Κάθριν Απλγκέιτ: «Ο φίλος μου ο Κρένσο» κριτική της Ελένης Σαραντίτη
Η Αμερικανίδα συγγραφέας Κάθριν Απλγκέιτ (Μίσιγκαν, 1965) δεν είναι άγνωστη στη χώρα μας και στους φίλους του καλού βιβλίου. Το καλοκαίρι του 2014 μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Polaris το όντως εξαιρετικό εφηβικό μυθιστόρημά της Ο ένας και μοναδικός Ιβάν, το οποίο διαβάστηκε με απόλαυση και συγκίνηση και από ενηλίκους αναγνώστες. Το εν λόγω μυθιστόρημα είχε ήδη λάβει το 2013 το εγκυρότατο βραβείο Newbery Medal. Αξίζει να σημειωθεί ότι το βραβείο αυτό θεσπίστηκε το 1922 από την Αμερικανική Ένωση Βιβλιοθηκών (Τμήμα Βιβλιοθηκών για Παιδιά) και απονέμεται στον πιο διακεκριμένο συγγραφέα παιδικού βιβλίου της χρονιάς. Ας προστεθεί ότι το εγχάρακτο μετάλλιο ονομάστηκε «Newbery» για να τιμηθεί η μνήμη του John Newbery, ο οποίος ήταν Άγγλος εκδότης αποκλειστικώς παιδικών και νεανικών βιβλίων από τα μέσα του 18ου αιώνα.
Το καινούριο της έργο είναι το βιβλίο Ο φίλος μου ο Κρένσο (Crenshaw, ο τίτλος του πρωτοτύπου, Νέα Υόρκη 2015) και έχουν μέχρι σήμερα εκχωρηθεί τα δικαιώματα έκδοσής του σε 18 χώρες. Για το βιβλίο αυτό, στην αμερικανική επιθεώρηση βιβλίου η οποία απευθύνεται σε εκδότες, βιβλιοθηκονόμους, βιβλιοπώλες, λογοτεχνικούς πράκτορες μα και σε ανήσυχους αναγνώστες, στη γνωστότατη Publishers Weekly (ιδρύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1860), γράφτηκε: «Ένα τρυφερό και συγκινητικό μυθιστόρημα που περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ένα δημιουργικό παιδικό μυαλό μπορεί να απαλύνει τις πιο δύσκολες καταστάσεις, συνδυάζοντας τη φαντασία με την πραγματικότητα».
Από τα ελάχιστα σήμερα παιδικά βιβλία που καταπιάνονται με τη φτώχεια και τη στέρηση στις μεγαλουπόλεις των προηγμένων χωρών. Με έναν ήρωα απελπισμένο μικρό, αλλά αξιαγάπητο και σεβαστό άτομο. Δεν μιλά μόνο για θλίψη, μιλά και για ελπίδα και χαρά, ενώ σου αναδεύει γλυκά την καρδιά.
Προσωπικώς, διαβάζοντάς το, παρακολουθώντας τις καθημερινές εξομολογήσεις του εντεκάχρονου ήρωα, ειλικρινείς, ευφυείς, καλοσυνάτες αλλά κατάπικρες, όλο και περισσότερο βεβαιωνόμουν για την αλήθεια του στίχου του Ελύτη: «Από παιδιά και μόνον φτιάχνεις Ιεροσόλυμα» (Εκ του πλησίον, Ίκαρος).
«Εγώ είχα πάρει το όνομα της κιθάρας του μπαμπά μου. Είχε σχεδιαστεί από έναν κατασκευαστή που λεγόταν Τζάκσον. Η αδελφή μου (Ρόμπιν, μικρότερη) είχε πάρει το όνομά της από την εταιρεία που είχε φτιάξει την κιθάρα της μαμάς μου.
»Οι γονείς μου παλιά ήταν μουσικοί. Μουσικοί της πείνας, όπως λέει η μαμά μου. Αφότου γεννήθηκα σταμάτησαν να είναι μουσικοί κι έγιναν φυσιολογικοί άνθρωποι. Μια και είχαν ξεμείνει από όργανα έδωσαν στον σκύλο μας το όνομα μιας διάσημης τραγουδίστριας, που λέγεται Αρίθα Φράνκλιν...»
