John B. Thompson: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
O Τζον Μπ. Τόμπσον είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και εταίρος του Jesus College, Cambridge. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια στις ΗΠΑ, Καναδά, Ιταλία, Ισπανία, Μεξικό, Βραζιλία, Χιλή, Κίνα και Νότια Αφρική. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν τη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική θεωρία, την κοινωνιολογία των ΜΜΕ και της σύγχρονης κουλτούρας, την κοινωνική οργάνωση των μιντιακών βιομηχανιών, την κοινωνική και πολιτική επίδραση των τεχνολογιών πληροφόρησης και επικοινωνίας, καθώς και τις μεταβαλλόμενες μορφές της πολιτικής επικοινωνίας. Άλλα έργα του είναι τα: Ideology and Modern Culture (1990), The Media and Modernity (1995), Political Scandal. Power and visibility in the Media Age (2000) και Books in the Digital Age (2005). Το βιβλίο του Οι έμποροι της κουλτούρας (Πεδίο, 2017), για τον χώρο του βιβλίου και των εκδόσεων, στάθηκε η αφορμή για τη συζήτησή μας.
Από πότε αρχίσατε να μελετάτε συστηματικά τον εκδοτικό κλάδο;
Άρχισα να κάνω συστηματική έρευνα στη βιομηχανία του βιβλίου το 1999, επομένως δουλεύω σε αυτόν τον τομέα περίπου 20 χρόνια. Αλλά με ενδιέφερε η έκδοση βιβλίων από τις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Γράφετε ότι στην αρχή μελετήσατε τις πανεπιστημιακές εκδόσεις και έπειτα μετακινηθήκατε στον χώρο των εμπορικών εκδόσεων. Ποια ήταν τα κίνητρα της έρευνάς σας;
Όταν ξεκίνησα να δουλεύω στη βιομηχανία των μίντια στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, εξεπλάγην από το γεγονός ότι υπήρχε μεγάλη ποικιλία στη βιβλιογραφία που αφορούσε τις εφημερίδες και τα περιοδικά, τα οπτικοακουστικά μέσα, όπως οι ταινίες και η τηλεόραση, και τα ανερχόμενα μέσα όπως το διαδίκτυο, αλλά υπήρχε πολύ περιορισμένη βιβλιογραφία σχετικά με αυτό που στην πραγματικότητα ήταν το παλαιότερο είδος της βιομηχανίας των MME: τη βιομηχανία έκδοσης βιβλίων. Υπήρχε ένας καθιερωμένος τομέας για την ιστορία του βιβλίου γενικά, αλλά δεν υπήρχε μια ενημερωμένη αναφορά στη σύγχρονη βιομηχανία έκδοσης του βιβλίου στον αγγλόφωνο κόσμο – το πώς δηλαδή ήταν οργανωμένη, πώς λειτουργούσε και πώς άλλαζε. Ο στόχος μου ήταν να αναπληρώσω αυτό το κενό. Ξεκίνησα με τον χώρο των ακαδημαϊκών εκδόσεων –τον κόσμο των πανεπιστημιακών εκδοτικών οίκων και των εκδοτών της ανώτατης εκπαίδευσης–, επειδή ήταν ο κόσμος που γνώριζα καλύτερα. Όταν τελείωσα τη μελέτη μου με τις ακαδημαϊκές εκδόσεις και την εξέδωσα με τον τίτλο Books in the Digital Age (Τα βιβλία στην ψηφιακή εποχή), αποφάσισα να εμβαθύνω στο κυρίαρχο ρεύμα των εμπορικών εκδόσεων και να δω αν μπορούσα να βγάλω νόημα από αυτές. Οι έμποροι της κουλτούρας είναι το αποτέλεσμα της έρευνάς μου στον κόσμο των αγγλοαμερικανικών εμπορικών εκδόσεων.
