Ισίδωρος Ζουργός: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα

2017-09-07 17:22

Ο Ισίδωρος Ζουργός γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως δάσκαλος. Έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με διάφορα περιοδικά δημοσιεύοντας ποίηση και πεζογραφία, καθώς και βιβλιογραφικά κριτικά σημειώματα. Έχει επίσης ασχοληθεί με θέματα διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο δημοτικό σχολείο και ιστορίας της εκπαίδευσης. Το 1996 συμμετείχε στη συλλογική έκδοση κειμένων για την εκπαίδευση με τον τίτλο Αναπνέοντας κιμωλία – γραφές εκπαιδευτικών από τις εκδόσεις Σαββάλα. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα: Φράουστ (εκδόσεις Λιβάνη, 1995/εκδόσεις Πατάκη, 2010), Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού (εκδόσεις Πατάκη, 2000/2007), Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού (εκδόσεις Πατάκη, 2002/2010), Στη σκιά της πεταλούδας (εκδόσεις Πατάκη, 2005), Η αηδονόπιτα (εκδόσεις Πατάκη, 2008), Ανεμώλια (εκδόσεις Πατάκη, 2011 – Βραβείο Αναγνωστών ΕΚΕΒΙ), Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο (εκδόσεις Πατάκη, 2014 – Ειδικό Βραβείο βιβλιοπωλών Public). Επίσης συνέγραψε με τον σκηνοθέτη Πάνο Καρκανεβάτο το σενάριο της μεγάλου μήκους ταινίας Όχθες (2015).

Συναντηθήκαμε με αφορμή το νέο του βιβλίο Λίγες και μια νύχτες που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

 

Γιατί λίγες νύχτες;

Λίγες γιατί όλα ξεκινάνε από ένα ιστορικό γεγονός, όταν τον Απρίλιο του 1909 στη Θεσσαλονίκη φτάνει ένα πολύ περίεργο τρένο, το οποίο δεν έχει επιβάτες όπως όλα τα τρένα παρά μόνο σε ένα βαγόνι υπάρχει ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, τον οποίο μόλις έχουν εκθρονίσει οι Νεότουρκοι από την Κωνσταντινούπολη. Με μια μικρή ακολουθία έρχεται αιχμάλωτος στη Θεσσαλονίκη και φυλακίζεται στη βίλα Αλλατίνι, την πιο εντυπωσιακή έπαυλη στην πιο εντυπωσιακή συνοικία της εποχής, τη συνοικία των Εξοχών.

Η μυθιστορηματική φαντασία λέει ότι αυτή η βίλα είχε έναν κηπουρό. Αυτός ο κηπουρός, ένα φτωχό παιδί που μεγάλωσε στους δρόμους και πουλούσε εφημερίδες, βλέπει σε απόσταση απίστευτα κοντινή έναν άλλο κόσμο. Βλέπει σουλτάνους, αξιωματούχους, ευνούχους, παπαγάλους, βλέπει έναν κόσμο που του φαίνεται παραμυθένιος. Αυτές τις λίγες νύχτες ζει αυτό τον κόσμο και η θέαση αυτού του κόσμου του σημαδεύει την ίδια του τη ζωή. Αυτές είναι οι λίγες νύχτες.

Τον σημαδεύει κι ένας έρωτας, ωστόσο...

Τον σημαδεύει κι ένας έρωτας, ο οποίος έχει να κάνει με ένα μικρό κορίτσι, την κόρη του οικονομικού συμβούλου του σουλτάνου, η οποία επιτείνει τη μαγεία όσων ζει εκείνες τις λίγες νύχτες. Ο μικρός Λευτέρης είναι ο βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου.

Η γνώση της ιστορίας του τόπου σου θεωρώ ότι είναι, επιπλέον, θεμέλιος λίθος αυτογνωσίας. Το να γνωρίζω τι προηγήθηκε στο άμεσο περιβάλλον όπου ζω είναι εξαιρετικά σημαντικό δομικό στοιχείο της αντίληψής μου και της συγκρότησής μου.