Λοιπόν, ο Τζάκσον· ο οποίος έχει φίλο τον Κρένσο. Ο οποίος Κρένσο είναι φίλος φανταστικός. Όχι όπως λέμε για κάποιον θαυμάσιος και απίθανος ή φανταστικός, όχι. Ο Κρένσο είναι δημιούργημα της φαντασίας του Τζάκσον και είναι ένας μεγαλόσωμος ασπρόμαυρος γάτος. Την πρώτη φορά που τον είδε το αγόρι, ο γάτος πλησίασε βραδάκι κοντά του κάνοντας σκέιτμπορντ. Ένας γάτος σκέιτερ! Με φοβερά μάτια στο χρώμα της χλόης. Φορούσε ένα μαύρο και πορτοκαλί κασκέτο των Σαν Φρανσίσκο Τζάιαντς. «Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν ασυνήθιστος τύπος... Πήδηξε από τη σανίδα του και κατευθύνθηκε προς το μέρος μου. Στεκόταν στα δυο πόδια σαν άνθρωπος. “Μιάου” έκανε. “Μιάου” απάντησα, επειδή μου φάνηκε ευγενικό». Ο Τζάκσον αποφάσισε να δώσει όνομα στον παράξενο, υψηλόσωμο γάτο. Τον ονόμασε Κρένσο και εκείνος έδειξε ευχαριστημένος.
Έτσι άρχισε η σχέση τους η οποία, με τον καιρό, έγινε φιλία στενή, εμπιστευτική. Συζητούσαν και προσπαθούσαν να βρουν λύσεις για όλα τα προβλήματα. Και αν δεν είχε προβλήματα ο Τζάκσον! Η οικογένεια φυτοζωούσε. Τις περισσότερες φορές τα παιδιά πεινούσαν και φαντάζονταν γλυκά και φαγητά, να χορταίνει τουλάχιστον ο νους. Ο πατέρας εργαζόταν στις οικοδομές αλλά αναγκάστηκε να διακόψει. Αρρώστησε. Σκλήρυνση κατά πλάκας. Δυσκολίες στις κινήσεις, το μπαστούνι, τα μικρο-μαστορέματα που προσπάθησε να κάνει δεν έφεραν αποτέλεσμα μια και δεν αισθανόταν καλά, η μητέρα είχε τρεις δουλειές μερικής απασχόλησης, η αμοιβή χαμηλή, κάποτε δίδασκε μουσική σε σχολείο μα η θέση της καταργήθηκε, με τα χίλια ζόρια έβγαινε μονάχα το ενοίκιο· το ηλεκτρικό ρεύμα τούς το έκοβαν από την εταιρεία κάθε δυο μέρες. Ο Τζάκσον κάποτε έκλεψε, με ντροπή, δυο βαζάκια φαγητού από το σουπερμάρκετ για να χορτάσει η αδελφούλα του που πεινούσε, το αντίτιμο των οποίων αργότερα κατέβαλε, πλην δεν μιλούσαν ανοικτά για όλες αυτές τις δυσκολίες που βίωναν. Στο παρελθόν, για ένα διάστημα είχαν ζήσει σε μίνι βαν, δύσκολες μέρες, ανασφάλεια, στριμωξίδι, πείνα και ταπείνωση. Πήγαιναν να πλυθούν ή να ζεσταθούν, αναλόγως, στη δημόσια βιβλιοθήκη. Η βιβλιοθηκάριος μοιραζόταν το σάντουιτς που έφερνε μαζί της με τα παιδιά. Και τα κρακεράκια της.
Όταν, με τα πολλά, μπόρεσαν και νοίκιασαν ένα παλιό διαμέρισμα, δεν το χάρηκαν πολύ. Σε δυο τρία χρόνια, ο ιδιοκτήτης τούς έκανε έξωση. Ώστε πάλι αναγκάζονται να ξεσπιτωθούν· να πάνε, πού; Κανείς δεν γνωρίζει, και ως συνήθως, οι γονείς σιωπούν. Μα μήπως κι αυτοί ξέρουν; Σκέψεις για προσωρινή εγκατάσταση σε σπίτια συγγενών ή φίλων απερρίφθησαν. «Φανταζόμουν πως οι γονείς μου είχαν ένα πλάνο για να διορθώσουν τα πάντα, γιατί οι γονείς πάντα έχουν πλάνο. Αλλά όταν τους ρώτησα ποιο ήταν αυτό, άρχισαν να λένε κάτι περίεργα ότι ίσως θα μπορούσαν να φυτέψουν στην πίσω αυλή ένα δέντρο που βγάζει λεφτά. Ή ότι ίσως θα μπορούσαν να ξαναφτιάξουν τη ροκ μπάντα τους και να κερδίσουν το Μουσικό Βραβείο Γκράμι... Ήξερα πώς πήγαινε το πράγμα. Το είχα περάσει ξανά στο παρελθόν».
