Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου: «Ιάκωβος» κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου
Το μυθιστόρημα Ιάκωβος του πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου εξελίσσεται ως μια λογοτεχνική φάρσα, ως μια αφηγηματική απάτη. Δεν θα πέσουμε λοιπόν στην παγίδα που το ίδιο στήνει, να πούμε κάποια λόγια για τον μύθο του, δεν θα αναφερθούμε στον θεματολογικό του ιστό, αφήνοντας στους αναγνώστες την πρώτη και καθοριστική επαφή.
Θα πούμε μόνο πως στο συγκεκριμένο πόνημα, ο μυθιστορηματικός χρόνος από κάποια στιγμή και μετά γυρίζει ανάποδα, λειτουργεί ως το μέλλον μες στο παρόν, ως το παρόν μέσα στο παρελθόν. Αυτή η ιδιομορφία τού υπό συζήτηση έργου ανατρέπει κάθε έννοια χρονικού προσδιορισμού, έτσι που μόνο σε μεγάλα έργα της παγκόσμιας τέχνης μπορεί να ανιχνευτεί. Γυρίζοντας, λοιπόν, ο χρόνος προς τα πίσω, ο ήρωας (που δεν είναι ο Ιάκωβος αλλά κάποιος χωρίς όνομα, ηλικία, καταγωγή, επάγγελμα και λοιπά) βρίσκεται στο σωστό σημείο για να πιάσει πάλι το νήμα γύρω από το τι του συνέβη και δίνει διέξοδο στο προσωπικό του μαρτύριο, το οποίο είναι οδυνηρό, επώδυνο. Άρα, χονδρικά αλλά και βασικά, μια επαρκής λογοτεχνική συμπεριφορά ωθεί σε έναν προορισμό στόχος του οποίου είναι να μας παραπλανήσει και, στη συνέχεια, αδειάζοντας κάθε βασανιστική παράμετρο (η οποία φτάνει στα άκρα), να ακολουθεί αντίστροφη πορεία, έτσι που στο τέλος όλα πια να εξηγούνται και να ερμηνεύονται πάνω στη λογική της πλευρά (η οποία και εμφανίζει κάθε υποτονικό, καταθλιπτικό και νευρωσικό λογοτεχνικό ψεύδος).
Ο Χατζηνικολάου, νέος στο γράψιμο αλλά ώριμος όσο δεν παίρνει, με επαρκέστατη γλώσσα και ύφος πικραμένο, πονεμένο και σαφέστατα υποτονικό, όπως αρμόζει σε ήρωες οι οποίοι ζουν και βιώνουν καταστάσεις μάλλον πρωτόγνωρες, σκληρές, βίαιες, εν κατακλείδι παραμυθιακές, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα πεζογραφικό σύμπαν, ή παράλληλα έναν προσωπικό κόσμο, που υπερέχει διακριτικά, που ορμά με όλα του τα νεύρα να διαλύσει κάθε αλήθεια και πραγματικότητα.
Αυτό είναι το ένα. Παρακάτω θα πούμε δυο λόγια για την αναλυτική του διαστρωμάτωση, για τη φοβερή του δόμηση, για τη σπουδαιότατη σύνδεση μεταξύ αληθινού γεγονότος και φαντασιακού δεδομένου, για τη σπονδυλωτή του παράθεση που βοηθά, καθώς δίνει τις απαιτούμενες ανάσες, τέλος για την πλούσια εικονοπλασία του (η οποία δεν είναι μόνο στις μικροσκηνές στο σπίτι ή τη δουλειά στο χωράφι αλλά εμπεριέχει και ερωτικά και προσωπικά και το κλειδί, που είναι η μικρή συμμορία, που ευθύνεται για τη γραφή του συγκεκριμένου έργου), δώρο του συγγραφέα προς εμάς τους δέκτες, που καλούμαστε να λύσουμε τον γόρδιο δεσμό και, όταν αυτό γίνεται και το βιβλίο βρίσκει τις ράγες του, εμείς έχουμε απολαύσει ένα έργο τέχνης. Ο Χατζηνικολάου, νέος στο γράψιμο αλλά ώριμος όσο δεν παίρνει, με επαρκέστατη γλώσσα και ύφος πικραμένο, πονεμένο και σαφέστατα υποτονικό, όπως αρμόζει σε ήρωες οι οποίοι ζουν και βιώνουν καταστάσεις μάλλον πρωτόγνωρες, σκληρές, βίαιες, εν κατακλείδι