John Connolly: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη
Ο Ιρλανδός συγγραφέας Τζον Κόνολι γεννήθηκε το 1968 στο Δουβλίνο. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Δημοσιογραφία και πέρασε από διάφορα επαγγέλματα, ώσπου να ασχοληθεί αποκλειστικά με το γράψιμο. Η ιδιότυπη σειρά βιβλίων του με ήρωα τον χαροκαμένο ιδιωτικό ερευνητή Τσάρλι Πάρκερ, την οποία εγκαινίασε το μυθιστόρημα Κάθε νεκρό πράγμα (1999), αριθμεί 18 τίτλους ίσαμε τώρα, σημειώνοντας σταθερή διεθνή επιτυχία. Στη χώρα μας τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Bell. Στις αρχές του Ιουλίου, ο Τζον Κόνολι βρέθηκε στην Αθήνα με αφορμή την κυκλοφορία στην Ελλάδα του 17ου τίτλου της σειράς, Το κυνήγι των φαντασμάτων, σε μετάφραση Τίνας Μαθιουδάκη. Άμεσος, ετοιμόλογος και ομιλητικότατος, δικαιώνει τη διαδεδομένη εντύπωση ότι οι Ιρλανδοί μοιάζουν πολύ ιδιοσυγκρασιακά με τους Έλληνες. Η κουβέντα μας ξεκινά με την Τελευταία κραυγή, κινηματογραφική μεταφορά του διηγήματός του The New Daughter, με σκηνοθέτη τον Λουίς Μπερντέχο και πρωταγωνιστές τους Κέβιν Κόστνερ και Ιβάνα Μπακέρο. Αν και η ταινία ελάχιστη σχέση έχει με το πρωτότυπο κείμενο, ο συγγραφέας δηλώνει ευτυχής που το έργο του, έστω και με αυτούς τους όρους, προσφέρει υλικό για δημιουργήματα σε διαφορετικές μορφές τέχνης.
Το όνομα του Τσάρλι Πάρκερ το δανειστήκατε από τον διάσημο τζαζίστα;
Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Αλλά πιο πολύ για το παρατσούκλι –«Bird», δηλαδή «πουλί»– του μουσικού Τσάρλι Πάρκερ, που φέρνει στον νου το πέταγμα, την πνευματικότητα. Σχεδόν παραπέμπει στο Άγιο Πνεύμα. Αν και ο δικός μου Τσάρλι Πάρκερ είναι κατεξοχήν γήινος, μεγαλόσωμος και σκληροτράχηλος, συνδεδεμένος με τη θνητότητα, και οι αναφορές του ονόματός του στην πτήση, στην ελευθερία και την εξαΰλωση δημιουργούν μια αντίφαση μάλλον κωμική. Σύντομα, όμως, σταμάτησα να δίνω έμφαση σ’ αυτό, για να μη νομίζουν οι αναγνώστες ότι κάνω εξυπνάδες. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται καν για ευφυές εύρημα. Θα διάλεγα οποιοδήποτε άλλο όνομα έχει παρόμοιες συνδηλώσεις. Οι γονείς του δικού μου Τσάρλι δεν άκουγαν τζαζ, δεν είχαν ιδέα για την ύπαρξη τέτοιας μουσικής. Ούτε ο ίδιος είναι φίλος του είδους. Όσοι από τους αναγνώστες μου αγαπούν την τζαζ, αναζήτησαν στα βιβλία μου τις ανάλογες παραπομπές. Πολύ φοβάμαι ότι τους απογοήτευσα! Όχι πως δεν τους άρεσαν οι ιστορίες, αλλά δεν βρήκαν μέσα τίποτα που να αναφέρεται στον τζαζίστα Πάρκερ ή στην ταινία Bird του Κλιντ Ίστγουντ, η οποία μιλάει γι’ αυτόν, όπως είχαν πιθανώς υποθέσει.
Διαβάζοντας το κείμενο, ωστόσο, είναι σαν να ακούς μουσική...
Γι’ αυτό και έχω φτιάξει έξι ή εφτά CD με σάουντρακ για τα βιβλία μου – θα μου επιτρέψετε να σας χαρίσω ένα, για να το ακούτε ενώ διαβάζετε. Και επειδή δεν είναι πάντα εύκολο να παίρνω την άδεια από τους τραγουδοποιούς που επιλέγω, ανέθεσα σε έναν Ιρλανδό συνθέτη, τον Envoy (Ντέιβιντ Ο’ Μπράιεν), να γράψει πρωτότυπη μουσική. Του βγήκε αρκετά μελωδική, και παρότι εγώ την είχα φανταστεί αλλιώς, τελικά δένει ωραία με το κείμενο. Δεν περίμενα οι ηλεκτρονικοί ήχοι να ταιριάξουν τόσο καλά με το ύφος γραφής μου. Είναι ένας διαφορετικός τρόπος να εξερευνά κανείς την ατμόσφαιρα ενός μυθιστορήματος. Δεν είναι υποχρεωτικό, άλλωστε, να συνοδεύεται το κάθε λογοτεχνικό είδος από ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής. Κι έπειτα, ο ρυθμός είναι ενσωματωμένος στη ροή του γραπτού λόγου, όπως και του προφορικού. Αν και μου αρέσει πολύ ν’ ακούω μουσική, δεν έχω καθόλου μουσικό αυτί και είμαι παράφωνος. Έχω, όμως, παρατηρήσει ότι αν εγώ ο ίδιος σκοντάφτω σε κάποιο σημείο ενώ διαβάζω μεγαλόφωνα μια φράση μου, εκεί, συνήθως, θα σκοντάψει και ο αναγνώστης. Υπάρχουν, βέβαια, και άτομα που τους λείπει παντελώς η αίσθηση του ρυθμού στον λόγο. Αλλά η προσωδία, ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται ρυθμικά και ακουστικά οι λέξεις, δεν παύει να παίζει σημαντικότατο ρόλο στη σύνθεση ενός κειμένου.