«Τι έγιναν τα παιδιά του Κάρολου Ντίκενς;»
Χάθηκαν προσωρινά, γίνανε σκιές
με παρακολουθούν για δευτερόλεπτα
μέσα από την ομίχλη,
πιάνουν την άκρη του παλτού μου.
Χειμώνας είναι γι’ αυτά, βαρύς, με χιόνια...
Προσπαθεί να τα σβήσει από τις σελίδες των
βιβλίων. Αυτά όμως επιμένουν να τριγυρνάνε
στη μνήμη μας, να μας τυραννούν, να μας συντροφεύουν...»
Γιάννης Κοντός
«“Μπαμπά;” είπα. “Πεινάω λίγο”.
“Κι εγώ, φιλαράκο”, είπε. “Κι εγώ”.
“Βούτηξα μερικά μπέιγκελ που ο σεφ ετοιμαζόταν να τα πετάξει. Αν και είναι κάπως μπαγιάτικα”. Έβγαλε μια άσπρη χαρτοσακούλα η μαμά».
Μετά από αυτό ο πατέρας πήρε την κιθάρα του, έγραψε σε ένα χαρτόνι «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ» και στάθηκε σε μια πολυσύχναστη γωνιά περιμένοντας την ελεημοσύνη των περαστικών. Το βράδυ το πρόσωπό του ήταν μούσκεμα. Κι έκρυβε με τα χέρια τα μάτια. «Η βροχή» τους εξήγησε.
Το επόμενο βράδυ εμφανίστηκε ο υπερμεγέθης γάτος. Ο Κρένσο. Ο μυστικός φίλος του Τζάκσον. Είχε μέρες να παρουσιαστεί. «Γαριδάκια και νερό για βραδινό» είχε ανακοινώσει η μητέρα αναστενάζοντας. «Μιάου» καλησπέρισε ο γάτος. «Μιάου» τον καλωσόρισε ο Τζάκσον.
Όπως εξηγεί η ψυχολόγος κυρία Δήμητρα Σφήκα, «Οι φανταστικοί φίλοι των παιδιών τα βοηθούν να διαχειρίζονται τα άγχη τους. Οι φανταστικοί φίλοι είτε φοβούνται μαζί τους, είτε είναι δυνατοί και γενναίοι και τους δίνουν κουράγιο. Ιδιαίτερα τα δειλά και ευαίσθητα παιδιά χρησιμοποιούν τους φανταστικούς φίλους σαν ασπίδα προστασίας».
Η κυρία Σφήκα εξηγεί πως δεν υπάρχει πρόβλημα με αυτό, αντιθέτως, έχει διαπιστωθεί ότι τα παιδιά με τους φανταστικούς φίλους δυνατόν να γίνουν πιο κοινωνικά και λιγότερο ντροπαλά από άλλα παιδιά, και επιπλέον, γίνονται δημιουργικά και αποκτούν περισσότερους πραγματικούς φίλους. Τα παιδιά που έχουν ή είχαν φανταστικούς φίλους (ανθρώπους ή ζώα) παίζουν πιο ειρηνικά με τα άλλα παιδιά και συνεργάζονται μια χαρά με τους γονείς τους και με άλλους ενήλικες.
Πράγματι, ο Τζάκσον είναι ένα αξιοθαύμαστο παιδί και αξιαγάπητο. Έχει καθαρότητα ματιάς, και παρά τα δεινά της οικογένειας, διαθέτει ένα πηγαίο χιούμορ. Οι περιγραφές του γύρω από την αδελφούλα του είναι πολύ χαριτωμένες· και συγκινητικές, γεμάτες αγάπη και στοργή. Μα κι ο ίδιος είναι γεμάτος αγάπη. Δεν σαρκάζει· λυπάται μα ελπίζει. Δεν επιρρίπτει ευθύνες στους (μάλλον ανεύθυνους ή, έστω, απελπισμένους και ανίσχυρους) γονείς του, για την ανέχεια στην οποία είναι όλοι τους βυθισμένοι, τους προτρέπει μάλλον να είναι ειλικρινείς και να τον εμπιστεύονται. Προσδοκά ότι μετά όλες αυτές τις ταλαιπωρίες θα μπορέσει να κατευθύνει τα όνειρά του προς τα εκεί όπου αγαπά: στην επιστήμη της ζωολογίας.
