Κινηματογράφος-«Πιέρο Μεσίνα: “Η Μεγάλη Αναμονή”» της Βιβής Ζωγράφου
Ακολουθώντας τον αισθητισμό του Πάολο Σορεντίνο, ο νέος Ιταλός σκηνοθέτης Πιέρο Μεσίνα καταθέτει την πρώτη του ταινία. Σε αυτήν παρακολουθούμε τη Ζαν, μια νεαρή κοπέλα που επισκέπτεται τη βίλλα της μητέρας του φίλου της στη Σικελία για να περάσουν μαζί το Πάσχα. Ο φίλος της όμως δεν είναι εκεί. Έχει απροσδόκητα πεθάνει και η μητέρα του, Άννα, της αποκρύπτει το γεγονός.
Η Ζαν υποχρεώνεται να τον περιμένει εκεί και η μητέρα του έτσι κερδίζει την παρουσία της κοπέλας στο σπίτι της για λίγες μέρες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της Ζαν, αναπτύσσεται μια ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στις δύο γυναίκες, η οποία πηγάζει από την πλευρά της μητέρας. Μην αντέχοντας να υποφέρει μόνη της την απώλεια του γιου της, η μητέρα, μέσω της απόκρυψης της αλήθειας, μεταθέτει τα συναισθήματα του πόνου που βιώνει στην κοπέλα: Τη βλέπει να βασανίζεται από την αδικαιολόγητη αναμονή, όπως εκείνη υποφέρει από το χαμό του. Παράλληλα, μαθαίνει λεπτομέρειες για τη σχέση τους, βρίσκοντας έτσι έναν τρόπο για να έχει, νοερά πια, τον γιο της ακόμα κοντά της.
Η ταινία βασίζεται στέρεα πάνω στην ψυχολογία της άρνησης του πένθους και της ανταγωνιστικής σχέσης «πεθεράς»-«νύφης» όπως τη γνωρίζουμε καλά στα μεσογειακά κλίματα. Η Ζιλιέτ Μπινός μεταμορφώνεται εκπληκτικά σε Ιταλίδα μάνα (δεν είναι γηγενής, αλλά παντρεύτηκε Ιταλό και παρέμεινε στη Σικελία), αφομοιώνοντας εξαιρετικά τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου παραδοσιακού προτύπου. Παράλληλα, στο πρότυπο αυτό βλέπουμε να ενσωματώνονται στοιχεία της «γυναίκας-bitch», που είναι η μετεξέλιξη της femme fatale , όπως αυτή συνέβη μέσα στη δεκαετία του 1990.
Η ταινία είναι ατμοσφαιρική και έχει στοιχεία ήπιου ψυχολογικού θρίλερ. H σχέση των δύο γυναικών αναπτύσσεται μέσα από σκηνές στατικές, βασισμένες στο διάλογο και με υποτυπώδη δράση.
Η σκηνοθεσία δίνει έμφαση στη στυλιζαρισμένη απεικόνιση: όμορφα και εντυπωσιακά πλάνα, κάποια μάλιστα συμβολικά, με αναφορά στη θρησκεία, κοντινά σε αισθησιακά χαρακτηριστικά των ηρωίδων και άλλα που προβάλλουν την τοπική παράδοση (τοπικά εδέσματα, πανηγύρια).
Βλέποντας την ταινία, δεν έχεις να αμφισβητήσεις κάτι. Το ψυχολογικό υπόβαθρο είναι σωστό, η ομορφιά των εικόνων καταιγιστική. Δημιουργείται, όμως, μια μικρή αντίσταση, ίσως από αυτή την ίδια την υπερπροσφορά της ομορφιάς. Σε κάθε περίπτωση, η ταινία ανανεώνει τον προβληματισμό για τη σχέση της ομορφιάς με την τέχνη: όπως και ο Σορεντίνο, με τον οποίο ο σκηνοθέτης έχει συνεργαστεί, επαναφέρουν αναγεννησιακά πρότυπα στην απεικονιστική λειτουργία του σινεμά.
Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ Βενετίας, προβλήθηκε στην Ελλάδα στο 22ο φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» και έχει λάβει διανομή για τους κινηματογράφους της χώρας μας.
Πηγή : diastixo.gr