Κάθε βιβλίο που έχω γράψει, μόλις το τελείωνα ήθελα να το πετάξω στα σκουπίδια. Χωρίς καμιά απολύτως εξαίρεση!
Μα και η συγγραφή ενός μυθιστορήματος είναι σαν μουσική σύνθεση.
Δεν έχετε άδικο σ’ αυτό, με την έννοια ότι ενορχηστρώνεις τα συστατικά του. Η ανάγνωση ενός βιβλίου, εξάλλου, λειτουργεί σε δυο επίπεδα: στην παρακολούθηση της υπόθεσης και στην αντίληψη των υφολογικών στοιχείων του. Έχω πολλούς φίλους μουσικοσυνθέτες και θαυμάζω απεριόριστα την ικανότητά τους να επινοούν ταυτόχρονα μελωδίες και στίχους. Ο Μότσαρτ μπορούσε, ακούγοντας ένα μουσικό κομμάτι, να ξεχωρίσει τη μελωδική γραμμή του κάθε οργάνου της ορχήστρας, δίχως να βλέπει την παρτιτούρα. Αλλά και ο συγγραφέας συνδυάζει τις διάφορες γραμμές δράσης στην πλοκή του, ελπίζοντας να είναι αρμονικό το αποτέλεσμα. Μη φανταστείτε ότι, εκεί που γράφω, ακούω συγχρόνως τη μουσική υπόκρουση της ιστορίας μέσα στο κεφάλι μου. Το σάουντρακ έρχεται μετά. Όταν έγραφα τα πρώτα μου βιβλία, έφτιαχνα μόνος μου τρέιλερ γι’ αυτά και τα έντυνα με κομμάτια των Nine Inch Nails, παρόλο που ποτέ δεν χρησιμοποίησα επίσημα τα τραγούδια τους. Αν και εκείνοι, πιθανότατα, δεν θα είχαν πρόβλημα, το απέφυγα, γιατί οι στίχοι τους παραείναι αθυρόστομοι. Ένα-δυο άλλα συγκροτήματα απ’ τα οποία ζήτησα την άδεια, όχι μονάχα δεν είχαν αντίρρηση, αλλά μου παραχώρησαν ολόκληρα άλμπουμ τους. Στη μουσική, άλλωστε, καταφεύγω κάθε φορά που η πίστη στον εαυτό μου κλονίζεται. Το άκουσμα ενός κομματιού με βοηθά να συγκεντρώνομαι και να φρεσκάρω τις ιδέες μου. Πέρα απ’ το ότι πρόκειται για κάτι ευχάριστο, η μουσική μάς ξεκλειδώνει το μυαλό. Τώρα πια, ίσως και εξαιτίας των τηλεοπτικών σειρών, πολλές φορές συνδέω συνειδητά ένα τραγούδι με μια σκηνή από τα βιβλία μου. Ορισμένα, μάλιστα, είναι σαν να γράφτηκαν κατά παραγγελία! Είναι τρομερό πώς συμπίπτουν συχνά οι ιδέες. Ο σεναριογράφος της ταινίας Ο λαβύρινθος του Πάνα, λόγου χάρη, λες και είχε μπει μέσα στο μυαλό μου – είχα σκεφτεί κι εγώ μια παρόμοια ιστορία, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές αλλά στο ίδιο ακριβώς πνεύμα, με τη σύγχυση παραμυθιού και πραγματικότητας. Αν και ο καθένας μας εκφράζεται με άλλο μέσο, κατανοώ πλήρως τον τρόπο σκέψης του. Μου έχει τύχει, επίσης, συνθέτες που με διαβάζουν, να μου ζητούν την άδεια για να χρησιμοποιήσουν τίτλους κεφαλαίων ή φράσεις απ’ τα βιβλία μου ως τίτλους των δικών τους κομματιών. Το βρίσκω ιδιαίτερα κολακευτικό. Και είναι συναρπαστική η διαλεκτική αυτή σχέση μεταξύ των τεχνών.
Είπατε προηγουμένως ότι καμιά φορά κλονίζεται η πίστη στον εαυτό σας...
Κάθε βιβλίο που έχω γράψει, μόλις το τελείωνα ήθελα να το πετάξω στα σκουπίδια. Χωρίς καμιά απολύτως εξαίρεση! Η αμφιβολία είναι αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας. Όποιο πάθος γίνεται επάγγελμα, κάποτε, αναπόφευκτα, θ’ αρχίσει να ξεθυμαίνει. Ο αρχικός ζήλος εκφυλίζεται. Πολλοί συγγραφείς το παθαίνουμε αυτό σε κάποια φάση της πορείας μας. Και τι δεν θα δίναμε για να ασχοληθούμε με κάτι διαφορετικό! Πάντα, όμως, τη στιγμή που λυγίζεις, έρχεται το ακατανίκητο κάλεσμα μιας καινούργιας ιδέας, που σε παρακινεί να αναθεωρήσεις ό,τι έχεις γράψει και να ξαναπιάσεις το κείμενό σου απ’ την αρχή. Κι ύστερα, πάλι τα ίδια... Το συναίσθημα αυτό είναι πιο έντονο όταν έχουμε να κάνουμε με σύντομες φόρμες, όπως διηγήματα, τραγούδια ή πίνακες ζωγραφικής. Οι περισσότεροι τα βάζουμε με τον εαυτό μας και τις ιδέες μας. Αλλά, στην ουσία, πρόκειται για κάτι αναμενόμενο. Όσοι έχουμε καλλιτεχνικές τάσεις, γεννιόμαστε με οξυμμένη ευθιξία και ελλειμματική υπομονή, πράγμα το οποίο δεν θέλει και πολύ για να μας οδηγήσει στην αυτοαπόρριψη. Καταλήγουμε, έτσι, με συρτάρια γεμάτα ημιτελή χειρόγραφα, παρτιτούρες ή σχέδια. Γι’ αυτό κι εγώ έχω βάλει σκοπό να μην αφήσω τίποτα μισό στα συρτάρια μου. Ό,τι έχω γράψει ως τώρα, έχει δημοσιευτεί. Διότι το πρόβλημα δεν το έχουν οι ιδέες αυτές καθαυτές, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τις χειρίζεσαι. Πρέπει λοιπόν να κάνεις ένα βήμα πίσω, ώστε να ανακαλύψεις τι φταίει στ’ αλήθεια. Και για μένα, η διαδικασία αυτή ανανεώνει τον δημιουργικό ενθουσιασμό.