Όταν έρχεται η μέρα που αναγκάζονται να βγάλουν σε παζάρι –έξω από το σπίτι– όλο σχεδόν το νοικοκυριό τους, και τις κιθάρες ακόμη, των παιδιών τα κρεβάτια και πολλά αγαπημένα και απαραίτητα αντικείμενα, ο Κρένσο φρουρός ακοίμητος.
Εκείνες τις ώρες ο Τζάκσον, έχοντας πλάι του τον πολύτιμο φανταστικό φίλο, έγραψε στους γονείς του: «Αγαπημένοι μου μαμά και μπαμπά, Κουράστηκα να μην ξέρω τι θα συμβεί. Είμαι αρκετά μεγάλος ώστε να καταλαβαίνω πράγματα. Δεν μου αρέσει να ζω έτσι...»
«Δεδομένο» απάντησε απαλά ο μπαμπάς του που έτρεξε αμέσως να τον αγκαλιάσει. «Οι γονείς κάνουν λάθη». «Πολλά» πρόσθεσε η μαμά του. «Δεδομένο» συνέχισε ο μπαμπάς. «Οι γονείς προσπαθούν να μην βαραίνουν τα παιδιά τους με τα προβλήματα των μεγάλων. Αλλά μερικές φορές είναι δύσκολο». «Ναι, αλλά είναι δύσκολο να είσαι παιδί» είπε ο Τζάκσον, ξαφνιασμένος από τον θυμό στη φωνή του. «Είναι δύσκολο να μην ξέρεις τι συμβαίνει».
«Το ξέρω» συμφώνησε ο μπαμπάς του...
Προσωπικώς, διαβάζοντάς το, παρακολουθώντας τις καθημερινές εξομολογήσεις του εντεκάχρονου ήρωα, ειλικρινείς, ευφυείς, καλοσυνάτες αλλά κατάπικρες, όλο και περισσότερο βεβαιωνόμουν για την αλήθεια του στίχου του Ελύτη: «Από παιδιά και μόνον φτιάχνεις Ιεροσόλυμα»
«Υπάρχουν προϋποθέσεις για μια
καινούργια άνοιξη...»
Μιχάλης Κατσαρός
Ναι. Όντως. Κάτι στο βάθος αμυδρά ροδοχαράζει.
«Το άρθρο που διάβασα για τους φανταστικούς φίλους έλεγε ότι συχνά εμφανίζονται σε περιόδους στρες... Όμως ο Κρένσο μου είπε κάτι άλλο. Μου είπε ότι οι φανταστικοί φίλοι δεν φεύγουν ποτέ. Είπε ότι είναι σε αναμονή και διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή. Απλώς περιμένουν σε περίπτωση που τους χρειάζονται...» εξομολογείται ο εξαίσιος Τζάκσον.
Ανθρώπινο, όπως βλέπετε, συγκινητικό, αφοπλιστικό.
Από τα ελάχιστα σήμερα παιδικά βιβλία που καταπιάνονται με τη φτώχεια και τη στέρηση στις μεγαλουπόλεις των προηγμένων χωρών. Με έναν ήρωα απελπισμένο μικρό, αλλά αξιαγάπητο και σεβαστό άτομο. Δεν μιλά μόνο για θλίψη, μιλά και για ελπίδα και χαρά, ενώ σου αναδεύει γλυκά την καρδιά.
Και ας μη λησμονήσουμε την εξαιρετική μετάφραση της Σέβυ Σπυριδογιαννάκη.
Ο φίλος μου ο Κρένσο
Κάθριν Απλγκέιτ
Μετάφραση: Σέβυ Σπυριδογιαννάκη
Ψυχογιός
216 σελ.
ISBN 978-618-01-1578-9
Τιμή: €11,10
πηγή : diastixo.gr