John Buchan: «Τα 39 σκαλοπάτια»
Την περίπτωση του Σκότου συγγραφέα Τζον Μπιούκαν (Περθ, Σκοτία 1875 – Μόντρεαλ, Καναδάς 1940) τη γνωρίζουμε στην Ελλάδα είτε από το βιβλίο Τα 39 σκαλοπάτια είτε από την ομώνυμη ταινία του Α. Χίτσκοκ, η οποία περιλαμβάνει και μια σκηνή που έγινε σεκάνς, όπου ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να αποφύγει ένα μονοθέσιο που τον κυνηγά από αέρος. Τόσο το βιβλίο του Μπιούκαν όσο και η ταινία του Χίτσκοκ αποτελούν κλασικά δείγματα εκάστου είδους. Κι όσο κι αν αγαπήθηκε αυτό το βιβλίο παγκοσμίως –οι φαντάροι στα χαρακώματα του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου το είχαν ως αγαπημένο ανάγνωσμα–, παραμένει η απορία γιατί καμιά από τις ταινίες που γυρίστηκαν δεν ακολουθεί επακριβώς την πλοκή αυτού. Όπως και να ‘χει, ο Μπιούκαν έγινε ευρύτερα γνωστός στο κοινό και έμεινε στην ιστορία, όχι τόσο από τα πολλαπλά αξιώματα που απέκτησε στη στρατιωτική, διπλωματική και πολιτική του καριέρα –έφτασε μέχρι και κυβερνήτης του Καναδά– όσο για τα βιβλία που έγραψε (περίπου εκατό τον αριθμό) και κυρίως για το μυθιστόρημα Τα 39 σκαλοπάτια.
Το βιβλίο γράφτηκε το 1915, ενώ ο Μπιούκαν ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι με έλκος δωδεκαδακτύλου, μια ασθένεια που τον βασάνιζε σε όλη του την ζωή. Δημοσιεύτηκε, αρχικά, σε συνέχειες στο Blackwood’s Magazine στα τεύχη Αυγούστου και Σεπτεμβρίου, πριν κυκλοφορήσει σε βιβλίο τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, από τις εκδόσεις William Blackwood and Sons, στο Εδιμβούργο. Ο τίτλος προέρχεται από τα τριάντα εννιά σκαλοπάτια που πρωτομέτρησε η εξάχρονη κόρη του συγγραφέα, όταν έμαθε να μετράει, στο Broadstairs του Κεντ, μιας ξύλινης σκάλας που οδηγούσε στην παραλία.
Το βιβλίο ανήκει στην κατηγορία «shockers», όπως αποκαλούσαν στη Μ. Βρετανία εκείνα τα «λαϊκά μυθιστορήματα», που εξαντλούνταν σε περιπέτειες «όπου τα συμβάντα αψηφούν το απίθανο και διεισδύουν στα σύνορα του πιθανού», αφήνοντάς τα στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη να τα πιστέψει ή όχι. Πράγματι, ο Μπιούκαν αδιαφορεί χαρακτηριστικά να ψυχογραφήσει τους ήρωές του, των οποίων η εμφάνιση στη σκηνή εξυπηρετεί τη μία και μοναδική ανάγκη του συγγραφέα για επιπλέον περιπέτεια-αναποδιά-κακοτυχία που θα εξελίξει την πλοκή. Επιτυγχάνει έτσι να εισάγει τον αναγνώστη στον γρήγορο αφηγηματικό ρυθμό που επιβάλλει αυτό το είδος, να τον κάνει συμμέτοχο στην αγωνία της καταδίωξης και να τον εγκλωβίζει μαζί με τον ήρωα στις περιπέτειες που περιγράφει.
Το αγγλικό στιλ και ο τρόπος ζωής είναι εκείνα που θα επικρατήσουν σ’ αυτό τον πόλεμο (Α΄Παγκόσμιος) έναντι μιας γερμανικής νοοτροπίας που ορίζει όλα να πηγαίνουν ακολουθώντας ευλαβικά το όποιο σχέδιο – ακόμα κι όταν τα πράγματα δεν φαίνεται να βαίνουν καλώς.
