Κατάχαμα του Βασίλη Καφίρη
Σίγουρα θα ακουστεί παράξενο, αλλά πίστεψέ με όταν σου λέω ότι το πρόβλημα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, όπως η Αθήνα, είναι βιολογικής φύσης. Ναι, όπως άκουσες. Βιολογικής. Πάρε για παράδειγμα το κλεινόν άστυ. Μέσα σε μισό μόλις αιώνα, η πόλη αναπτύχθηκε γύρω από την Ακρόπολη ασυλλόγιστα, καταπίνοντας με λαιμαργία το λεκανοπέδιο. Ρήμαξε ποτάμια και παραποτάμους, ρέματα και περάσματα, λόφους και δασύλλια. Κάλυψε χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα γης με τσιμέντο και άσφαλτο, πριν να αναχαιτιστεί από τους πρόποδες και τις ακτές. Αν μπορούσε, θα πήγαινε και παραπέρα. Που ξέρεις, σε κάποιο μακρινό μέλλον ίσως οι θάλασσες και τα βουνά να υποταχθούν στη θέληση της πόλης. Ίσως αυτή να είναι και η μοναδική προοπτική, δηλαδή η ολοκληρωτική υποταγή της φύσης στον άνθρωπο. Φαντάσου το νεογέννητο που κατασπαράζει τη μάνα του για να αναπτυχθεί ή τον καρκίνο που κατατρώγει το κορμί για να εξαπλωθεί. Τόσο φρικτά παρεμβάλλεται η πόλη μέσα στην φύση. Θα με ρωτήσεις, «αν είναι έτσι, γιατί ο άνθρωπος δεν αντιδρά στο κακό που χτίζεται ολόγυρά του;» Θαρρώ πως να είναι πια αργά για κάτι τέτοιο. Συλλογίσου τούτο· όπως ο πρωτομάστορας του ανθρώπινου σώματος είναι το DNA, ας υποθέσουμε ότι τον αντίστοιχο ρόλο στις ανθρώπινες κοινωνίες κατέχει η συλλογική συνείδηση. Και όπως ο καρκίνος προσβάλλει το DNA των κυττάρων δημιουργώντας μεταλλάξεις που σταδιακά σκοτώνουν τον οργανισμό, έτσι και ο ατομικισμός προσβάλλει τη συλλογική συνείδηση των ατόμων, δηλαδή τα κύτταρα της κοινωνίας, και τα εξωθεί να ανταγωνίζονται σε ένα καταναλωτικό παραλήρημα, μέχρι εξάντλησης των αποθεμάτων. Αν με ρωτάς, το DNA της κοινωνίας δεν είναι μόνο μολυσμένο, αλλά και αγιάτρευτο συνάμα. Και ενόσω τα φυσικά αποθέματα εξαντλούνται με ταχείς ρυθμούς για να ικανοποιήσουν τη μανία μας, επινοήσαμε τον ψηφιακό κόσμο για να παρατείνουμε την κατανάλωση στο άπειρο. Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι η μετάλλαξη του homo sapiens σε homo consumens1 έχει ήδη ολοκληρωθεί. Ο άνθρωπος, αποκομμένος από τη συλλογική συνείδηση, δηλαδή από το DNA που θα όριζε κάποιον σκοπό στη ζωή του, καταναλώνοντας ακατάπαυστα, αντισταθμίζει την εσωτερική του κενότητα, την παθητικότητα, τη μοναξιά και το άγχος.
Θα σου εξιστορήσω αυτό που μου συνέβη νωρίτερα το πρωί, καθώς πήγαινα στο γραφείο για δουλειά. Το επάγγελμά μου δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, αλλά αν πρέπει να γνωρίζεις, είμαι αρχιτέκτονας. Ακολούθησα όπως πάντα χωρίς παρέκκλιση την καθημερινή διαδρομή από το μετρό του Συντάγματος, τη Σταδίου, την Κολοκοτρώνη μέχρι την Νικίου. Σκλάβος της ρουτίνας γαρ. Τώρα που το σκέφτομαι, επί σαράντα ολόκληρα χρόνια βαδίζω σαν το κουρδιστό ρομποτάκι, από το μετρό μέχρι το γραφείο και πίσω. Μιλάμε για χιλιάδες πηγαινέλα στον βρόντο, χωρίς ούτε μια αξιομνημόνευτη στιγμή. Όλα στο ίδιο τοξικό σκηνικό, η μπόχα από το καυσαέριο και το μονότονο βουητό των αυτοκινήτων, το αδιαπέραστο τείχος από τσιμέντο που σχηματίζουν τα κτίρια αναμεταξύ τους, η ανώνυμη ανθρωποθάλασσα. Θα με ρωτήσεις, «γιατί δεν δουλεύεις από το σπίτι βρε αδερφέ, όπως κάνουν τόσοι άλλοι ένεκα της πανδημίας;» Σου απάντησα ήδη, είμαι σκλάβος της ρουτίνας. Αλήθεια, έχεις προσέξει πόσες καφετέριες και πόσα εστιατόρια έχουν ξεφυτρώσει στην περιοχή; Όχι; Να βγαίνεις πιο τακτικά. Όλη η Αθήνα, νύχτα και μέρα ένα ατελείωτο φαγοπότι. Τέλος πάντων. Περπατώντας βιαστικά και με σκυφτό το κεφάλι, όπως κάνουν όλοι δηλαδή, ειδικά όσοι συνηθίζουν να βαδίζουν με το βλέμμα καρφωμένο στο κινητό τους, έφτασα στη διασταύρωση της Σταδίου με την Κολοκοτρώνη. Τα πάντα ήταν ρυθμισμένα από τα φανάρια· τα αυτοκίνητα, οι διαβάτες πάνω κάτω τη Σταδίου, μέσα έξω την Κολοκοτρώνη, όλα σε αγαστή ροή και ευταξία.
