Κινηματογράφος-«François Ozon: “Θέλημα Θεού”» της Μάριον Χωρεάνθη
Ο Αλεξάντρ Γκερέν (Μελβίλ Πουπό) είναι επιτυχημένος επαγγελματίας και αξιοζήλευτος οικογενειάρχης, πατέρας πέντε υποδειγματικών παιδιών και άψογος σύζυγος. Πίσω όμως απ’ την ειδυλλιακή –ή, μάλλον, υπερβολικά ειδυλλιακή– αυτή εικόνα, κρύβεται ένα τραγικό μυστικό: όταν ήταν παιδί, ο Αλεξάντρ είχε υποστεί συστηματική σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση από τον Μπερνάρ Πρενά (Μπερνάρ Βερλέ – ο οποίος, κατά ειρωνική σύμπτωση, είχε υποδυθεί τον Ιησού στη δραματική κωμωδία του 1969 Ο Γαλαξίας), τον κοσμαγάπητο ιερέα της ενορίας του. Η είδηση ότι, χρόνια αργότερα, ο εν λόγω κληρικός όχι μόνο δεν έχει αποσχηματιστεί, αλλά και εξακολουθεί να εργάζεται κοντά σε παιδιά, χωρίς ουδέποτε να του έχει ζητηθεί επίσημα λόγος για τις πράξεις του, δίνει στον Αλεξάντρ το έναυσμα να κινηθεί εναντίον του με κάθε έννομο τρόπο. Οι προσδοκίες του δεν αργούν να δεχτούν πλήγμα, καθώς το μεγαλύτερο –και εξοργιστικά αμετακίνητο– εμπόδιο που βρίσκει συνεχώς μπροστά του είναι η απροθυμία των εκκλησιαστικών αρχών να εξετάσουν και να αντιμετωπίσουν δραστικά το πρόβλημα: αν και εκ των πραγμάτων δεν γίνεται να το αγνοήσουν, προτιμούν να το κουκουλώνουν επ’ αόριστον ώστε να μη διακινδυνεύσουν την υπόληψή τους. Η δημοσιότητα που αναπόφευκτα παίρνει ο αγώνας του Αλεξάντρ προσελκύει το ενδιαφέρον της αστυνομίας για το παρασκήνιο του ζητήματος, παρακινώντας, συγχρόνως, και άλλα θύματα του ίδιου ιερέα να μιλήσουν ανοιχτά για τις δικές τους εμπειρίες και να συσπειρωθούν προκειμένου να πιέσουν την κατάσταση…
Στηριζόμενος σε αληθινά, και μάλιστα εν εξελίξει, γεγονότα (τα γυρίσματα και η προβολή της ταινίας έγιναν προτού ολοκληρωθούν οι νομικές διαδικασίες της υπόθεσης) και χρησιμοποιώντας τα πραγματικά ονόματα των εμπλεκομένων σ’ αυτά, ο πρωτοπόρος και διακεκριμένος Γάλλος σκηνοθέτης Φρανσουά Οζόν (Οχτώ γυναίκες, Ο χρόνος που απομένει) δημιουργεί ένα φιλμ άκρως ιδιότυπο, σε επίπεδο κυρίως σκηνοθετικής άποψης και τεχνικής: το Θέλημα Θεού είναι, στην ουσία, ένα υβρίδιο δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικού ρεπορτάζ, γυρισμένο με όλες τις προδιαγραφές μιας ταινίας μυθοπλασίας. Με αφήγηση κατά κανόνα γραμμική, κάποια υπαινικτικά φλας μπακ και έμφαση στους διαλόγους, χωρίς καμιά έκπτωση στη μαεστρία και την ποιότητα της κινηματογράφησης, βλέπεται απρόσκοπτα ακόμα και απ’ όσους δεν γνωρίζουν με λεπτομέρειες τα ιστορικά του συμφραζόμενα. Σ’ αυτό συμβάλλει καθοριστικά ο διακριτικός, υπόγειος τρόπος με τον οποίο ψυχογραφείται ο κάθε χαρακτήρας και διερευνώνται οι αντιδράσεις και η αλληλεπίδρασή του με τους υπόλοιπους, δίχως ούτε στιγμή να χάνεται το εστιακό σημείο της πλοκής, ενώ η μεγάλη διάρκεια (σχεδόν δυόμισι ώρες) της ταινίας κυριολεκτικά εκμηδενίζεται από το καλογραμμένο, αεροστεγές σενάριο και την άμεμπτα ζυγισμένη και κουρδισμένη σκηνοθεσία του Οζόν, όπως και από τις καθηλωτικά πειστικές ερμηνείες των ηθοποιών του.