Αλλά από το 2012 και μετά συνέβη κάτι εξίσου αναπάντεχο: η αύξηση των πωλήσεων των e-books σταμάτησε. Η καμπύλη των πωλήσεών τους άρχισε να σταθεροποιείται, ακόμα και να μειώνεται, ενώ οι πωλήσεις των έντυπων βιβλίων άρχισαν να ανεβαίνουν ξανά.
Πόσα χρόνια διήρκεσε η έρευνά σας και πώς τη δρομολογήσατε;
Διεξήγαγα την έρευνα σε μία περίοδο τεσσάρων ετών, μεταξύ 2005 και 2009. Έκανα περίπου 280 συνεντεύξεις με ανθρώπους διαφόρων ειδικοτήτων που απασχολούνται στη βιομηχανία του βιβλίου στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, από διευθύνοντες συμβούλους και οικονομικούς διευθυντές μεγάλων εκδοτικών οίκων, όπως οι Penguin και Random House (τότε ήταν ξεχωριστές εταιρείες), μέχρι εκδότες, διευθυντές παραγωγής, προσωπικό μάρκετινγκ, υπεύθυνους δημοσίων σχέσεων, υπεύθυνους πωλήσεων, βιβλιοπώλες, ατζέντηδες και συγγραφείς.
Στη μελέτη σας μιλάτε για την εξέλιξη των μικρών βιβλιοπωλείων σε αλυσίδες καταστημάτων με μεγάλες πωλήσεις. Στη σημερινή εποχή, οι αλυσίδες καταστημάτων θα αντέξουν στις σεισμικές δονήσεις της οικονομικής κρίσης;
Η μεταβαλλόμενη φύση του τοπίου των λιανικών πωλήσεων αποτελεί κλειδί στον μετασχηματισμό της βιομηχανίας έκδοσης βιβλίων τα τελευταία 50-60 χρόνια. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, τα περισσότερα βιβλία στον αγγλόφωνο κόσμο πωλούνταν, από τη μια μεριά, μέσω μιας πληθώρας ανεξάρτητων μικρών βιβλιοπωλείων, και από την άλλη, μέσω διαφόρων καταστημάτων λιανικής που δεν έχουν σχέση με το βιβλίο, όπως φαρμακεία και πολυκαταστήματα, ή ακόμα και από εφημεριδοπώλες. Όλα αυτά άλλαξαν στις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80. Πρώτα υπήρξε η άνοδος των βιβλιοπωλείων στα μεγάλα εμπορικά κέντρα (τα malls) στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’60, όπως τα Waldenbooks και B. Dalton. Αυτά απορροφήθηκαν και επισκιάστηκαν από την άνοδο των αλυσίδων υπερκαταστημάτων βιβλίου κατά τη δεκαετία του ’80, ειδικά των Barnes & Noble και Borders στις ΗΠΑ και των Waterstone’s και Dillons στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα υπερκαταστήματα βιβλίου βασίζονταν σε τελείως διαφορετικές αρχές σε σύγκριση τόσο με τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία, όσο και με αυτά των εμπορικών κέντρων (malls): ήταν μεγάλα, ευρύχωρα καταστήματα που συχνά βρίσκονταν σε άριστη τοποθεσία μέσα στις πόλεις. Ήταν σχεδιασμένα ως ελκυστικοί χώροι λιανικής πώλησης που θα προσέλκυαν πελάτες και θα τους ενθάρρυναν να ξεφυλλίσουν τα βιβλία, αφού είχαν έντονο φωτισμό και διέθεταν στο εσωτερικό τους καφετέριες, αλλά και χώρους για χαλάρωση και διάβασμα. Στις ΗΠΑ μάλιστα μπορούσαν να κάνουν και εκπτώσεις, γιατί εκεί δεν υπήρχε η ενιαία τιμή βιβλίου. Οι