Και ποια είναι εκείνη η μία νύχτα;

Το βιβλίο παρακολουθεί τη ζωή αυτού του ανθρώπου από τον Απρίλιο του 1909 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70, όπου τον ξαναβρίσκουμε μια νύχτα να είναι τυφλός, γέρος, ανήμπορος, με άλλο όνομα, να ζει σε ένα ρετιρέ μιας πολυκατοικίας η οποία χτίστηκε με αντιπαροχή πάνω στη Συνοικία των Εξοχών και να συνομιλεί με τον συγγραφέα που καταγράφει τη ζωή του.

Αυτά τα μαθαίνουμε και από τα κεφάλαια που παρεμβάλλονται στην αφήγηση, τα «στάσιμα», τη συνομιλία του συγγραφέα της ζωής του Ευγένιου Ζιρντό, πια. Είναι τα «στάσιμα» και συνομιλία του συγγραφέα με το αναγνωστικό κοινό;

Να το διευκρινίσουμε αυτό. Αρχικά είναι η συνομιλία του βιογραφούμενου με τον βιογράφο. Μόνο που ο βιογράφος είναι συγγραφέας κι έχει όλη αυτή τη λογοτεχνική αυθαιρεσία καθώς βιογραφεί τη ζωή. Ουσιαστικά διαβάζει ο βιογράφος στον βιογραφούμενο τη ζωή του, αλλά μεταξύ τους δεν τα βρίσκουν πάντα. Διαφωνούν, γκρινιάζουν, μαλώνουν, διότι τα θέματα της γραφής εξετάζονται με ευρύτητα μέσα από αυτά τα «στάσιμα», τα μικρά κεφάλαια που διακόπτουν την αφήγηση της ζωής του Λευτέρη Ζεύγου.

Υπάρχουν όρια ανάμεσα στον συγγραφέα και στον ήρωά του, λοιπόν; Δεν μπορεί να τον χειρίζεται όπως θέλει.

Αυτό είναι γεγονός. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση δεν μιλάμε για έναν ήρωα που έχει επινοήσει ο συγγραφέας, αλλά για έναν άνθρωπο που έχει διηγηθεί τη ζωή του σε κάποιον φιλόδοξο συγγραφέα και αυτός την αλλάζει σύμφωνα με τη βούλησή του. Άρα έχουμε και τις πρώτες νύξεις και υπαινιγμούς για την εξουσία της γραφής, για μια πιθανή δικτατορία της και για τη σχετικότητα της απεικόνισης των πραγμάτων. Σε κάποια στιγμή ο συγγραφέας δηλώνει απερίφραστα στον Λευτέρη Ζεύγο, που είναι πια γέρος: «Θα μείνει αυτό που έχω γράψει εγώ κι όχι αυτό που θυμάσαι εσύ ότι έχει γίνει μ’ αυτόν τον τρόπο». Μπαίνουν, νομίζω, μέσα από τα «στάσιμα» πάρα πολλά θέματα που αφορούν τη φύση και τη δημιουργία της γραφής, φιλοσοφικά και γραμματολογικά ερωτήματα και μια γενικότερη συζήτηση, η οποία είναι εν είδει ιντερμέδιου στην αφήγηση της ζωής του Λευτέρη Ζεύγου.

Ο Ζαχάρωφ και ο Γιούγκερμαν. Γιατί επιλέξατε να εμπλέξετε αυτά τα δύο συγκεκριμένα πρόσωπα στο μυθιστόρημά σας;

Κοιτάξτε, οι συγγραφείς είναι εμμονικά όντα. Όταν έχεις εμμονή με ένα βιβλίο και έναν ήρωα μπαίνει ο πειρασμός να κάνεις ένα νεύμα και να τον εντάξεις και στον δικό σου βιβλίο σε έναν άλλο μυθιστορηματικό κόσμο. Το έχω κάνει και στις σκηνές από τον Βίο του Ματίας Αλμοσίνο, όπου κι εκεί ανοίγω την πόρτα και βάζω μυθιστορηματικούς ήρωες να συνομιλούν με τους δικούς μου. Δείτε το σαν μια συνάντηση δύο κόσμων, όπου όμως όταν αλλάξει το κεφάλαιο ο κάθε ένας κόσμος γυρνάει στη θέση του και συνεχίζουν ξεχωριστές πορείες. Ήθελα ο Γιούγκερμαν να είναι ο φίλος του ήρωά μου, ζώντας κι εγώ λίγο από Γιούγκερμαν, μια και ο Καραγάτσης μάς έχει αφήσει χρόνους, και από την άλλη έκανα το παιδικό μου όνειρο πραγματικότητα. Έμπαινα κι εγώ σε κόσμους που σε άλλη περίπτωση δεν θα μπορούσα να μπω.