Η παιδοφιλία στους κόλπους της Εκκλησίας –και δη της Καθολικής, που επιβάλλει αυστηρά την αγαμία των λειτουργών της ανεξάρτητα από ιερατικό βαθμό– είναι, δυστυχώς, φαινόμενο με μακρύ παρελθόν, το οποίο συντηρείται από την εμμονή στους τύπους, την εθελοτυφλία και την πεισματική άρνηση της πραγματικότητας, όχι μονάχα εκ μέρους της ίδιας της Εκκλησίας, μα και των φανατισμένων πιστών. Οι θεοσεβείς και αφοσιωμένοι ενορίτες του πατρός Πρενά, λόγου χάρη, αδυνατούν να παραδεχτούν ότι ο «άγιος» αυτός άνθρωπος είναι αυτουργός τέτοιων ειδεχθών εγκλημάτων: ό,τι δεν χωράει ο νους τους, προσποιούνται πως δεν συνέβη αντί να προβληματιστούν, τουλάχιστον, πάνω σ’ αυτό – ακόμα και εις βάρος των παιδιών τους. Τα οποία, απ’ την πλευρά τους, φοβισμένα και μπερδεμένα, προτιμούσαν να σωπαίνουν παρά να φανερώσουν την αλήθεια, αφού ο λόγος τους το πιθανότερο θα ήταν να μην έχει καμιά βαρύτητα. Τα παιδιά –ευτυχώς, αισθητά λιγότερο στις μέρες μας– παραδοσιακά θεωρούνται αναξιόπιστοι μάρτυρες έτσι κι αλλιώς.
Με αφήγηση κατά κανόνα γραμμική, κάποια υπαινικτικά φλας μπακ και έμφαση στους διαλόγους, χωρίς καμιά έκπτωση στη μαεστρία και την ποιότητα της κινηματογράφησης, βλέπεται απρόσκοπτα ακόμα και απ’ όσους δεν γνωρίζουν με λεπτομέρειες τα ιστορικά του συμφραζόμενα.
Πέρα απ’ την αναντίρρητη τόλμη του εγχειρήματος –γιατί το να καταπιαστεί κανείς δημιουργικά με ένα φλέγον θέμα της επικαιρότητας στη χώρα του, παίρνοντας θέση απέναντι στα τεκταινόμενα και κατονομάζοντας υπαρκτά και εν ζωή πρόσωπα, δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα, ούτε και ανώδυνο– μια άλλη, εξόχως ενδιαφέρουσα πτυχή του είναι το ότι, χωρίς να διατυμπανίζεται η ανάλογη πρόθεση, οι σεξουαλικά κακοποιημένοι άντρες δεν παρουσιάζονται σαν «αξιοθέατα». Οι πονεμένες ιστορίες τους και ο τρόπος με τον οποίον ο καθένας βιώνει τη δική του, τις συνέπειές της στον εαυτό του και τον αντίκτυπό της στους γύρω του, εικονογραφούνται με μια εκπληκτική φυσικότητα και αληθοφάνεια, που αναδεικνύει και εντυπώνει στη συνείδησή μας την καθαρά ανθρώπινη διάστασή τους, άσχετα από φύλο. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η ακραία τραυματική αυτή εμπειρία δεν επηρέασε, βέβαια, τις ερωτικές προτιμήσεις των παθόντων, αλλά τη σεξουαλικότητά τους σε συνάρτηση με την ψυχική ή/και σωματική υγεία και την κοινωνική τους προσαρμοστικότητα – χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο χαρισματικός νεαρός Εμανουέλ Τομασέν (συνταρακτικός στον αντίστοιχο ρόλο ο πρόσφατα βραβευμένος με Σεζάρ, Σουάν Αρλό), που εκτός από ένα… τεχνικό κουσούρι και κρίσεις επιληψίας, «οικονόμησε» επίσης την ανικανότητα να στεριώσει σε επάγγελμα ή σχέση της προκοπής.