αλυσίδες υπερκαταστημάτων βιβλίου επεκτάθηκαν ταχύτατα στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 με καταστήματα στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο πολλών μικρών ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων, τα οποία δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν την ποικιλία και τις χαμηλές τιμές τους. Ωστόσο, από τις αρχές του 2000, οι αλυσίδες υπερκαταστημάτων βιβλίου άρχισαν να αντιμετωπίζουν τα δικά τους προβλήματα. Κάποια από αυτά τα προβλήματα προέρχονταν από την ίδια την ταχύτατη εξάπλωσή τους: τόσο η Barnes & Noble όσο και η Borders είχαν ανοίξει εκατοντάδες καταστήματα σε όλη την Αμερική και ανταγωνίζονταν τώρα μεταξύ τους για τα δολάρια των καταναλωτών, σε μία μάλιστα κατά μεγάλο μέρος κορεσμένη αγορά βιβλίων. Έτσι, δεν ήταν ξεκάθαρο ότι και οι δύο θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Αλλά υπήρχαν και δύο άλλες απειλές που έγιναν αυξανόμενα εμφανείς στις αρχές του 2000: Πρώτον, η εμφάνιση στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ενός νέου ανταγωνιστή, της Amazon, που ξεκίνησε ταπεινά σε ένα γκαράζ στο Σιάτλ το 1995 αλλά αναπτύχθηκε με εκπληκτικό ρυθμό στα τέλη της δεκαετίας του ’90 με αρχές του 2000. Δεύτερον, η ταχεία αύξηση των πωλήσεων των e-books από το 2008 και μετά, ακολουθώντας και το λανσάρισμα του Amazon Kindle τον Νοέμβριο του 2007. Σε συνδυασμό μεταξύ τους, οι δύο αυτές εξελίξεις άρχισαν να ζημιώνουν σοβαρά το μερίδιο αγοράς των αλυσίδων υπερκαταστημάτων βιβλίου. Όταν ξέσπασε η κρίση του 2007-2008, οι τελευταίες βρίσκονταν ήδη σε πολύ μειονεκτική θέση. H Borders ήταν η πρώτη που λύγισε και το 2011 οδηγήθηκε σε πτώχευση. Η αλυσίδα Barnes & Noble υπέστη μείωση των εσόδων της από το 2012 και έκλεισε πολλά καταστήματα. Η Barnes & Noble μπορεί μεν να συνεχίζει να υπάρχει σε συρρικνωμένη μορφή, με λιγότερα καταστήματα και ουσιαστικά μειωμένο μερίδιο αγοράς, αλλά δεν είναι πια η δύναμη στις λιανικές πωλήσεις βιβλίου που ήταν τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Από πολλές απόψεις η χρεοκοπία της Borders αποτέλεσε την αρχή του τέλους, με την έννοια ότι η εποχή που κυριαρχούσαν οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής πώλησης βιβλίων με τα υπερκαταστήματά τους εξαπλωμένα σε όλη την Αμερική έχει πια παρέλθει ανεπιστρεπτί. Μπαίνουμε σε μια νέα εποχή στον αγγλόφωνο κόσμο, στην οποία οι αλυσίδες λιανικής πώλησης που έχουν απομείνει βρίσκονται σε πιο αδύναμη θέση. Η Amazon έχει γίνει πλέον η κύρια δύναμη στη λιανική και θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Το θύμα αυτής της ενοποίησης στην εκδοτική βιομηχανία ήταν κυρίως οι μεσαίου μεγέθους εκδοτικοί οίκοι και όχι οι μικροί.