Έχετε γράψει στίχους τραγουδιών;
Όχι. Θα ήταν ίσως ενδιαφέρον, αλλά το βρίσκω πάρα πολύ δύσκολο. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν μου το ζήτησε ποτέ. Σ’ ένα μυθιστόρημα, ας πούμε, έχεις την άνεση να μπουρδουκλώσεις κάτι που δεν σου βγαίνει. Γιατί, δεν μπορεί, όλο και κάτι θα σου ξεφύγει. Αντίθετα, σ’ ένα διήγημα ή ένα ολιγόστιχο ποίημα, κυριολεκτικά δεν έχεις πού να κρυφτείς...
Από την πείρα σας ως τώρα, τι είναι αυτό που κάνει έναν ήρωα τόσο αγαπητό, ώστε το κοινό να τον ακολουθεί σε ολόκληρες σειρές βιβλίων;
Δεν ξέρω αν ο δικός μου Τσάρλι Πάρκερ έχει χαρακτηριστικά που τον κάνουν όντως αγαπητό – ούτε και χρειάζεται, πιστεύω. Στην αστυνομική λογοτεχνία, ειδικά, δεν έχεις και πολλά περιθώρια να πρωτοτυπήσεις. Θα βάλεις μέσα έναν φόνο, τις προσπάθειες κάποιου ή κάποιων να τον εξιχνιάσουν, θα δώσεις την τελική λύση χάρη σ’ έναν μάρτυρα που ξεφύτρωσε απ’ το πουθενά... Άρα όλη τη διαφορά θα την κάνει το κύριο πρόσωπο. Απ’ τη δημιουργία του κεντρικού χαρακτήρα πηγάζει και η χαρά της συγγραφής. Χρόνο με τον χρόνο, τον επισκέπτεσαι ξανά και ξανά και απολαμβάνεις τον καιρό που περνάς μαζί του. Γι’ αυτό και στο τέλος γίνεσαι κτητικός με τον ήρωά σου. Όπως έλεγα προηγουμένως, ο Τσάρλι κάθε άλλο παρά αξιαγάπητος είναι. Είναι τραυματισμένος ψυχικά, βίαιος, πικρόχολος και κλαίγεται για την κακή του μοίρα. Έχει, βέβαια, και τις καλές του πλευρές, οι οποίες διαφαίνονται αραιά και πού. Αλλά ο κόσμος μάλλον ταυτίζεται μαζί του επειδή κατανοεί τον πόνο του – κι αυτό είναι και το βαθύτερο νόημα της ιστορίας. Πώς ζει κανείς με το μόνιμο φορτίο του πένθους; Είναι σαν μια χρόνια ασθένεια, που δεν γιατρεύεται ποτέ. Όλοι το έχουμε βιώσει σε κάποια του μορφή. Συγχύζομαι όταν πέφτουν στα χέρια μου βιβλία με πρόσωπα που υποτίθεται ότι πενθούν, αλλά συνεχίζουν τη ζωή τους σαν να μην τρέχει τίποτα και μόνο ύστερα από καμιά διακοσαριά σελίδες θυμούνται να στενοχωρηθούν λιγάκι. Μα όταν έχεις χάσει το παιδί σου, η απώλεια δεν ξεπερνιέται με τίποτα. Εκεί που πας να ξεχαστείς, η οδύνη αμέσως επιστρέφει. Θέλω όμως να ελπίζω πως τα βιβλία μου δεν είναι υπερβολικά σκοτεινά ή καταθλιπτικά. Οι βασανισμένοι άνθρωποι αντιδρούν με δυο τρόπους: είτε υποφέρουν μόνοι τους, είτε ταλαιπωρούν και τους άλλους, γιατί έτσι νιώθουν πως μοιράζονται τον πόνο τους. Αλλά υπάρχουν κι εκείνοι που μετουσιώνουν την πίκρα τους σε αποφασιστικότητα, ώστε να εμποδίσουν την ίδια τραγωδία να συμβεί και σε άλλους. Στα πρώτα βιβλία, ο Τσάρλι αφήνεται να τον καταφάει η θλίψη και κάνει μαύρη τη ζωή όλων γύρω του. Στην πορεία, όμως, φιλοσοφεί κάπως την κατάσταση. Στη σειρά μυθιστορημάτων του Αμερικανού συγγραφέα Ρος ΜακΝτόναλντ, με ήρωα τον Λου Άρτσερ, ο πρωταγωνιστής μοιάζει σαν τον Χριστό, που ενστερνίζεται το μαρτύριο των παιδιών για να τους απαλύνει τον πόνο. Κάτι αντίστοιχο γίνεται και με τον Τσάρλι. Κι αυτό αποτελεί στάδιο της προσωπικής του ανασυγκρότησης, αν και σε μερικές περιπτώσεις τού δίνει άλλοθι για να ξεσπάει πάνω σ’ όποιον τον εκνευρίζει, με την πρόφαση ότι πολεμά για τη δικαιοσύνη. Παρόλο που οι ενέργειές του δεν είναι πάντα αξιέπαινες, το καλό είναι πως το αντιλαμβάνεται και έχει την εντιμότητα να επανεξετάσει τα κίνητρά του.