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η ταινία συνάντησε αρκετές δυσκολίες ώσπου να καταφέρει, τελικά, να βγει στις γαλλικές αίθουσες. Τα γυρίσματά της έγιναν με άκρα μυστικότητα στο Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, ενώ από την πλευρά των κατηγορουμένων επιχειρήθηκε (χωρίς επιτυχία) η παρεμπόδιση της κυκλοφορίας της, μέσω της δικαστικής οδού. Ο τίτλος της, Θέλημα Θεού, προέκυψε από μια προκλητική δημόσια δήλωση του καρδιναλίου Μπαρμπαρέν (στο έργο τον ενσαρκώνει ο Φρανσουά Μαρτουρέ), με την οποία, ουσιαστικά, εξέφραζε την ανακούφισή του για την παραγραφή, σύμφωνα με τον νόμο, προηγούμενων αδικημάτων που είχαν διαπράξει λειτουργοί της Εκκλησίας εις βάρος παιδιών. Στις αρχές του Μαρτίου που μας πέρασε, βγήκε καταδικαστική απόφαση εναντίον του Μπαρμπαρέν (ο οποίος και παραιτήθηκε στη συνέχεια) για κατ’ εξακολούθησιν απόκρυψη και συγκάλυψη της κακοποίησης ανηλίκων. Ο ιερέας Μπερνάρ Πρενά, ωστόσο, παραμένει ατιμώρητος, καθώς δεν έχει ακόμα οριστεί η ημερομηνία της δίκης του. Στο μεταξύ σημειώθηκε άλλη μια, μικρή αλλά διόλου ευκαταφρόνητη, νίκη: τον περσινό Αύγουστο, το καθεστώς παραγραφής του συγκεκριμένου αδικήματος άλλαξε, έτσι ώστε να εφαρμόζεται μετά την πάροδο τριάντα χρόνων από την ενηλικίωση του θύματος (και εφόσον δεν έχει γίνει σχετική καταγγελία), αντί για τα είκοσι που ίσχυαν ως τώρα.
Κάθε νέα δημιουργική πρόταση του παραγωγικότατου (στα πενήντα δύο του μόλις χρόνια, έχει ήδη στο ενεργητικό του πάνω από σαράντα ταινίες –και σχεδόν ισάριθμα σενάρια– εξαιρετικά ποικίλης θεματολογίας και δομικής υφής) Οζόν είναι κι ένα ιδιάζον καλλιτεχνικό πείραμα, μια εσωτερική περιπέτεια με σταθερό άξονα το συναρπαστικό πολυδιάστατο της ανθρώπινης φύσης. Στο Θέλημα Θεού, και με αφορμή το κοινό προσωπικό δράμα των ηρώων του, κατορθώνει, δίχως μελοδραματισμούς και κηρύγματα, να «κεντήσει» μια ευαίσθητη και στοχαστική σπουδή χαρακτήρων, με τους οποίους, καθώς ξετυλίγεται η ιστορία, ερχόμαστε ολοένα και πιο κοντά: πονάμε, χαιρόμαστε, απογοητευόμαστε, αγανακτούμε και πανηγυρίζουμε στο πλάι τους. Φεύγοντας, παίρνουμε μαζί μας τη δύναμη, την επιμονή και την ελπίδα τους, τα αισιόδοξα χαμόγελα και τον υγιή σαρκασμό τους, την υπέροχα ενθαρρυντική εικόνα των ενωμένων και αγαπημένων οικογενειών, «συναγωνιστών» και φιλικών τους προσώπων. Και τη λύπη για όσους δεν βρήκαν το κουράγιο να σπάσουν τον αποπνικτικό κλοιό της σιωπής, να νικήσουν το τέρας του φόβου και να λυτρωθούν.
πηγή : diastixo.gr