Οι εκδοτικοί οίκοι έχουν γίνει μεγαλύτεροι και οι απαιτήσεις έγιναν επίσης μεγαλύτερες. Ποια είναι σήμερα τα κριτήρια επιλογής για την έκδοση ενός βιβλίου;
Η ενοποίηση των εκδοτικών οίκων αποτελεί το δεύτερο κλειδί στον μετασχηματισμό της βιομηχανίας εκδόσεων από τη δεκαετία του ’60. Με την πρόσφατη συγχώνευση των εκδοτικών οίκων Penguin και Random House, υπάρχουν τώρα μόνο πέντε μεγάλες εκδοτικές εταιρείες στις αγγλοαμερικανικές εμπορικές εκδόσεις, οι οποίες αναλογούν σε μεγάλο μερίδιο των λιανικών πωλήσεων. Αλλά καθεμία από αυτές τις μεγάλες εκδοτικές εταιρείες περιλαμβάνει πολλές διαφορετικές μικρότερες εκδόσεις, που σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν με τις δικές τους εκδοτικές πολιτικές και προτεραιότητες – είναι παραπλανητικό και λανθασμένο να πιστεύουμε ότι όλες λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο και χρησιμοποιούν τα ίδια κριτήρια. Υπάρχει πολύ μεγάλη ποικιλία στο εσωτερικό των μεγάλων εκδοτικών εταιρειών, αλλά και σε όλο το εύρος τους. Τα κριτήρια που τίθενται από τον Farrar, Straus & Giroux, έναν λογοτεχνικό εκδοτικό οίκο που είναι τώρα τμήμα του Holtzbrinck Group, είναι πολύ διαφορετικά από τα κριτήρια που τίθενται από τον Grand Central Publishing, έναν εμπορικό εκδοτικό οίκο της Hachette. Ο FSG και άλλοι εκδοτικοί οίκοι και όμιλοι θα εκδώσουν πιο πολύ λογοτεχνικά βιβλία, συμπεριλαμβανομένης της ποίησης, που δεν θα εκδίδονταν ποτέ από πιο εμπορικούς εκδοτικούς οίκους και ομίλους. Επίσης, είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι που ανήκουν σε μεγάλες εταιρείες έπρεπε να βρουν τους δικούς τρόπους για να λειτουργήσουν σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον λιανικών πωλήσεων, καθώς και στις μεταβαλλόμενες προσδοκίες όσον αφορά την οικονομική τους απόδοση. Καθώς οι πωλήσεις πολλών τίτλων έχουν μειωθεί, προσπάθησαν να ανακαλύψουν τίτλους με τους οποίους πίστευαν ότι μπορούσαν να πάνε ενάντια στο ρεύμα της αγοράς και να επιτύχουν πωλήσεις καλύτερες από τον μέσο όρο, ίσως ακόμη και να τις ξεπεράσουν επιτυγχάνοντας ένα bestseller. Φυσικά, αυτό είναι πολύ δύσκολο – αυτό που μπορείς να πεις με σιγουριά για τις εμπορικές εκδόσεις είναι ότι για έναν μεγάλο αριθμό νέων βιβλίων που εκδίδονται κάθε χρόνο κανείς δεν ξέρει πόσο καλά θα πάνε. Εδώ είναι θέμα τύχης. Αλλά υπάρχουν πολλά πράγματα που οι εκδότες και οι υπεύθυνοι έκδοσης χρησιμοποιούν για να επιλέξουν ποια βιβλία να εκδώσουν. Πρώτα και κύρια, στηρίζονται στην κρίση τους από την ανάγνωση της αρχικής πρότασης ή του ίδιου του χειρογράφου. Ψάχνουν για συγκεκριμένα πράγματα ανάλογα με το είδος του βιβλίου, στο τέλος όμως είναι μια προσωπική κρίση, ένα ενστικτώδες προαίσθημα από την πλευρά του υπεύθυνου έκδοσης. Αν πρόκειται για μυθιστόρημα ενός νέου συγγραφέα που κάνει το ντεμπούτο