Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ
Στα λόγια του Ουίλιαμ Σαίξπηρ: «Ο σκοπός της τέχνης είναι να δώσει στη ζωή σχήμα», η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη έχει δώσει με την παρουσία της το πιο ενδεδειγμένο σχήμα στην Τέχνη της υποκριτικής, δημιουργώντας αφενός μια κραταιή θεατρική παρουσία και προσδίδοντας, αφετέρου, μέσα από δραματικούς κυρίως ρόλους, ανάλογη ποιότητα στο τηλεοπτικό τοπίο από τη δεκαετία του ’90 και μετά. Άλλωστε, «το κύπελλο της ζωής θα ήταν πολύ γλυκανάλατο, αν δεν έπεφταν μέσα μερικά πικρά δάκρυα», όπως έλεγε κι ο Πυθαγόρας, κι είναι αυτή η δραματουργική έκφραση της Καραμπέτη που, ερμηνεύοντας ρόλους είτε του κλασικού θεάτρου είτε της σύγχρονης δραματουργίας, να αφήνει τον θεατή ενεό από τη θαλερή υποκριτική της δύναμη. Τη φετινή σεζόν με το έργο LULU, σε διασκευή και σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, υπογράφει μια ακόμη μεγάλη στιγμή στην καριέρα της. Ένας ρόλος με πολλές απαιτήσεις όπου καλείται, όπως μας εκμυστηρεύεται η ίδια, «να τιθασεύσει τα θηλυκά της στοιχεία και να υιοθετήσει έντονα αρρενωπά χαρακτηριστικά».
Lulu, σε σκηνοθεσία και δραματουργία του Γιάννη Χουβαρδά. Με ποια λόγια θα οριοθετούσατε τον ρόλο σας;
Η Κόμισσα Γκέσβιτς είναι μια γυναίκα που ερωτεύεται παράφορα τη Λούλου και θυσιάζει τα πάντα γι’ αυτήν, χωρίς να έχει καμία απολύτως ανταπόδοση. Αντιθέτως, εισπράττει μόνο περιφρόνηση και γίνεται θύμα εκμετάλλευσης. Είναι ίσως το πιο τραγικό πρόσωπο του έργου, ένα πλάσμα εγκλωβισμένο σε λάθος σώμα, που λόγω της ιδιαιτερότητάς του υφίσταται τον χλευασμό και την κοινωνική απομόνωση. Η δύναμη της αγάπης της και η αυτοθυσία της είναι από τα πιο σπαρακτικά σημεία του έργου. Ο Βέντεκιντ μέσα από την ιστορία της Γκέσβιτς καταθέτει ένα οξύ σχόλιο πάνω στα θέματα της ομοφοβίας και της ρευστότητας του φύλου.
Ποιο θεωρείτε ότι είναι το… ριψοκίνδυνο που αναλάβατε στη φετινή παράσταση;
Είναι δύσκολο για μια γυναίκα ηθοποιό να τιθασεύσει τα θηλυκά της στοιχεία και να υιοθετήσει τα έντονα αρρενωπά χαρακτηριστικά που απαιτεί ένας τέτοιος ρόλος στην εμφάνιση, την κίνηση, τη φωνή της. Ένα ακόμα ζητούμενο είναι, ενώ δουλεύω πάνω σ’ αυτά τα απαιτητικά θέματα της τεχνικής, να έχω παράλληλα στον νου μου το να αποφεύγω την παγίδα του σχήματος και η ερμηνεία μου να είναι απόλυτα αληθινή σε κάθε στιγμή. Ακόμα και στις στιγμές της πιο παράφορης έντασης να προσέχω να μην εισβάλλει ο γυναικείος συναισθηματισμός, αλλά όλα να βρίσκονται ταυτόχρονα σε μια δύσκολη ισορροπία αλήθειας, αμεσότητας και αυτοελέγχου.
Με ποια από τις θεατρικές ηρωίδες που υποδυθήκατε η ταύτιση ήταν διαχρονική, επηρεάζοντάς σας, τρόπον τινά, ως έναν βαθμό;
Δεν ξεχωρίζω κανέναν ρόλο με τέτοιο κριτήριο. Όλοι οι ρόλοι που υποδύθηκα διαμόρφωσαν ο ένας μετά τον άλλον την αντίληψή μου για τον ανθρώπινο ψυχισμό και τις διάφορες εκδοχές του και δεν υπάρχει κανένας ρόλος με τον οποίο να ταυτίζεται κανείς απόλυτα. Η ταύτιση –αν πρέπει να συμβεί, γιατί σύμφωνα με τις νέες μορφές του θεάτρου κι αυτό είναι υπό αίρεση– οφείλει να συμβαίνει μόνο πάνω στη σκηνή και ανεξάρτητα από το αν έχεις κοινά στοιχεία με τον ρόλο σου, αν διαφωνείς ή όχι με τις πράξεις του, ή κι αν ακόμα τον θεωρείς απόλυτα αρνητικό χαρακτήρα. Αυτή όμως η ταύτιση αφορά αποκλειστικά στον συγκεκριμένο χρόνο της σκηνικής πραγμάτωσης και δεν πρέπει να επηρεάζει άμεσα τη ζωή μας. Αν το επιτρέπαμε να συμβεί, θα διατρέχαμε τους κινδύνους της παθογένειας και της ψυχικής αστάθειας. Βέβαια, επειδή τα κείμενα πάνω στα οποία είχα την τύχη να δουλέψω είναι από τα μεγαλύτερα που έχουν γραφτεί ποτέ, υπάρχει πάντα το μακροπρόθεσμο και διαχρονικό κέρδος της κατανόησης της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης συμπεριφοράς και άρα της προσωπικής αυτοβελτίωσης.