Διασχίζοντας μηχανικά το φανάρι, εκεί που λες στη γωνία, στην πλατεία της παλιάς Βουλής, με την άκρη των ματιών μου διέκρινα κάτι παράταιρο. Ήταν ένας κατάχαμα στο πεζοδρόμιο, μπροστά από το άγαλμα του Χαρίλαου Τρικούπη, ακριβώς κάτω από τον άγγελο. Οι σόλες των παπουτσιών του κυρτωμένες λοξά με τις μύτες προς τα κάτω. Ο άγνωστος άνδρας ήταν πεσμένος μπρούμητα. Άνδρας το δίχως άλλο, αφού οι σόλες μάλλον ταίριαζαν σε ανδρικά υποδήματα. Πλατιές, ξεθωριασμένες από τη σκόνη και με χαμηλό, φαγωμένο τακούνι. Κοντοστάθηκα. Στην αρχή νόμισα ότι θα επρόκειτο για ζητιάνο. Θα τους έχεις δει όταν παίρνουν τις πιο δραματικές στάσεις, σαν τους ψημένους κατοίκους της Πομπηίας, για να προκαλέσουν τάχατε την ελεημοσύνη των περαστικών. Φορούσε σκούρο βαμβακερό κουστούμι σε μπλε ή γκρι απόχρωση, δεν κατάφερα να ξεχωρίσω, ομολογώ ότι τα χρώματα δεν είναι το φόρτε μου, ούτε τα μάτια με βοηθάνε πια. Κοντοκουρεμένα, περιποιημένα μαύρα μαλλιά χωρίς ίχνος γκριζαρίσματος, έφερναν σε νεαρό μέχρι τριάντα χρονών. Δεξιά από το σώμα του εξείχε το φαρδύ κομμάτι της γραβάτας, στο χρώμα της τερακότας. Ήταν ακίνητος, με το κεφάλι γερμένο λοξά προς το μνημείο. Τα δυο του χέρια ήταν βαλμένα σε στάση ύπνου, το αριστερό χέρι λυγισμένο στο ύψος του κεφαλιού και το δεξί κολλημένο στο σώμα. Όσοι διαβάτες συμπωματικά περνούσαν από εκεί, έριχναν μια φευγαλέα ματιά και αμέσως προσπερνούσαν χωρίς να σταθούν ούτε στιγμή, χωρίς να ελαττώσουν το βήμα. Αυτό δεν το χωρούσε ο νους μου. Κανένας δεν σταματούσε στη θέα ενός πεσμένου ανθρώπου. Κανένας δεν έδειχνε διατεθειμένος να ξοδέψει κάτι παραπάνω από ένα αδιάφορο βλέμμα.
Δεν μπορεί, σκέφτηκα. Δεν εξηγείται τόση περιφρόνηση. Ίσως κάτι άλλο να συνέβαινε, που δεν είχα αντιληφθεί. Πλησίασα διακριτικά, κοιτάζοντας ψηλά και παριστάνοντας πως χάζευα τον Τρικούπη. Αν με έβλεπες από καμιά γωνιά, θα με περνούσες για κανέναν από εκείνους τους χαζοτουρίστες, που τριγυρνάνε θαυμάζοντας τα μνημεία μας χωρίς να καταλαβαίνουν τη βαθύτερη αξία όσων κοιτάζουν. Τους αρκεί να γεμίζει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Σαν έφτασα που λες ακριβώς από πάνω από τον πεσμένο μπρούμητα άνδρα, τότε μόνο κατάλαβα γιατί δεν του έδινε κανένας σημασία. Τον μέτρησαν, τον ζύγισαν και τον βρήκαν ελλιπή2. Είχε ένα χαρτί στην πλάτη που έγραφε... Άστο, οργίζομαι και μόνο που το σκέφτομαι. Ένα πράγμα μονάχα θα σου πω. Αυτή η πόλη έχει φτάσει στο ζενίθ της αναισθησίας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν καταλάβαινα αν ήταν ζωντανός ή πεθαμένος, ούτε γνώριζα την ταυτότητά του και κάτω από ποιες συνθήκες είχε βρεθεί σ΄ αυτή την κατάσταση. Για να μάθω, έπρεπε να τον αγγίξω, να τον ακροαστώ, να ψαχουλέψω στις τσέπες του για κάποια στοιχεία. Έπρεπε να ρισκάρω. Δίσταζα, ήμουν τρομοκρατημένος. Είναι και ο κορωνοϊός σε έξαρση, βλέπεις. Όμως δεν είχα άλλη επιλογή. Ο άνθρωπος χρειαζόταν βοήθεια. Γονάτισα και με τρέμουλο στο χέρι, αναζήτησα τον σφυγμό των καρωτίδων του με ενωμένους τον δείκτη και τον μεσαίο, όπως έχω δει να κάνουν στις ταινίες. Όταν ένιωσα τον σφυγμό του, αναθάρρησα.
