Κινηματογράφος-«John Krasinski: ‘‘Ένα ήσυχο μέρος’’» της Βερίνας Χωρεάνθη

2018-04-19 17:40

«John Krasinski: ‘‘Ένα ήσυχο μέρος’’» της Βερίνας Χωρεάνθη

Στο όχι και τόσο μακρινό 2020 η Γη έχει μετατραπεί σε ένα μετα-αποκαλυπτικό τοπίο, όπου τερατόμορφα αιμοβόρα πλάσματα λυμαίνονται τις ερειπωμένες περιοχές, απειλώντας με αφανισμό κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Τα πλάσματα αυτά δε βλέπουν, αλλά έχουν πολύ ευαίσθητη ακοή, με αποτέλεσμα οι ελάχιστοι επιζήσαντες άνθρωποι να είναι αναγκασμένοι να κινούνται και να ζουν αθόρυβα και σιωπηλά, έτσι ώστε να μην τους τραβήξουν την προσοχή. Ο Λι και η Έβελιν Άμποτ (Τζον Κραζίνσκι και Έμιλι Μπλαντ) αγωνίζονται να επιβιώσουν μαζί με τα παιδιά τους με όποιον τρόπο μπορούν, επικοινωνώντας μεταξύ τους με νοήματα και βλέμματα, ενώ γύρω τους επικρατεί εγκατάλειψη και μια ανατριχιαστική σιωπή.

Με μια εξαιρετική ιδέα και ένα θέμα ίσως όχι και τόσο πρωτότυπο κατά βάση (τέρατα που «ξυπνάνε» με τους ήχους έχουμε συναντήσει κι άλλες φορές στη μυθοπλασία) αλλά δοσμένο εδώ με ύφος ιδιότυπα δεξιοτεχνικό, ο Τζον Κραζίνσκι, σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής και συν-σεναριογράφος της ταινίας τρόμου Ένα ήσυχο μέρος, μας βάζει κατευθείαν και χωρίς περιστροφές στην καρδιά της ιστορίας του από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Οι ήρωές του περιφέρονται σαν σκιές ανάμεσα σε παρατημένα αυτοκίνητα και έρημα μαγαζιά, ενώ η εξοχή γύρω τους είναι τόσο όμορφη και επιβλητική όσο και απειλητική, αφού εκεί είναι που τα ανελέητα τέρατα καραδοκούν, περιμένοντας να ακούσουν έστω και τον παραμικρό ήχο για να επιτεθούν.

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, η καθημερινότητα είναι πολύ διαφορετική. Η επιβεβλημένη και αναγκαστική σιωπή στερεί την έκφραση συναισθημάτων όπως η θλίψη, ο φόβος ή ακόμα και η χαρά, αφού το κλάμα και το γέλιο ισοδυναμούν αυτόματα με θανατική καταδίκη. Η Ρίγκαν (Μίλισεντ Σίμονς), η κόρη του ζευγαριού, κωφή εκ γενετής, είναι η μόνη που δεν αντιλαμβάνεται απόλυτα την έννοια των ήχων και της επικινδυνότητας που συνδέεται με αυτούς, κάτι που έχει ως συνέπεια να γίνει, άθελά της, η αιτία για τον χαμό του μικρότερου αδελφού της. Οι τύψεις γι’ αυτό το δραματικό περιστατικό δεν την αφήνουν να ησυχάσει και ζει συνεχώς με την αμφιβολία για το αν οι γονείς της εξακολουθούν να την αγαπούν.

Ο αγώνας για επιβίωση εδώ δεν έχει να κάνει με τα είδη πρώτης ανάγκης. Οι Άμποτ έχουν βρει διάφορους τρόπους για να βγάζουν πέρα την κάθε μέρα, με ελάχιστα μέσα, αλλά χωρίς να τους λείπει η εφευρετικότητα. Το βασικό πρόβλημα είναι να μείνουν ζωντανοί. Τα τέρατα, που είναι φαινομενικά ανίκητα, επιτίθενται τόσο γρήγορα και αιφνιδιαστικά, ώστε να αποκλείουν κάθε πιθανότητα αντίδρασης. Η ενότητα της οικογένειας παίζει τον πλέον σημαντικό ρόλο για την αντιμετώπιση αυτής της εφιαλτικής κατάστασης, κάτι που ωστόσο δεν κρατάει για πολύ.

