Κινηματογράφος-«“Chinatown” του Ρομάν Πολάνσκι» της Βιβής Ζωγράφου
Σκληρή, «χορταστική» και με υποδειγματικό σενάριο είναι η ταινία που γύρισε το 1974 ο εκκεντρικός Πολωνός σκηνοθέτης Ρομάν Πολάνσκι, η οποία παίχτηκε τον Αύγουστο, στο πλαίσιο ειδικών προβολών που διοργάνωσε το Ιστορικό Αρχείο της Τράπεζας Πειραιώς σε μουσεία σε όλη την Ελλάδα.
Η βιογραφική παράμετρος του σκηνοθέτη, συχνά παντελώς αδιάφορη για το εκάστοτε κινηματογραφικό έργο, στην περίπτωση της Chinatown είναι σημαντική και αξίζει να αναφερθεί. Ο Πολάνσκι γυρίζει αυτή την ταινία λίγα χρόνια μετά το «δαιμονικό» Μωρό της Ρόζμαρι (1968) και τη δολοφονία της γυναίκας του από κάποια εγκληματική αίρεση (1969). Mετά την Chinatown, κι ενώ αρχίζει να καθιερώνεται στην Αμερική, ο Πολάνσκι βιάζει μια δεκατριάχρονη κοπέλα, καταδικάζεται και υποχρεώνεται να διαφύγει στο εξωτερικό.
Η αναφορά σε αυτό το βιογραφικό πλαίσιο έχει τη σημασία της γιατί η Chinatown είναι μια ταινία –φιλμ νουάρ– που διαπραγματεύεται την απόλυτη ισχύ του κακού. Είναι μάλιστα το επιστέγασμα μιας σειράς ταινιών που έχει γυρίσει ο σκηνοθέτης μέσα στη δεκαετία του 1960 και ασχολούνται με τη φαινομενολογία του κακού: Το μαχαίρι στο νερό, Η νύχτα των δολοφόνων, Το μωρό της Ρόζμαρι.
Οι πρωταγωνιστές της Chinatown, ο ιδιωτικός ντεντέκτιβ Τζέικ Γκίτις (Τζακ Νίκολσον) και η «μοιραία γυναίκα» Έβελιν Μόλρεϊ (Φέι Ντάναγουει), αγωνίζονται ενάντια στον διεφθαρμένο μεγαλοπαράγοντα του Λος Άντζελες Νόα Κρος (Τζον Χιούστον). Ο πρώτος θέλει να ξεσκεπάσει τη διαφθορά, η δεύτερη να διαφύγει από την πλεκτάνη του. Το «κακό», γλοιώδες, πανίσχυρο, πολιτικό, σεξουαλικό, οικογενειακό, διεφθαρμένο, οικονομικά παντοδύναμο, καταφέρνει όχι μόνο να διαφύγει οποιασδήποτε τιμωρίας, αλλά και εγκολπώνεται, με τον χαρακτηριστικό μάλιστα εναγκαλισμό του Κρος στην τελευταία σκηνή, το διακύβευμα του αγώνα τους. Πρόκειται για την απόλυτη επικράτηση της διαφθοράς στην κοινωνία.
Μία μόνο παράμετρος κρατάει τα προσχήματα από το να εκθέσει η ταινία την κοινωνία του Λος Άντζελες που την ανέχεται: ο Κρος διαφεύγει του νόμου μέσα στην Chinatown, όχι σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της «ευνομούμενης» πόλης του Λος Άντζελες. Με ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη από τον συνεργάτη του και μια χαλαρωτική κουβέντα, «Άσ’ το, Γκίτις, εδώ είναι Chinatown», μπορεί η ταινία να βάζει φρένο στην ορμή του ντεντέκτιβ να εξολοθρεύσει το κακό και να ρίξει τους τίτλους τέλους της, όμως η ταινία έχει στοιχειώσει το συλλογικό ασυνείδητο και έχει εξάψει την επιθυμία να καταπολεμηθεί η διαφθορά στην κοινωνία.
Ο σεναριογράφος Ρόμπερτ Τάουνι αντιμετωπίζει τον ήρωά του σαν το ποντίκι που τρέχει πάνω στον τροχό. Του δίνει συνεχώς ένα κίνητρο για να μη σταματήσει να ερευνά, ακόμα και αν αυτό είναι σε βάρος της ζωής του: αρχικά πρέπει να διασώσει την επαγγελματική του φήμη, έπειτα να σώσει τη «μοιραία γυναίκα», κατόπιν να μάθει αν εκείνη τον εξαπάτησε, μετά να ανακαλύψει τον πραγματικό ένοχο, κατόπιν να τον οδηγήσει στο Νόμο, τέλος να σώσει την κοινωνία από το κακό. Μαζί με τον ντεντέκτιβ και ο θεατής ανακαλύπτει σταδιακά την ευρύτερη εικόνα της υπόθεσης.
Το σενάριο της Chinatown έχει μελετηθεί από τον καθηγητή-συγγραφέα Syd Field στο θρυλικό του βιβλίο Το σενάριο που αναφέρεται στις βασικές αρχές της σεναριογραφίας και έχει αποτελέσει το κλασσικό εγχειρίδιο για τους απανταχού σεναριογράφους. Ο σεναριογράφος της ταινίας Ρόμπερτ Τάουνι βραβεύτηκε με το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου.
Η ταινία διαθέτει έξυπνους διαλόγους και αρκετή βία που είναι δικαιολογημένη, αφού διακυβεύονται αντικρουόμενα συμφέροντα. Cameo εμφάνιση κάνει ο Πολάνσκι ως αυτός που μαχαιρώνει τη μύτη του ντεντέκτιβ – προφανώς για να μην τη «χώνει παντού».
Πηγή : diastixo.gr