Πώς συνδυάζετε την αστυνομική έρευνα με το μεταφυσικό στοιχείο;
Τα πρώτα μου διαβάσματα ήταν κυρίως κείμενα φανταστικής λογοτεχνίας, με προτίμηση στα διηγήματα. Αργότερα στράφηκα στα αστυνομικά. Όταν, λοιπόν, άρχισα κι εγώ να γράφω, η χρήση του μεταφυσικού στοιχείου μού ήρθε εντελώς αβίαστα. Πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου να πάρω είδηση πως ορισμένοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη συνύπαρξη λογικής και παραλόγου. Τα κείμενα που καταπιάνονταν με αστυνομικά μυστήρια υποτίθεται ότι απευθύνονταν σε αναγνώστες οι οποίοι έβαζαν το μυαλό τους να δουλέψει – ως και ο Πόε, στα περισσότερα διηγήματά του, σκαρφίζεται λογικές εξηγήσεις για δυσερμήνευτα φαινόμενα και γεγονότα. Το πρώτο αγγλικό αστυνομικό μυθιστόρημα ήταν η Φεγγαρόπετρα του Γουίλκι Κόλινς, που βρίθει από μεταφυσικές αναφορές. Όλοι νομίζουν ότι η πέτρα είναι καταραμένη και σκορπά τον θάνατο, παρόλο που η πραγματική αιτία του κακού είναι άλλη. Όμως σ’ αυτήν ακριβώς τη δεισιδαιμονία στηρίζεται η μυθοπλαστική δύναμη του κειμένου. Ο Πόε ήταν το λιγότερο λογικό πλάσμα που πέρασε ποτέ από τον πλανήτη μας – τα βιβλία του είναι γεμάτα εξωφρενικές καταστάσεις, πλημμυρισμένα από ακραία συναισθήματα. Μα αν έχετε διαβάσει τα Εγκλήματα της Οδού Μοργκ, θα είδατε πως απ’ την αρχή προοιωνίζεται η λογική λύση της υπόθεσης. Και ο Χουντίνι, που είχε κάνει την ταχυδακτυλουργία επιστήμη, πίστευε ότι, ακόμα και μετά θάνατον, θα έβρισκε τρόπο να επικοινωνεί με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, την αντιφατικότητα της στάσης τους απέναντι στη λογική και το παράλογο. Έργα επιστημονικής φαντασίας που γράφτηκαν πριν από τη δεκαετία του ’30 περιέχουν –συχνά με ανατρεπτική διάθεση– στοιχεία τόσο μεταφυσικού, όσο και αστυνομικού μυστηρίου. Από κει και έπειτα, γίνεται πιο αυστηρός ο διαχωρισμός των λογοτεχνικών ειδών – δεν μπλέκονται πια τέρατα και φαντάσματα στην αστυνομική έρευνα. Και αυτό είναι ενδεικτικό της υπεραπλουστευτικής μονομανίας του 20ού αιώνα. Εκείνο που καθορίζει το είδος του κάθε κειμένου δεν είναι τόσο η πλοκή, όσο το περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται. Μια αστυνομική ιστορία που διαδραματίζεται στην Άγρια Δύση θα χαρακτηριστεί γουέστερν. Αν την τοποθετήσεις σ’ έναν άλλο πλανήτη, γίνεται επιστημονική φαντασία. Στην αρχαία Ελλάδα, θα είναι ιστορικό μυθιστόρημα, ενώ στην Ελλάδα του 2030, επιστημονική φαντασία. Όπως βλέπετε, δεν υπάρχει λογική. Γι’ αυτό προτιμώ να μένω όσο γίνεται πιο μακριά από ταμπέλες. Δεν έχω συνειδητοποιήσει την ηλικία μου, νομίζω ότι είμαι ακόμα πιτσιρικάς – κοιτάζοντας όμως πίσω μου, βλέπω μια ολόκληρη γενιά που μεγάλωσε μ’ αυτήν την εγκληματικά στενόμυαλη και κοντόφθαλμη νοοτροπία. Ευτυχώς, οι περισσότεροι είναι ηλικιωμένοι και όπου να ’ναι θα μας αδειάσουν τη γωνιά, μαζί με τις απαρχαιωμένες τους ιδέες
Οι βασανισμένοι άνθρωποι αντιδρούν με δυο τρόπους: είτε υποφέρουν μόνοι τους, είτε ταλαιπωρούν και τους άλλους, γιατί έτσι νιώθουν πως μοιράζονται τον πόνο τους. Αλλά υπάρχουν κι εκείνοι που μετουσιώνουν την πίκρα τους σε αποφασιστικότητα, ώστε να εμποδίσουν την ίδια τραγωδία να συμβεί και σε άλλους.