παραμυθιακές, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα πεζογραφικό σύμπαν, ή παράλληλα έναν προσωπικό κόσμο, που υπερέχει διακριτικά, που ορμά με όλα του τα νεύρα να διαλύσει κάθε αλήθεια και πραγματικότητα που στέκεται όρθια απέναντί του, που κυκλοφορεί με τα φρένα χαλασμένα και στο τέλος απλώς αλλάζει ταχύτητα. Είναι τέτοια η προσομοίωση της υπερρεαλιστικής συνιστώσας με τη λογική ερμηνεία, είναι τέτοια η πτώση του ψεύδους μπρος στη στιγμή που το μυαλό αρχίζει να παίρνει πάλι μπροστά και να βλέπει τα γεγονότα όπως αυτά έχουν, είναι τέτοια η μείωση της φαντασίας μπρος στην αναγνωστική υποψία συσσώρευσης της ψυχολογικής αδράνειας, που το μυθιστόρημα γίνεται όχι απλώς θελκτικό, όχι απλώς υπέροχο, όχι απλώς συγκλονιστικό αλλά πολύ περισσότερο μια δραματική και γκροτέσκα λογοτεχνική εκδοχή, τυλιγμένη με το πέπλο μιας ανθρώπινης αντίστασης, που θα ζήλευε κάθε εργάτης του λόγου, όσο φτασμένος και αν είναι ο ίδιος.
Σ’ αυτό το σημείο δεν έχω σκοπό (άλλωστε και όταν ξεκίναγα αυτό το κείμενο δεν ήταν η πρόθεσή μου) να φανώ υποβοηθητικός προς τους αναγνώστες ώστε να αφομοιώσουν καλύτερα το βιβλίο Ιάκωβος του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου και τούτο γιατί συμβαίνει μια δομική αναντιστοιχία. Τι θέλω να πω: πως αν αναφέρω πράγματα για τον μύθο –που δεν είναι ρεαλιστικός– θα μιλήσω με γνώμονα τη βιωμένη αντίληψης, ενώ στην ουσία τα δεδομένα, όπως πολλές φορές αναπτύξαμε σε αυτή την κριτική, είναι φαντασιακά. Θα λέγαμε, δηλαδή, κάτι ως ρεαλιστικό που ποτέ δε συνέβη. Αν πάλι αποκαλύπταμε την ανατροπή της εξόδου, το έργο θα έχανε τη μαγεία του, θα γινόταν επίπεδο ή θα απέρριπτε την αγωνία που η κατάληξη εμπεριέχει. Άρα, η δική μας συνεισφορά όσον αφορά μια μυθοπλασία η οποία κινείται ανάμεσα στο σκοτάδι της αυγής και το φως του απομεσήμερου, όσον αφορά την αρρωστημένη ερωτική σχέση και την καθημερινή εργασία σε ένα χωράφι, όσον αφορά έναν άγνωστο τόπο και τους κατοίκους του, όσον αφορά, τέλος, την παρέα κάποιων μικρών, που μαζεύουν πέτρες και στη συνέχεια τις εκσφενδονίζουν προς τα διερχόμενα αυτοκίνητα της κεντρικής λεωφόρου, κάπου εδώ ολοκληρώνεται, με την πίστη πως αν κάποιος την ακολουθήσει, θα πρέπει να έχει διαβάσει πρώτα το βιβλίο, θα πρέπει να έχει ιδίαν επ’ αυτού άποψη.
Κλείνοντας, θέλω να καλέσω όλα τα μέλη επίσημων, ημιεπίσημων, ανεπίσημων κριτικών επιτροπών, που μοιράζουν αφειδώς διακρίσεις σε ανιστόρητες λογοτεχνικές καταθέσεις και όχι μόνο, να ρίξουν το βλέμμα τους στον Ιάκωβο, να τον διαβάσουν και να τον κρίνουν ανάλογα. Και καλώ επίσης όλους τους αναγνώστες να αναζητήσουν στο βιβλίο την παιχνιδίζουσα και ανατρεπτική εκδοχή του μύθου, το χαρακτηριστικό του οποίου είναι, πάνω απ’ όλα, η αποπλάνηση σε όλες της τις μορφές. Και στη συνέχεια ας συγκρίνουν τα λεγόμενά μας με ό,τι διάβασαν για μια πληρέστερη και πιο εξονυχιστική άποψη και εμπειρία.
Ιάκωβος
Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου
Αντίποδες
208 σελ.
ISBN 978-618-82242-8-5
Τιμή: €12,00
πηγή : diastixo.gr