Ο κεντρικός ήρωας Ρίτσαρντ Χάνεϊ, εμπνευσμένος από τον Έντμουντ Αϊρονσάιντ, προσωπικό φίλο του συγγραφέα από τα χρόνια της Ν. Αφρικής, επιστρέφει στο Λονδίνο από δουλειές στην Αφρική και ήδη έχει αρχίσει να πλήττει αφόρητα. Αποφασίζει να επιστρέψει πίσω όταν πληροφορείται τυχαία από τον Σκάντερ την ύπαρξη μιας συνωμοσίας που ξεκινά από τη δολοφονία του Έλληνα πρωθυπουργού και εξαπλώνεται, μέσω ενός γερμανικού δικτύου κατασκόπων με την ονομασία Μαύρη Πέτρα, στην Αγγλία. Η δολοφονία του Σκάντερ μέσα στο διαμέρισμα του Χάνεϊ τον καθιστά βασικό ύποπτο και τον ωθεί στην περιπλάνησή του στην ύπαιθρο της Σκοτίας, κυνηγημένο από Γερμανούς κατασκόπους και τη Σκότλαντ Γιαρντ. Αυτό τον κάνει να πιστέψει τα λεγόμενα του Σκάντερ, να μπλεχθεί σε ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό προκειμένου να αποδείξει την αθωότητά του και να αποκαλύψει το δίκτυο των Γερμανών κατασκόπων, που θέλουν να κλέψουν στρατηγικά σχέδια της Μεγάλης Βρετανίας.
Αυτό που θα πρέπει να παρατηρήσουμε είναι πως ο Μπιούκαν δεν υπήρξε ποτέ του κατάσκοπος. Δεν ήταν ένας Γκριν, ένας Φλέμινγκ ή ακόμα ένας Λε Καρέ. Μπορεί να υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός στο Σώμα Πληροφοριών, η δουλειά του όμως περιοριζόταν στην σύνταξη ομιλιών και άρθρων για τον αρχιστράτηγο των βρετανικών δυνάμεων. Όπως και ο βασικός του ήρωας δεν είναι κατάσκοπος. Καίτοι τα καταφέρνει πολύ καλύτερα ακόμα και από εκπαιδευμένους κατασκόπους, στο τέλος. Καταφέρνει έτσι ο Μπιούκαν να μας δώσει τον χαρακτήρα του αρχετυπικού άντρα, ο οποίος εξαιτίας της πείρας και της νοοτροπίας του καταφέρνει να βγει νικητής από όλες τις δοκιμασίες. Να το πούμε πιο απλά: το αγγλικό στιλ και ο τρόπος ζωής είναι εκείνα που θα επικρατήσουν σ’ αυτό τον πόλεμο (Α΄Παγκόσμιος) έναντι μιας γερμανικής νοοτροπίας που ορίζει όλα να πηγαίνουν ακολουθώντας ευλαβικά το όποιο σχέδιο – ακόμα κι όταν τα πράγματα δεν φαίνεται να βαίνουν καλώς. Εξού και η τεράστια απήχηση του βιβλίου την περίοδο του Πρώτου Πολέμου. Ακριβώς αυτό επιτείνουν και οι πολύ επιτυχημένες μεταμφιέσεις του Χάνεϊ. Η αλλαγή της αμφίεσης, προκειμένου να μην ανακαλυφθεί ο ήρωας, λειτουργεί συνδηλωτικά σε σχέση με την πίστη πως δεν υπάρχει το αδύνατο, άρα όλα μπορούν να γίνουν από εκείνους που πιστεύουν πως μπορούν να τα κάνουν και όχι από αυτούς που ακολουθούν ένα σχέδιο δίχως να έχουν την ικανότητα να παρεκκλίνουν αυτού ακριβώς τη στιγμή που χρειάζεται. Άρα, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε, πέραν όλων των άλλων, με ένα μυθιστόρημα πίστης σε ιδανικά και αξίες ακατάβλητα απέναντι σε εκ διαμέτρου αντίθετες νοοτροπίες.
Θα πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στις εκδώσεις Μίνωας γι’ αυτή την πρωτοβουλία επανέκδοσης κλασσικών noir –όπως έχει επικρατήσει να τα αποκαλούμε στην Ελλάδα– μυθιστορημάτων, με σύγχρονες μεταφράσεις και φρέσκα εξώφυλλα. Να επισημάνουμε, τέλος, και την πολύ καλή και ρέουσα μετάφραση της κ. Ε. Τσιρώνη, άκρως ταιριαστή με τον καταιγιστικό αφηγηματικό ρυθμό του μυθιστορήματος.
Τα 39 σκαλοπάτια
Τζον Μπιούκαν
Μετάφραση: Έφη Τσιρώνη
Μίνωας
192 σελ.
ISBN 978-618-02-0812-2
Τιμή: €11,99
πηγή : diastixo.gr