Στην ιρλανδική παράδοση –όπως και στην ελληνική– κυριαρχεί το μεταφυσικό στοιχείο. Σας έχει επηρεάσει αυτό στη συγγραφή των βιβλίων σας;
Ο πρωταρχικός λόγος για τον οποίο επέλεξα να γράψω μια σειρά βιβλίων με θέμα την Αμερική, σε αμερικανικό ιδίωμα και με Αμερικανό πρωταγωνιστή, ήταν το ότι ήθελα να απαλλαγώ από αυτές ακριβώς τις επιρροές. Αν έγραφα ό,τι θα περίμεναν όλοι να διαβάσουν από μένα, θα έπρεπε να περιορίσω ασφυκτικά τους ορίζοντές μου. Διάλεξα, λοιπόν, την Αμερική γιατί, απλούστατα, είναι μακριά απ’ την Ιρλανδία. Μα οι Αμερικανοί, από την πλευρά τους, δεν είχαν καμιά ανάγκη να γράψει ένας Ιρλανδός χλωμές απομιμήσεις της δικής τους, πολύ σημαντικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Σιγά σιγά, συνειδητοποίησα πως το μόνο που με έκανε να ξεχωρίζω ήταν οι πολιτισμικές μου αποσκευές, οι λαϊκές παραδόσεις και η μυθολογία του τόπου μου. Οι Αμερικανοί δεν ανακατεύουν το μεταφυσικό στοιχείο με τον ρεαλισμό, όπως εμείς. Εγώ κουβαλάω μαζί μου τη θρησκεία με την οποία ανατράφηκα, δηλαδή τον Καθολικισμό. Οι έννοιες της μεταμέλειας, της άφεσης αμαρτιών και της λύτρωσης είναι θεμελιώδεις για μας τους Καθολικούς, ενώ στους Προτεστάντες δεν λένε τίποτα, αφού αυτοί δεν τελούν καν το μυστήριο της εξομολόγησης. Εξάλλου, τέσσερις απ’ τους έξι ακρογωνιαίους λίθους της γοτθικής λογοτεχνίας είναι Ιρλανδοί συγγραφείς: ο Ματούριν, ο Σέρινταν λε Φανού, ο Μπραμ Στόκερ, ο Όσκαρ Ουάιλντ – οι άλλοι δυο είναι η Αγγλίδα Μαίρη Σέλεϊ και ο Σκοτσέζος Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Είναι σαν ανεξίτηλες τοιχογραφίες που δεν μπορείς να μην τις βλέπεις, όπου και αν κοιτάξεις. Αυτή είναι η δική μας λογοτεχνική παράδοση – έχουμε γράψει εκπληκτικά έργα φανταστικής λογοτεχνίας. Είμαστε πολύ νεότεροι από την Ελλάδα στο θέμα της λογοτεχνικής παραγωγής, κι έτσι οι σύγχρονοι συγγραφείς μας ακόμα δοκιμάζονται, εξερευνώντας την εθνική τους ταυτότητα. Ποιοι είμαστε; Πού πηγαίνουμε; Δεν έχουμε ωριμάσει αρκετά ώστε να δώσουμε πειστικά δείγματα γραφής. Οι λαϊκές μας παραδόσεις έπαιξαν νευραλγικό ρόλο στη λεγόμενη Κελτική Αναγέννηση, καθώς και η επιστροφή στην πατρογονική μας γλώσσα. Προς το παρόν, όμως, δεν υπάρχει παγιωμένο θεμέλιο πάνω στο οποίο να μπορούμε να οικοδομήσουμε μια σοβαρή εθνική λογοτεχνία. Με τον τρόπο μου, αντέδρασα στην κατάσταση αυτή επιστρατεύοντας τα στοιχεία της εθνικής μου ταυτότητας, για να γράψω βιβλία με ευρύτερο ενδιαφέρον και απήχηση.
Οι ιρλανδικές λαϊκές παραδόσεις μοιάζουν εντυπωσιακά με αυτές των μεσογειακών χωρών και της Λατινικής Αμερικής.
Όντως. Κι εμείς, όπως εσείς, τα πάμε μια χαρά με τον αόρατο κόσμο. Το λογικό και το παράλογο συνυπάρχουν αρμονικά στην καθημερινότητά μας. Γι’ αυτό και τα βιβλία μου πουλάνε περισσότερο σε χώρες με παρόμοιες παραδόσεις και, στην ουσία, ιδιοσυγκρασίες. Στη Γερμανία, ας πούμε, δεν είχαν επιτυχία, γιατί εκεί ο κόσμος περιμένει να διαβάσει κάτι είτε ξεκάθαρα μεταφυσικό, είτε ξεκάθαρα ρεαλιστικό, και όχι κάτι που να είναι και τα δυο μαζί. Τους φοβίζουν οι τυχόν ψυχολογικοί συσχετισμοί του ενός με το άλλο. Το ίδιο –παραδόξως– και στις σκανδιναβικές χώρες, παρόλο που κι εκεί υπάρχει πλούτος λαϊκών μύθων. Προφανώς, τα θέματα αυτά τους προξενούν αμηχανία. Τώρα που το σκέφτομαι, το Καθολικό δόγμα, όπως και το Ορθόδοξο, βασίζονται στην ιδέα της ενοχής του ανθρώπου εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος, που τον καθιστά πιθανό στόχο του Διαβόλου, και της ανάγκης του να επανορθώσει ώστε να λυτρωθεί. Το μυστήριο του βαπτίσματος πάντα με συνάρπαζε, γιατί έχει απροκάλυπτα χαρακτηριστικά μαγικής τελετής. Η λέξη «λύτρωση», που όλοι την αναμασούν μηχανικά, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται αβασάνιστα, γιατί εμπεριέχει –έστω και συμβολικά– την έννοια της θυσίας. Προσέξτε τις συχνότατες αναφορές στη σάρκα και το αίμα. Πρόκειται για μια μεταμόρφωση – και για όσους διακρίνονται από αυθεντική πίστη, η μεταμόρφωση είναι κυριολεκτική. Οι Προτεστάντες δεν τα δέχονται αυτά, ούτε οι Εβραίοι. Μονάχα οι Καθολικοί και οι Ορθόδοξοι ταλαιπωρούμαστε. Δεν μας φτάνει το ότι γεννιόμαστε ήδη αμαρτωλοί, μαζεύουμε συνεχώς κι άλλες αμαρτίες ως το τέλος της ζωής μας. Γι’ αυτό και δεν μας ενοχλεί το παράλογο ή το μεταφυσικό. Δεν γίνεται να είσαι Καθολικός και ρεαλιστής συγχρόνως – ή, τουλάχιστον, εντελώς ρεαλιστής. Απ’ την άλλη, βέβαια, ούτε και στη Γαλλία πήγαν καλά οι πωλήσεις μου, παρότι οι Γάλλοι είναι επίσης Καθολικοί – ίσως επειδή εκεί το Κράτος και η Εκκλησία έχουν χωρίσει προ πολλού τα τσανάκια τους. Όσο για τη Λατινική Αμερική, που είναι η πατρίδα του μαγικού ρεαλισμού, δεν είναι παράδοξο το ότι οι κάτοικοί της δέχονται τόσο άνετα το πάντρεμα φανταστικού και πραγματικότητας.