του, τότε συνήθως ψάχνουν για οικεία γνωρίσματα στον χαρακτήρα, την πλοκή και τη φωνή, ειδικά τη φρεσκάδα και την αυθεντικότητα αυτής της φωνής. Αλλά πρέπει και να μπορούν να προβλέψουν πώς θα εκδώσουν και θα προωθήσουν το βιβλίο στην αγορά, πώς θα κάνουν μια ρεαλιστική εκτίμηση του αριθμού των αντιτύπων που θα μπορούσαν να πουλήσουν και σε ποια τιμή, όπως επίσης να επεξεργαστούν πόσα χρήματα πρέπει να ξοδέψουν γι’ αυτό. Εκεί είναι που πολλά νέα εγχειρήματα αποτυγχάνουν: ο/η υπεύθυνος/η έκδοσης μπορεί να μην έχει πεισθεί (πόσο μάλλον οι συνεργάτες του) ότι ένα νέο βιβλίο θα πουλήσει τα αντίτυπα που πρέπει να πουλήσει, προκειμένου να το επιλέξουν ως τίτλο προς έκδοση. Τα ελάχιστα αυτά κριτήρια ποικίλλουν από τίτλο σε τίτλο, από εκδότη σε εκδότη και από τη μια εκδοτική εταιρεία στην άλλη, όπως επίσης μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου. Αλλά η αλήθεια είναι ότι στους περισσότερους εκδοτικούς οίκους που ανήκουν σε μεγάλες εταιρείες η επιλογή αυτή γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Ενώ πριν από 20-25 χρόνια ένας μεγάλος εκδότης στις ΗΠΑ μπορεί να λάνσαρε 10.000-15.000 αντίτυπα ενός μυθιστορήματος ενός αγνώστου συγγραφέα και να πουλούσε τα 6.000-10.000, τώρα είναι πιο πιθανό να λανσάρει 5.000-6.000 και να πουλήσει τα 3.000-4.000. Και σε αυτό το σημείο αναρωτιέται κανείς αν αξίζει να εκδίδει βιβλία αυτού του τύπου με δεδομένα τον χρόνο, την ενέργεια και των χρημάτων που επενδύει σε αυτά. Εδώ έγκειται η πηγή αυτού που συχνά αναφέρεται ως κρίση του εμπορικού βιβλίου μεσαίας λίστας: Βιβλία που μπορεί να ήταν βιώσιμα για τους μεγάλους εμπορικούς εκδότες πριν από 20-25 χρόνια, πουλούν πλέον πολύ λίγα αντίτυπα ώστε να προσελκύουν το ενδιαφέρον των μεγάλων εκδοτών. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα βιβλία αυτά δεν θα εκδίδονται πια, αλλά ότι μάλλον δεν θα εκδίδονται από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους.
Η μεταβαλλόμενη φύση του τοπίου των λιανικών πωλήσεων αποτελεί κλειδί στον μετασχηματισμό της βιομηχανίας έκδοσης βιβλίων τα τελευταία 50-60 χρόνια.
Παρ’ όλη τη μεταβολή της εκδοτικής αγοράς, πολλοί μικροί εκδοτικοί οίκοι άντεξαν μέσα στον χρόνο. Ποια είναι τα στοιχεία που τους βοήθησαν να αντέξουν;
Όχι μόνο επιβίωσαν οι μικροί εκδοτικοί οίκοι, αλλά δημιουργήθηκαν πολλοί νέοι ακόμη. Στην πραγματικότητα, παράλληλα με την ενοποίηση μεγάλων εκδοτικών εταιρειών, είδαμε και την εξάπλωση νέων τολμηρών εκδοτικών εγχειρημάτων πολλών ειδών. Το θύμα αυτής της ενοποίησης στην εκδοτική βιομηχανία ήταν κυρίως οι μεσαίου μεγέθους εκδοτικοί οίκοι και όχι οι μικροί. Οι μεσαίοι εκδοτικοί οίκοι ήταν αυτοί που αγοράστηκαν από τις μεγάλες εταιρείες και μετατράπηκαν σε μικρότερες εκδόσεις των μεγάλων εκδοτικών οίκων, ενώ οι μικροί εκδοτικοί οίκοι αφέθηκαν