Όσο για τον Ζαχάρωφ, όποιος κοιτάξει την ιστορία του 20ού αιώνα μέσα στο πρόσωπο του Ζαχάρωφ νιώθει μια ανατριχίλα. Είναι ένα επαίσχυντο γεγονός ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, που έχει στείλει 9 εκατομμύρια ανθρώπους στους λάκκους, και πίσω από αυτούς τους ανθρώπους υπάρχει ένας άνθρωπος ο οποίος έχει θησαυρίσει πουλώντας τις μηχανές του θανάτου. Ο Ζαχάρωφ είναι μια μυστηριώδης περσόνα του κακού την οποία ήθελα με κάποιον τρόπο να εντάξω, όχι όμως με έναν τρόπο απλοϊκό που θα έλεγε ότι είναι ένας κακός έμπορος όπλων, αλλά με τρόπο που να κάνει τη διαπλοκή του φωτεινού με το σκοτεινό, του ηθικού με το ανήθικο, μυθιστορηματικά ενδιαφέρουσα.

Με ποιο επίθετο θα χαρακτηρίζατε τον Ζιρντό;

Δεν μπορεί με τίποτα ο συγγραφέας να είναι το λυσάρι των βιβλίων του. Είναι φανερό, ωστόσο, ότι ο Ζιρντό είναι κυνικός, ατομιστής, έχει το όνειρο του πλούτου το οποίο είναι κίνητρο δράσης, αλλά ίσως είναι και ο εφιάλτης της ζωής του, γιατί η μοναξιά είναι παρούσα. Νομίζω ότι είναι ένα τραγικό πρόσωπο ο Ζιρντό. Ο Ζιρντό είναι το θηρίο που άλλοτε είναι φυλακισμένο κι άλλοτε ελεύθερο κι έχει την ανάγκη να ουρλιάξει.

Η Μίρζα είναι η πραγματίστρια γυναίκα;

Η Μίρζα είναι η γυναίκα αυτή η οποία είναι όμηρος των αντιλήψεων του αιώνα της, έχει κάνει κάποιες προσπάθειες για να απεμπλακεί αλλά επί της ουσίας είναι και αυτή κάτω από τη Σκιά της πεταλούδας, όπως έγραφα σε εκείνο το παλιό μυθιστόρημα. Η Μίρζα είχε ένα κομμάτι υποταγής στη μοίρα της.

Πόσο ένας συγγραφέας στηρίζεται από ένα σταθερό οικογενειακό περιβάλλον;

Nομίζω ότι οι συγγραφείς είναι εκείνη η κατηγορία των δημιουργών-καλλιτεχνών που δεν ομαδοποιούνται εύκολα. Ίσως να διακρίνουμε σε άλλους καλλιτέχνες (π.χ. μουσικοί, εικαστικοί, σκηνοθέτες) κοινά χαρακτηριστικά, επειδή είναι αναγκασμένοι να δημιουργούν μέσα από ομάδες, από συλλογικότητες. Οι συγγραφείς είμαστε εμείς και το χαρτί. Και είμαστε άνθρωποι που δεν έχουμε συνηθίσει και πολύ να μοιραζόμαστε και να κοινωνούμε κατά την ώρα της δημιουργίας. Αυτό σημαίνει ότι σε κάποιους από εμάς ταιριάζει η οικογένεια, σε κάποιους άλλους δεν ταιριάζει, για κάποιον λόγο. Εγώ νομίζω ότι, ούτως ή άλλως, η ανθρώπινη στήριξη είναι σημαντική. Άλλωστε υπάρχει εκείνο το παλιό, αξεπέραστο ρητό που λέει ότι «η μοναξιά εμπνέει και η κοινωνία διδάσκει». Ο Καζαντζάκης το έλεγε αλλιώς: «Έξι μήνες με τον κόσμο κι έξι μήνες μοναχός για να μη χάνω ούτε την έμπνευση αλλά ούτε και την επαφή με τους ανθρώπους».