Η παρουσία του ομόφυλου ζευγαριού –Λούις και Έιντζελ– που βοηθά τον Τσάρλι στις έρευνές του είναι μια απροσδόκητη νότα.
Αυτοί οι δυο έκαναν αιφνιδιαστικά την εμφάνισή τους στη σελίδα που έγραφα, πράγμα το οποίο συμβαίνει με πολλά μυθιστορηματικά πρόσωπα. Πιθανώς η ιδέα να μου είχε έρθει και παλιότερα, αλλά έμεινε τότε αναξιοποίητη και την ξέχασα. Το υποσυνείδητο, όμως, λειτουργεί με τους δικούς του όρους. Πολλές φορές η ιστορία γράφεται σχεδόν από μόνη της και ούτε οι ίδιοι δεν έχουμε προβλέψει την κατάληξή της. Άλλωστε, το πώς την εισπράττουν οι αναγνώστες εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από το πολιτισμικό τους υπόβαθρο. Στην Ιαπωνία, ας πούμε, κανείς δεν κατάλαβε ότι ο Λούις και ο Έιντζελ είναι εραστές. Τους πέρασαν για δυο πολύ καλούς φίλους που απλώς συγκατοικούν. Και γι’ αυτό ευθύνεται ο εκδότης της ιαπωνικής μετάφρασης, ο οποίος, χωρίς να με συμβουλευτεί, αφαίρεσε κάθε στοιχείο που υπονοούσε τη φύση της σχέσης τους – της μοναδικής, μάλιστα, υγιούς σχέσης στο σύμπαν του Τσάρλι Πάρκερ, για την οποία είμαι περήφανος. Διότι πρόκειται για δυο αδίστακτους εγκληματίες, που όμως αγωνίζονται για το καλό. Ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός δεν είναι το προσδιοριστικό τους στοιχείο – είναι απλώς δυο κακοποιοί που τυχαίνει να είναι ομοφυλόφιλοι. Επίσης, το ότι βγάζουν γέλιο έχει να κάνει με τα αντίθετά τους ταμπεραμέντα και μόνο. Δεν ήθελα να θυμίζουν σε τίποτα τους κραυγαλέους, στερεοτυπικά κωμικούς γκέι που βλέπουμε συνήθως στην τηλεόραση.
Δεν έχω συνειδητοποιήσει την ηλικία μου, νομίζω ότι είμαι ακόμα πιτσιρικάς – κοιτάζοντας όμως πίσω μου, βλέπω μια ολόκληρη γενιά που μεγάλωσε μ’ αυτήν την εγκληματικά στενόμυαλη και κοντόφθαλμη νοοτροπία. Ευτυχώς, οι περισσότεροι είναι ηλικιωμένοι και όπου να ’ναι θα μας αδειάσουν τη γωνιά, μαζί με τις απαρχαιωμένες τους ιδέες!
Έχετε γράψει και αυτόνομα μυθιστορήματα, καθώς και διηγήματα.
Μερικά απ’ τα διηγήματά μου συνδέονται έμμεσα με τις υποθέσεις του Τσάρλι Πάρκερ, αλλά δεν είναι υποχρεωτικό να τα έχει διαβάσει κανείς προκειμένου να μπει στο νόημα. Στις μέρες μας, οι αλληλένδετες ιστορίες σπάνια κερδίζουν την εμπιστοσύνη των αναγνωστών, κι ας καλύπτουν μεγάλα χρονικά κενά ανάμεσα στα κυρίως βιβλία. Η μητέρα μου, η οποία διάβαζε αισθηματικά μυθιστορήματα σε συνέχειες, περίμενε με αγωνία ακόμα κι έναν ολόκληρο χρόνο για την επόμενη περιπέτεια της αγαπημένης της ηρωίδας. Στην αστυνομική λογοτεχνία, όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα εφικτό. Τα βιβλία με τον Τσάρλι Πάρκερ μπορούν να διαβαστούν με οποιαδήποτε σειρά, σαν μεμονωμένες ιστορίες. Αν όμως τα διαβάσει κανείς με την κανονική τους σειρά, θα έχει μια πληρέστερη εικόνα του ήρωα και των συνθηκών μέσα στις οποίες δρα. Τα κομμάτια του παζλ θα μπουν στη σωστή τους θέση. Τα διηγήματα που αφορούν τον Τσάρλι είναι ένα είδος παιχνιδιού που μου αρέσει να παίζω με τους αναγνώστες – όσοι έχουν την υπομονή να τα διαβάσουν στο περιθώριο της κυρίως σειράς, θα δουν κάποια απ’ τα δεδομένα της να ανατρέπονται. Έτσι, μπορώ να κάνω πολλά ενδιαφέροντα πράγματα σε διάφορα επίπεδα.