ως επί το πλείστον να διεξάγουν τις εκδοτικές τους δραστηριότητες στο περιθώριο του χώρου των εκδόσεων. Είναι δύσκολο για πολλούς εκδότες: Πολλοί ζουν μεροδούλι μεροφάι και χρησιμοποιούν τις προσωπικές τους πιστωτικές κάρτες για να πληρώσουν τις εκτυπώσεις των βιβλίων και μάχονται για να δώσουν τα βιβλία τους σε καταστήματα λιανικής, καθώς και να τραβήξουν την προσοχή των κριτικών βιβλίου. Αλλά υπήρξαν και κάποιες εξελίξεις που λειτούργησαν προς το συμφέρον τους. Πρώτα απ’ όλα, οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες μείωσαν τους φραγμούς εισόδου στις εκδόσεις, οι οποίοι ήταν σε κάθε περίπτωση χαμηλότεροι σε σχέση με πολλές άλλες βιομηχανίες των μίντια, μειώνοντας έτσι σημαντικά το κόστος στοιχειοθέτησης και επιτρέποντας στους εκδότες να τυπώνουν πολύ μικρές ποσότητες βιβλίων ή ακόμα και να τυπώνουν κατόπιν παραγγελίας. Επιπλέον, η άνοδος της Amazon επέτρεψε στους μεν μικρούς εκδότες να πουλούν τα βιβλία τους και στους δε αναγνώστες τους να τους βρίσκουν, χωρίς να χρειάζεται να πείσουν τους βιβλιοπώλες των παραδοσιακών βιβλιοπωλείων να τα βάλουν στα ράφια τους. Και η άνοδος του διαδικτύου και των social media προσέφερε στους εκδότες, συμπεριλαμβανομένων των μικρότερων, πολλά νέα εργαλεία με τα οποία μπορούν πλέον να προσεγγίσουν πιθανούς αναγνώστες, χωρίς να χρειάζεται να βασίζονται σε παραδοσιακούς τρόπους κριτικής βιβλίου για να δημοσιοποιήσουν τα βιβλία τους.
Μπαίνουμε σε μια νέα εποχή στον αγγλόφωνο κόσμο, στην οποία οι αλυσίδες λιανικής πώλησης που έχουν απομείνει βρίσκονται σε πιο αδύναμη θέση. Η Amazon έχει γίνει πλέον η κύρια δύναμη στη λιανική και θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Ποια είναι η τύχη του έντυπου βιβλίου; Θα αντέξει στον χρόνο ή θα περάσουμε σε μια εποχή μόνο ψηφιακών βιβλίων;
Τα τελευταία 20 χρόνια έχουν διατυπωθεί πάρα πολλές υποθέσεις για την επικείμενη πτώση του έντυπου βιβλίου και την αντικατάστασή του από το ηλεκτρονικό βιβλίο. Οι δημοσιογράφοι τρελαίνονται γι’ αυτό το θέμα, διότι «πουλάει» με ωραία πρωτοσέλιδα, όπως «Αντίο, Γουτεμβέργιε!» ή «Το τέλος του πολιτισμού όπως τον γνωρίζουμε». Και στις αρχές του 2000 υπήρξαν πολλοί στον κόσμο της βιομηχανίας των εκδόσεων που σκέφτονταν σοβαρά το μέλλον του κλάδου: ανησυχούσαν βλέποντας τι συνέβαινε στη μουσική βιομηχανία και φοβόντουσαν ότι κάτι ανάλογο θα συνέβαινε και στον χώρο των εκδόσεων βιβλίου. Η τεράστια επιτυχία του Kindle της Amazon έδειχνε να επιβεβαιώνει τους φόβους τους: οι πωλήσεις των e-books άρχισαν να απογειώνονται στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2008, και για 3-4 χρόνια αυξάνονταν με ραγδαίο ρυθμό. Αν δούλευες στη βιομηχανία των εκδόσεων το 2010-11, δεν θα ήταν παράλογο να πιστεύεις ότι για ορισμένες κατηγορίες βιβλίων, όπως τα ρομαντικά μυθιστορήματα, η