγοντας ανοίγει…», ανοίγει ένα παράθυρο συγχώρεσης για τον θυμό εκείνων που μένουν πίσω όταν ένας δικός τους άνθρωπος είναι κοντά στον θάνατό του. Κι ας είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση ευφάνταστα μεταμφιεσμένος σε ζήλια – περί θυμού πρόκειται στην πραγματικότητα.
Υπάρχουν, βέβαια, κι αυτοί οι κεντρικοί ήρωες που υπο-φέρουν χωρίς κανέναν προφανή (πραγματολογικά, εννοώ) λόγο, αλλά υποφέρουν πραγματικά. Δίνουν, δηλαδή, κάποιες ακατανόητες για τους άλλους προσωπικές μάχες (όπως περίπου ο σύζυγος Μάριος στο παρασκήνιο του «Πό-λε-με»). Τέτοιος είναι π.χ. ο «μισ-ήλιος» ήρωας (καθώς μισεί τον ήλιο) στο αλληγορικό «Εκτροφή κουκκίδας», όπου πιστός στον τίτλο της ιστορίας εκτρέφει στο διαμέρισμά του μια κουκκίδα που εντέλει περίπου θα τον καταπιεί. Είτε, επίσης, «Η γυναίκα που αγαπούσε τα κτίρια» με μιαν ερωτική λατρεία, ο άντρας (πια) που ονειρευόταν να μπορεί να πετάξει, στο «Το αγόρι και ο χαρταετός» κ.ά.
Τέλος, το διήγημα με τίτλο «Κάντυ» είναι το πλέον πολυφωνικό της συλλογής, όπου μέσα από μια ευρηματική αλλά και αρκετά διασκεδαστική, κυκλική πλοκή, ο συγγραφέας καταφέρνει ν’ αποδώσει αποσπασματικά, πλην όμως καίρια, τουλάχιστον 7-8 διαφορετικούς χαρακτήρες.
Είναι τουλάχιστον αξιέπαινο ότι στο πρώτο του βιβλίο ο Κωνσταντίνος Τζήκας επιχειρεί και καταφέρνει να δώσει τον λόγο σε διαφορετικούς και, εν πολλοίς, εντελώς αντίθετης προσέγγισης χαρακτήρες. Ήτοι, εντέλει, σε όλους εμάς που, όπως λέει κι ο Σεφέρης: «κι εγώ πονώ κι εσείς πονείτε / μα δε φωνάζουμε και μήτε / καν ψιθυρίζουμε, γιατί / η μηχανή είναι βιαστική / στη φρίκη και στην καταφρόνια / στο θάνατο και στη ζωή».
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα, θα ήθελα να πω πως τίποτα στις ιστορίες του Τζήκα δεν είναι αυτονόητο. Δεν υπάρχουν στ’ αλήθεια καλοί και κακοί. Ο πιο «καλός» μπορεί να είναι ταυτοχρόνως ο χειρότερος «κακός» και το αντίστροφο. Και πάντως, οι ήρωες του μας παρουσιάζουν όπως είμαστε: ημιτελείς, κάποτε ημιμαθείς και αναποφάσιστοι, ενίοτε ανασφαλείς και, εντέλει, ανθρώπινοι.
Κι αν ακόμα οι αφηγήσεις του μοιάζουν ν’ αναφέρονται σ’ ανθρώπους που «πάσχουν από άνθρωπο», εμείς δεν ακούμε τις ιαχές ηττημένων, παρά δυνάμει ανα-γεννημένων αφού, αν επιβιώσουν αυτή την αμείλικτη σκληρότητα που τους διατέμνει, θα τους περιμένει, το πιθανότερο, ένα καλύτερο αύριο. Γιατί το χειρότερο έχει ήδη συμβεί.
Κομμένα
Διηγήματα
Κωνσταντίνος Τζήκας
Νεφέλη
110 σελ.
ISBN 978-960-504-149-6
Τιμή: €9,30
πηγή : diastixo.gr