Έχετε επίσης γράψει μαζί με τη σύντροφό σας, τη δημοσιογράφο Τζένιφερ Ρίντγιαρντ.
Ναι, και δεν πρόκειται να το ξανακάνω που ο κόσμος να χαλάσει! Ήταν πρωτίστως ένα πείραμα – και μια εμπειρία που δεν θέλω με τίποτα να ξαναζήσω. Σκέτη φρίκη. Όχι πως δεν με ικανοποιεί το αποτέλεσμα, αλλά προτιμώ να εργάζομαι μόνος μου. Η δουλειά του συγγραφέα είναι έτσι κι αλλιώς μοναχική. Θέλω τον απόλυτο έλεγχο του υλικού μου. Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσεις σε κάποιον άλλον τι ακριβώς έχεις στο μυαλό σου και συχνά οι ιδέες του έρχονται σε σύγκρουση με τις δικές σου. Στο τέλος κάναμε αμοιβαίες υποχωρήσεις. Καταλήξαμε να επικοινωνούμε σχεδόν αποκλειστικά μέσω των βιβλίων και να μη συζητάμε γι’ αυτά έξω απ’ τη συγγραφή τους, γιατί κάθε φορά η κουβέντα οδηγούσε σε καβγά. Ήμασταν κι οι δυο παθιασμένοι μ’ αυτό που κάναμε, αλλά εγώ είχα ήδη εκδώσει πιο πολλά δικά μου βιβλία και της το έφερνα για επιχείρημα όποτε διαφωνούσαμε. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν προς τιμήν μου!
Ο ήρωας της άλλης σειράς βιβλίων σας, για μεγάλα παιδιά, έχει το όνομα Σάμιουελ Τζόνσον. Το πήρατε από τον συγγραφέα του 18ου αιώνα;
Ακριβώς! Και αν προσέξατε, τον ακολουθεί παντού ένας σκύλος που τον λένε Μπόσγουελ, όπως τον βιογράφο του Τζόνσον. Δεν πιστεύω να πιάσει κανένα παιδί τον υπαινιγμό, μπορεί, όμως, δέκα χρόνια αργότερα να τους έρθει στη μνήμη και να καταλάβουν την αναφορά. Είναι σαν να έβαλα μια μικρή ωρολογιακή βόμβα! Υπάρχουν πολλά τέτοια κλεισίματα του ματιού στα βιβλία μου, αλλά ξέρω πως δεν είναι αυτονόητα για όλους. Παρατηρώ μια τάση να θεωρούνται τα παιδιά ανίκανα για περίπλοκους συλλογισμούς. Δεν είναι όμως λίγα τα παιδιά με ενδιαφέροντα και δημιουργικές ιδέες, τα οποία γοητεύονται από τη γνώση. Έχουν πανεύκολα πρόσβαση σε όποια πληροφορία αναζητήσουν, κι έτσι μαθαίνουν ένα σωρό πράγματα. Λες και ακούνε δυο εσωτερικές φωνές – η μια τα σπρώχνει να φερθούν όπως οι συνομήλικοί τους, με βωμολοχίες και ανυπακοή, ενώ η άλλη τα παρακινεί να ασχοληθούν με σοβαρά θέματα. Κάτι σαν τον αντισυμβατικό νεαρό θείο με τις ελκυστικά περίεργες συνήθειες. Ελάχιστοι συγγραφείς και εκδότες κατανοούν την ψυχοσύνθεση των παιδιών της ηλικίας αυτής, τα οποία σπάνια διαβάζουν κριτικές ή προσέχουν τις αφίσες στο μετρό. Έκανα κάποιες παρουσιάσεις αυτής της σειράς βιβλίων σε σχολεία και βιβλιοθήκες, αλλά όσο κι αν το ευχαριστήθηκα, ήταν εξουθενωτικό. Απαιτεί να αφιερώνεις όλο σου τον χρόνο, κι εγώ έχω ήδη μια πλήρη απασχόληση. Όσα παιδιά έρχονται στις παρουσιάσεις των βιβλίων μου –όπως η χτεσινοβραδινή εδώ στην Αθήνα– αγαπούν το έργο μου, διαφορετικά δεν υπήρχε περίπτωση να ξεκουνηθούν. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να συζητάς μαζί τους, γιατί ρωτούν τα πιο απίθανα πράγματα, αναγκάζοντάς σε να είσαι διαρκώς σε ετοιμότητα. Με κάνουν να αισιοδοξώ για τις μελλοντικές γενιές. Δεν ξέρω όμως αν θα το άντεχα για πολύ...
Το ενδιαφέρον είναι πως στην Ευρώπη, τα ποσοστά των πωλήσεών μου είναι αντιστρόφως ανάλογα με εκείνα της Αμερικής: 80% έντυπα βιβλία, 20% ψηφιακά και ηχογραφημένα. Εμείς εδώ δεν έχουμε ακόμα υιοθετήσει την αναγνωστική συμπεριφορά των Αμερικανών.
Κινείται σήμερα η αγορά του βιβλίου;
Δεν θα έλεγα ότι δεν κινείται, αν και μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού έχει στραφεί προς το ηχογραφημένο βιβλίο (audiobook). Κι αυτό δεν είναι παράλογο, αν αναλογιστούμε πως το να ακούμε κάποιον να μας αφηγείται ιστορίες έχει εγγραφεί στα κύτταρά μας. Από μικρά ακούγαμε τους γονείς μας, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας να μας διαβάζουν ή να μας λένε παραμύθια για να κοιμηθούμε. Η μοναχική ανάγνωση ενός βιβλίου είναι αφύσικη δραστηριότητα – δεν ικανοποιεί την αρχέτυπη, αταβιστική ανάγκη μας να ακούμε την ανθρώπινη φωνή, όσων χρονών και αν είμαστε.