Ο Βέντεκιντ μέσα από την ιστορία της Γκέσβιτς καταθέτει ένα οξύ σχόλιο πάνω στα θέματα της ομοφοβίας και της ρευστότητας του φύλου.
Γιώργος Μιχαηλίδης – Κώστας Κουτσομύτης. Αυτές οι δύο προσωπικότητες των πρώτων χρόνων πόσο εξέλιξαν την πορεία σας;
Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που γνώρισα στην αρχή της πορείας μου αυτούς τους δύο σπουδαίους ανθρώπους. Ο Γιώργος Μιχαηλίδης ήταν μια μεγάλη πνευματική μορφή, που με επηρέασε έντονα με πολλούς τρόπους. Είχα την τιμή να με κάνει μέλος του δεύτερου Ανοιχτού Θεάτρου και να μου εμπιστευτεί κάποιους από τους σημαντικότερους ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου. Με δίδαξε πώς να μελετώ το έργο, την εποχή, τις σχέσεις των προσώπων και πώς να προσεγγίζω τον κάθε χαρακτήρα. Βίωσα δίπλα του καθημερινά επί οκτώ χρόνια το πάθος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, την απόλυτη αφοσίωσή του στην τέχνη ακόμα και με κάθε οικονομικό κόστος, την απαράμιλλη αισθητική του, την ουμανιστική κοσμοθεωρία του. Λίγα χρόνια αργότερα, η συνάντησή μου με τον Κώστα Κουτσομύτη μού έδωσε την ευκαιρία να διερευνήσω έναν άλλο τομέα της δουλειάς μας, την υποκριτική μπροστά στην κάμερα, πάντα με όρους ασυμβίβαστα καλλιτεχνικούς, ακόμα και μέσα στον τηλεοπτικό χώρο που συνήθως λειτουργεί με κριτήρια εμπορικότητας. Σ’ αυτόν οφείλω τους υπέροχους γυναικείους χαρακτήρες που παραμένουν ακόμα και σήμερα ως σημεία αναφοράς. Η ατμόσφαιρα που δημιουργούσε στα γυρίσματα, ο τρόπος που αναβίωνε την εποχή και που έχτιζε τα πρόσωπα ήταν μοναδικός.
Σαν καλλιτέχνιδα, ποια θεωρείτε πως είναι η ευθύνη σας απέναντι στον θεατή;
Παρόλο που θα το θέλαμε πολύ, ξέρουμε πια ότι δεν μπορούμε μέσω της τέχνης να αλλάξουμε τον κόσμο. Οφείλουμε όμως να δημιουργούμε καλλιτεχνικά γεγονότα που να εξελίσσουν τον θεατή ως άνθρωπο, να του δίνουμε αφορμή και υλικό για να σκεφτεί πάνω στα μεγάλα κοινωνικά ή οντολογικά θέματα, να του προσφέρουμε αισθητική συγκίνηση και να τον βοηθάμε να καλλιεργηθεί πνευματικά. Γιατί όσο περισσότεροι σκεπτόμενοι άνθρωποι υπάρχουν, τόσο καλύτερα γίνονται και τα κοινωνικά σύνολα.
Ο χρόνος… αθώος κι ένοχος. Σε ποια σημεία θα εντοπίζατε την ενοχή του;
Στο ότι μας κλέβει την ίδια μας τη ζωή. Απομυζά τη δύναμή μας, τη φυσική μας ενέργεια, τον ερωτισμό, την υγεία μας. Μας αποχωρίζει για πάντα από τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Μας οδηγεί στον ίδιο μας τον θάνατο.