Με σβέλτες κινήσεις, τον γύρισα ανάσκελα και έλεγξα την αναπνοή του. Η θερμοκρασία του, κανονική κι αυτή. Όλα καλά. Μα ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς του είχε συμβεί. Εκτός από ένα άσχημο γδάρσιμο στο κούτελο και λίγο αίμα στα ρουθούνια, που υπέθεσα ότι προκλήθηκαν από την πτώση, έδειχνε να είναι υγιέστατος. Στο μεταξύ, πρόσεξα ότι οι λιγοστοί περαστικοί επιτάχυναν το βήμα τους σαν μας πλησίαζαν, ενώ μια χούφτα άνθρωποι που περίμεναν στη στάση, παρακολουθούσαν από μακριά· διέκρινα ξεκάθαρα την αποδοκιμασία στα πρόσωπά τους. «Τι κάνετε κύριε, κι αν έχει κολλήσει;» παρατήρησε κάποιος μαλώνοντάς με. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, σκέφτηκα. «Λίγο νερό ρε παιδιά!» παρακάλεσα και κάποιος από αυτούς πέταξε προς το μέρος μας ένα πλαστικό μπουκαλάκι με λιγοστό νερό. Μπουσούλησα μέχρι το σημείο που έπεσε για να το πιάσω. Να! Εκεί πρέπει να έσκισα το πανταλόνι μου. Παραλίγο να με παρασύρει και ένας περαστικός, που με απέφυγε στο τσακ, βλαστημώντας. «Άθλια πρεζόνια, ζήτουλες του κερατά», μουρμούρησε. Δεν έδωσα καμία σημασία. Γύρισα προς τον νεαρό, τον ανασήκωσα, του έδωσα να πιεί μια γουλιά και με το υπόλοιπο ράντισα το πρόσωπό του. Εκείνη την ώρα που, προς συγκίνησή μου, άνοιγε τα βλέφαρά του, εμφανίστηκαν από το πουθενά δυο τραυματιοφορείς σπρώχνοντας βιαστικά ένα φορείο. Μου κόπηκε η χωλή, έτσι όπως τους είδα να έρχονται καταπάνω μου, με τις λευκές φόρμες προστασίας, τα γάντια και τις μάσκες με τα φίλτρα. Με έσπρωξαν στην άκρη, άρπαξαν χειροπόδαρα το παλικάρι που ακόμα προσπαθούσε να συνέλθει και τον ξάπλωσαν πάνω στο φορείο. Κάτι πήγε να ψελλίσει ο δύσμοιρος, αλλά μόλις άνοιξε το στόμα, τού το έκλεισαν αμέσως με μια μάσκα οξυγόνου. «Κύριε, φορέστε τη» γύρισε και μου είπε ο ένας από τους δυο, προτάσσοντας μια σιέλ μάσκα με λαστιχάκια για τα αυτιά. «Μπα, δεν χρειάζεται. Ευχαριστώ...», του είπα, αλλά εκείνος επέμεινε. «Θα την φορέσετε και θα έρθετε μαζί μας» μου είπε κοφτά, τραβώντας με από το μπράτσο μέχρι το ασθενοφόρο. Ο κόσμος τριγύρω στιγμή δεν σταμάτησε τα δηκτικά σχόλια. Τι ανεύθυνο με ανέβαζαν, τι ηλίθιο με κατέβαζαν, όλοι στο ίδιο μοτίβο. Είχαν κρεμάσει τα μούτρα μου από την ντροπή. Ευτυχώς, πριν το καταλάβω, ο τραυματιοφορέας με έμπασε μέσα και το ασθενοφόρο έφυγε ουρλιάζοντας για το νοσοκομείο.
Τώρα κατάλαβες πώς βρέθηκα εδώ; Αλλά δεν μου είπες, γιατρέ μου, το παιδί, τι απέγινε; Αλίμονο! Μέσα στην πάρλα μου, λησμόνησα να σε ρωτήσω.
Βασίλης Καφίρης