Πιστεύετε πως το έντυπο βιβλίο θα επιβιώσει;
Στην Αμερική, το μεγαλύτερο ποσοστό των βιβλίων μου που αγοράζονται είναι σε μορφή audiobook. Αυτό σχετίζεται άμεσα με το παράδοξο του ανοίγματος και της συρρίκνωσης, ταυτόχρονα, της διεθνούς αγοράς. Το πρόβλημα γίνεται αισθητό, κυρίως, σε όσους αγαπούν τα βιβλία ως αντικείμενα και θέλουν να περιστοιχίζονται από αυτά. Κανένας γνήσιος βιβλιοφάγος δεν θα πάει σε δανειστική βιβλιοθήκη με συσκευή ανάγνωσης ψηφιοποιημένων βιβλίων. Εγώ δεν έχω καν τέτοιο πράγμα, η χρησιμότητά του μου διαφεύγει. Την κατανοώ μονάχα για όσους έχουν περιορισμένο χώρο ή εξαναγκάζονται απ’ τις περιστάσεις. Το ενδιαφέρον είναι πως στην Ευρώπη, τα ποσοστά των πωλήσεών μου είναι αντιστρόφως ανάλογα με εκείνα της Αμερικής: 80% έντυπα βιβλία, 20% ψηφιακά και ηχογραφημένα. Εμείς εδώ δεν έχουμε ακόμα υιοθετήσει την αναγνωστική συμπεριφορά των Αμερικανών. Εξακολουθούμε να αγοράζουμε τα βιβλία στην παραδοσιακή τους εκδοχή. Δεν ξέρω αν συμβαίνει το ίδιο και στην Ελλάδα, αλλά στην Ιρλανδία, τον καιρό της οικονομικής κρίσης, σημειώθηκε μια άνθηση των μικρών, ανεξάρτητων εκδοτικών οίκων και βιβλιοπωλείων, που γνωρίζουν καλά το αναγνωστικό τους κοινό και επιλέγουν με μεγάλη φροντίδα τα βιβλία που διαθέτουν ή/και προτείνουν. Αυτό είναι το μέλλον του έντυπου βιβλίου. Διότι το ποσοστό των ανθρώπων που το αγαπούν πραγματικά μπορεί να είναι μικρό, εμμένει όμως σθεναρά στις ιδέες και τις επιλογές του. Και οι άνθρωποι αυτοί έχουν πλήρη επίγνωση του τι θα χάσουν αν το έντυπο βιβλίο εξαφανιστεί απ’ την αγορά. Ούτως ή άλλως, το βιβλίο ποτέ δεν ήταν αντικείμενο μαζικής κατανάλωσης, όπως η τηλεόραση. Ωστόσο, για πρακτικούς λόγους, τα έντυπα βιβλία με τεχνικές οδηγίες –τα μη λογοτεχνικά γενικότερα– παραμένουν σταθερά σε πωλήσεις, όπως και τα εικονογραφημένα παιδικά, που δεν θα πάψουν ποτέ να είναι μια αλησμόνητη πρώτη εμπειρία για τα πιτσιρίκια. Οι φορητές συσκευές στις οποίες, εκτός απ’ το να διαβάζεις, μπορείς να παίζεις και παιχνίδια ή να περιηγείσαι στο διαδίκτυο, είναι οι πλέον ακατάλληλες για ανάγνωση, αφού σου αποσπούν την προσοχή με τόσα άσχετα μεταξύ τους πράγματα. Με εντυπωσίασε ιδιαίτερα μια πρόσφατη έρευνα, σύμφωνα με την οποία οι ψηφιακές συσκευές ανάγνωσης μεταβάλλουν τη λειτουργία του εγκεφάλου, ευνοώντας το διαγώνιο, επιπόλαιο διάβασμα και τις πολλαπλές παράλληλες δραστηριότητες. Ενώ το έντυπο βιβλίο είναι φτιαγμένο για να συγκεντρώνεσαι και να βυθίζεσαι σ’ αυτό. Στην εποχή μας, βέβαια, δεν είναι και τόσο εύκολο να πείσεις τα παιδιά σου να το προτιμήσουν. Η σύντροφός μου έχει δυο γιους που είναι τώρα γύρω στα 20 –ήταν μικρά όταν γνωριστήκαμε– και δεν πολυδιαβάζουν, ακριβώς εξαιτίας των περισπασμών που καραδοκούν από παντού. Κάνω ό,τι μπορώ για να τους παρακινώ με το παράδειγμά μου, παίρνοντας πάντα ένα βιβλίο μαζί μου όπου και αν πάμε. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν βιβλία στο οικογενειακό περιβάλλον, γιατί μονάχα έτσι μαθαίνουν να διαβάζουν τα παιδιά. Ευτυχώς, αν η λειτουργία του εγκεφάλου μπορεί να μεταβληθεί προς μια κατεύθυνση, θα μπορεί να μεταβληθεί και προς την αντίθετη. Το έντυπο βιβλίο είναι μια τέλεια τεχνολογική κατασκευή, γι’ αυτό έχει μείνει –και θα μείνει– ίδιο κι απαράλλαχτο, σαν τα κήτη. Είμαι λοιπόν αισιόδοξος για την τύχη του.
Το κυνήγι των φαντασμάτων
John Connolly
μετάφραση: Τίνα Μαθιουδάκη
Bell / Χαρλένικ Ελλάς
454 σελ.
ISBN 978-960-507-117-2
Τιμή €9,90
πηγή : diastixo.gr