Τις τελευταίες εβδομάδες, σύμπασα η κοινή γνώμη αισθάνεται έναν «μεγάλο θυμό» απέναντι στο σφυροκόπημα στη Συρία. Αυτή η νέα τάξη πραγμάτων, που αρχίζει να διαμορφώνεται την τελευταία 10ετία, πόσο σας επηρεάζει;
Δεν γίνεται να βλέπεις στα μέσα αυτές τις εικόνες της φρίκης και της ντροπής και να μη νιώθεις θυμό. Δεν μπορείς να βλέπεις αμάχους και αθώα παιδιά να υποφέρουν από έναν πόλεμο που δεν τον επέλεξαν και δεν τον προκάλεσαν, και που θυσιάζονται στον βωμό των συμφερόντων και του ανταγωνισμού των εξοπλισμών. Δεν μπορείς να μένεις ανεπηρέαστος βλέποντας εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες να θαλασσοπνίγονται για να βρουν τη σωτηρία ή να ζουν στις απάνθρωπες συνθήκες των καταυλισμών, ανάμεσα σε ένα ζοφερό παρόν και ένα αβέβαιο μέλλον, δημιουργώντας παράλληλα ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα στη χώρα μας. Δεν γίνεται να μην ανησυχείς για τον συνεχώς αυξανόμενο κίνδυνο να υπάρξει κλιμάκωση της έντασης σε διεθνές επίπεδο, με ολέθρια αποτελέσματα για όλο τον κόσμο. Είναι και ο πάντα προκλητικός γείτονάς μας, ο Ερντογάν, που αποτελεί μόνιμη απειλή με τους απρόβλεπτους χειρισμούς του. Είναι πια καιρός ο πολιτισμένος κόσμος να προτείνει μια διπλωματική λύση, ώστε να σταματήσει η συριακή τραγωδία και να μη μεταβληθεί στο σπίρτο που θα πυροδοτήσει την παγκόσμια σύρραξη.
Έχετε καταφέρει με τη δουλειά και την υπέρβασή σας πάνω στο αρχαίο δράμα να γίνετε εδώ και χρόνια ένα αναπόσπαστο μέρος μιας χορείας ηθοποιών που άφησαν μια σημαντική παρακαταθήκη. Πώς αισθάνεστε γι’ αυτό;
Αν όντως συμβαίνει αυτό, μόνο τιμή. Για μένα πάντως η κινητήρια δύναμη ήταν το να γίνομαι κάθε φορά το μέσον για να ακουστεί ο λόγος του ποιητή, το σώμα που θα δώσει ζωή στις έννοιες. Και παράλληλα να ζω το προνόμιο να υπάρχω η ίδια μέσα στον συγκλονιστικό κόσμο που έχουν δημιουργήσει οι ποιητές.
Γιατί όσο περισσότεροι σκεπτόμενοι άνθρωποι υπάρχουν, τόσο καλύτερα γίνονται και τα κοινωνικά σύνολα.
Με ποιο κριτήριο αποφασίζετε το επόμενό σας θεατρικό βήμα;
Έργο και συνεργάτες σε ισοδύναμο συνδυασμό. Αν έχεις μόνο το έργο, όσο σπουδαίο κι αν είναι, δεν θα κάνεις τίποτα. Το θέατρο είναι τέχνη συλλογική και εξαρτάσαι από όλους τους άλλους. Γι’ αυτό και έχω την ανάγκη να συνεργάζομαι με ανθρώπους που εκτιμώ και θαυμάζω και που τους έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.
Ποια είναι τελικά η Lulu; Τι θα αποσπάσετε από αυτήν μετά το πέρας των παραστάσεων;
Η Lulu είναι ένα έργο που πραγματεύεται τη σύγκρουση της ερωτικής φύσης του ανθρώπου με τις συντηρητικές δομές της αστικής κοινωνίας· δομές που βασίζονται σε οικονομικά οφέλη και θρησκευτικές προκαταλήψεις και που αγνοούν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης με τα ορμέμφυτα, τις επιθυμίες, τα ένστικτα και τη αναρχική σεξουαλικότητά της. Ένα έργο τολμηρό, ρηξικέλευθο για την εποχή του, πάντα επίκαιρο όσο οι κοινωνίες δεν αποβάλλουν τα ασφυκτικά χαρακτηριστικά τους. Θα κρατήσω για χρόνια την άγρια ομορφιά της γραφής του, καθώς και τη διεισδυτική σαρκαστική ματιά του Γιάννη Χουβαρδά, όπως εδώ και τριάντα χρόνια διατηρώ στη μνήμη μου αξέχαστη την παράσταση του Γιώργου Μιχαηλίδη.
Στο Ημέρωμα της στρίγγλας ο Σαίξπηρ κάπου λέει «…for ever and a day» (για πάντα και μια μέρα). Σε τι ακριβώς συνίσταται το δικό σας «για πάντα»;
Με το πέρασμα του χρόνου αντιλαμβάνεσαι ότι δεν υφίσταται η έννοια του «για πάντα». Είναι κι αυτή τόσο εφήμερη, όσο και τα στενά όρια της ίδιας της ύπαρξής μας. Επίσης, γνωρίζεις πως όλα αλλάζουν και τίποτα δεν μπορεί να παραμείνει το ίδιο. Παρ’ όλ’ αυτά, το «για πάντα» που θα επέλεγα ως σταθερά είναι η πίστη σε έναν καλύτερο κόσμο και η ασταμάτητη προσπάθεια αυτή η ουτοπία να γίνει κάποτε πραγματικότητα.
πηγή : diastixo.gr