Ο Λι αποφασίζει να δείξει στον γιο του, Μάρκους (Νόα Τζουπ), κάποιες βασικές στρατηγικές για να είναι σε θέση να προστατεύσει τόσο τον εαυτό του όσο και τη μητέρα του και την αδελφή του. Οι δυο τους φεύγουν για το δάσος, ενώ η Έβελιν, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, μένει στο σπίτι. Σε αυτό το σημείο οι ρόλοι διαχωρίζονται και ουσιαστικά γυρίζουν πίσω στην αρχετυπική μορφή τους: Η μητέρα προστατεύει το σπίτι, ενώ ο πατέρας βγαίνει έξω για να εξασφαλίσει ότι κανένας κίνδυνος δε θα απειλήσει την οικογενειακή εστία. Ωστόσο από τη στιγμή που γίνεται αυτό, από τη στιγμή δηλαδή που η οικογένεια διασπάται, όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά γίνονται ευάλωτοι, εκτίθενται στους ανελέητους εχθρούς και καλούνται να επιβιώσουν, ο καθένας με τα μέσα που έχει στη διάθεσή του. Και τότε ξεκινάει ένα τρομακτικό κυνήγι γάτας – ποντικιού, το οποίο θα έχει μεν τραγικές συνέπειες αλλά και ένα αναπάντεχο αισιόδοξο μήνυμα για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει.

Η ταινία του Κραζίνσκι είναι, τυπικά, ένα θρίλερ επιβίωσης, αλλά επεκτείνεται και σε άλλα μονοπάτια, περισσότερο ή λιγότερο ευκρινή. Οι οικογενειακές αξίες, το βάρος της αυτοθυσίας, το πόσο τραγικά γεγονότα του παρελθόντος καθορίζουν τη συμπεριφορά μας αλλά και τη σχέση μας με τους άλλους είναι θέματα που εξετάζονται διακριτικά σε δεύτερο επίπεδο, ενώ σε πρώτο πλάνο κυριαρχεί το στοιχείο του αγώνα για ζωή σε έναν εχθρικό μετα-αποκαλυπτικό κόσμο.

Το σκηνικό της ιστορίας είναι καθηλωτικό και η ατμόσφαιρα που επιτυγχάνεται μέσω αυτού αλλά και των εξαιρετικά εκφραστικών πρωταγωνιστών –μεγάλων και μικρών– δημιουργεί ένα κλίμα αγωνίας και ανασφάλειας ιδιαίτερα πειστικό. Αν και η έλλειψη ομιλίας είναι σχεδόν απόλυτη –με εξαίρεση πολύ συγκεκριμένες σκηνές–, οι ηθοποιοί ερμηνεύουν τα εκάστοτε συναισθήματα των ηρώων με λιτότητα, χωρίς να καταφεύγουν σε υπερβολές. Η μουσική του Μάρκο Μπελτράμι, λυρική και συχνά συγκινητική, έρχεται ηθελημένα σε αντίθεση με τις σκοτεινές, απαισιόδοξες εικόνες. Ωστόσο η βασική ηχητική υπόκρουση είναι που συμβάλλει περισσότερο στο γενικότερο κλίμα, με μια σειρά από οξείς, ανησυχητικούς ήχους, που από τη μια υπενθυμίζουν συνεχώς την ύπαρξη των επικίνδυνων «άλλων», ενώ από την άλλη είναι σαν να αναπαριστούν τις ηχητικές διεργασίες που υφίστανται στο μυαλό των ηρώων, καθώς για τους ίδιους είναι απαγορευμένο να εκφραστούν χρησιμοποιώντας ανάλογα μέσα.

Ίσως σε όσους αρέσουν οι αμιγείς ιστορίες επιβίωσης η ταινία να φανεί κάπως χαλαρή, και η αλήθεια είναι ότι σε κάποια σημεία θα μπορούσε να «μαζευτεί». Από την άλλη, με ένα τόσο αβανταδόρικο θέμα θα περίμενε κανείς κάτι παραπάνω από μόλις 90 λεπτά δράσης. Είναι όμως από εκείνα τα έργα στα οποία αναπόφευκτα ξαναγυρνάς κάποια στιγμή για να δεις πάλι μια σκηνή, να παρατηρήσεις με περισσότερη προσοχή κάτι στο οποίο, σε πρώτη θέαση, δεν έδωσες και τόση σημασία – και έχει τόσο πολλά καλά στοιχεία, και από σκηνοθετική αλλά και από καλλιτεχνική άποψη, και τόσο ενδιαφέρουσες αναφορές τις οποίες μπορεί κανείς να εντοπίσει με λίγη παρατηρητικότητα, που τελικά κερδίζει τις εντυπώσεις και με το παραπάνω.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 5 Απριλίου.

 

 

πηγή : diastixo.gr