έντυπη εκδοχή τους θα μπορούσε σύντομα να εκλείψει. Αλλά από το 2012 και μετά συνέβη κάτι εξίσου αναπάντεχο: η αύξηση των πωλήσεων των e-books σταμάτησε. Η καμπύλη των πωλήσεών τους άρχισε να σταθεροποιείται, ακόμα και να μειώνεται, ενώ οι πωλήσεις των έντυπων βιβλίων άρχισαν να ανεβαίνουν ξανά. Οι ειδήμονες που πριν από λίγα χρόνια προέβλεπαν με σιγουριά ότι το τέλος του βιβλίου ήταν κοντά, τώρα μασούσαν τα λόγια τους. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα τα επόμενα χρόνια. Οι τάσεις αυτές είναι φύσει απρόβλεπτες και βασίζονται σε πλήθος παραγόντων που δεν μπορούν να υπολογιστούν, όπως κάποιες άγνωστες ακόμα καινοτομίες στην τεχνολογία, καθώς και οι συνήθειες και τα γούστα των αναγνωστών. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι το μέλλον δεν θα είναι η μονόπλευρη μετατόπιση από την έντυπη στην ψηφιακή μορφή, αλλά μια μεικτή οικονομία έντυπου και ψηφιακού. Τα έντυπα και τα ηλεκτρονικά βιβλία θα συνυπάρχουν σε μία υβριδική κουλτούρα έντυπου και ψηφιακού, και το μερίδιο αγορών που αντιστοιχεί σε έντυπο ή ψηφιακό θα ποικίλλει από βιβλίο σε βιβλίο και από τον έναν τομέα της εκδοτικής βιομηχανίας στον άλλο. Θα διαφέρουν επίσης από τη μία κουλτούρα στην άλλη και από το ένα πλαίσιο αναφοράς στο άλλο: αυτές οι εξελίξεις βασίζονται σε έναν συνδυασμό παραγόντων που διαφέρουν από τη μία κουλτούρα και γλώσσα στην άλλη και δεν πρέπει να υποθέτουμε ότι αυτό που συνέβη στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 2008 και μετά θα συμβεί και αλλού. Η απορρόφηση των ηλεκτρονικών βιβλίων στις ηπειρωτικές ευρωπαϊκές χώρες έχει παραμείνει πολύ χαμηλότερη από αυτή στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο και αυτό μπορεί να συνεχιστεί. Η ψηφιακή επανάσταση μας έχει κάνει να δούμε καθαρότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν ότι «το βιβλίο» δεν είναι ίδιο με το τυπωμένο σε χαρτί αντικείμενο που κρατάμε στα χέρια μας: το βιβλίο είναι το περιεχόμενο, ένα εκτεταμένο κείμενο μέσω του οποίου λέμε ιστορίες ο ένας στον άλλο και εξετάζουμε πτυχές του κόσμου μας, και το περιεχόμενο αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό και να μεταδοθεί με άλλες, μη έντυπες, μορφές. Ωστόσο, το έντυπο βιβλίο έχει πολλά χαρακτηριστικά –γνωστικά, αισθητικά και κοινωνικά– που το καθιστούν μια πολύ ελκυστική μορφή για να διαβάζουμε και να μοιραζόμαστε εκτεταμένα κείμενα, και είναι απίθανο να εξαφανιστεί στο κοντινό μέλλον.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Θοδωρής Ιντζέμπελης
Οι έμποροι της κουλτούρας
Η εκδοτική βιομηχανία του εικοστού πρώτου αιώνα
John B. Thompson
μετάφραση: Παυλίνα Χατζηγεωργίου, Λεωνίδας Αναγνωστόπουλος, Αλέξανδρος Ηλιόπουλος
επιμέλεια: Άννα Καρακατσούλη
Πεδίο
576 σελ.
ISBN 978-960-546-779-1
Τιμή €33,00
πηγή : diastixo.gr