Επινοούμε για να ζήσουμε, διότι στο άμεσο βίωμα δεν το καταφέρνουμε. Γράφουμε για να μπούμε στις ζωές των άλλων. Διαβάζουμε γιατί η δικιά μας η ζωή δεν μας φαίνεται αρκούντως ικανοποιητική. Άρα, ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με ένα παιχνίδι συσχετισμών, αλληλεπιδράσεων, έριδων ανάμεσα στους συντελεστές της γραφής. Εγώ θεωρώ ότι η γραφή είναι ένα φιλοσοφικό πέλαγος.

Η ιστορική μνήμη ως κίνητρο για τον συγγραφέα και η διδασκαλία της τοπικής ιστορίας. Ποια είναι η άποψή σας ως εκπαιδευτικού;

Η τοπική ιστορία τα τελευταία χρόνια προβλέπεται ως μια παράλληλη δραστηριότητα, ως πρότζεκτ, ως μια διαθεματική προσέγγιση μέσα από τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Μπορείτε να καταλάβετε ότι ζητάμε απίστευτα πράγματα για την ιστορία που θα διδάσκεται και για καθαρά λόγους εργονομικούς δεν μπορεί η γενική ιστορία να μας προσφέρει. Θεωρώ ότι η ιστορία του σχολείου μπορεί να δώσει ένα πρώτο ερέθισμα, μια βασική πυξίδα και γνώση, έχει να κάνει πάρα πολύ με τον εκπαιδευτικό που διδάσκει το μάθημα. Η τοπική ιστορία θα πρέπει να στηριχθεί με επιπλέον κίνητρα, διότι η γνώση της ιστορίας του τόπου σου θεωρώ ότι είναι, επιπλέον, θεμέλιος λίθος αυτογνωσίας. Το να γνωρίζω τι προηγήθηκε στο άμεσο περιβάλλον όπου ζω είναι εξαιρετικά σημαντικό δομικό στοιχείο της αντίληψής μου και της συγκρότησής μου.

Τι λένε οι μαθητές σας που ο δάσκαλός τους είναι ένας τόσο γνωστός συγγραφέας;

Αυτή είναι μια ερώτηση που έρχεται και επανέρχεται συχνά. Το να είσαι δάσκαλος είναι ρόλος και αυτό δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να μπερδεύεται με τη συγγραφική ιδιότητα. Είμαι ένας δάσκαλος που αγαπά τα βιβλία, κι έτσι με βλέπουν εδώ και τριάντα χρόνια τα παιδιά μου.

Από κει και πέρα, προφανώς το να είσαι δάσκαλος σου δίνει και μια ευελιξία, επειδή φτάνεις πολύ πιο εύκολα σ’ αυτό που θέλεις να πεις, καθώς έχεις ασκηθεί στο να γίνεσαι κατανοητός μ’ έναν σύντομο τρόπο. Από την άλλη, βέβαια, βοηθά πολύ και το διδασκαλικό, όταν η σχέση με τα βιβλίο σού δίνει πολύτιμες, περισσευούμενες γνώσεις ιστορίας, ας πούμε, ή άλλων κειμενικών επιστημών. Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε ότι μπορεί να στηρίξει η μία ιδιότητα την άλλη, αλλά από κει και πέρα υπάρχει πάντα ο φόβος μήπως η συγγραφή γλιστρήσει κάποια στιγμή και γίνει διδακτική. Και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να υπάρχουν τα στεγανά ανάμεσα στις δυο δραστηριότητες.

Γιατί τα παιδιά, ακόμα και της πρώτης σχολικής ηλικίας, παρακολουθούσαν ανελλιπώς το Survivor;

Νομίζω ότι οι παιδαγωγοί γνωρίζουμε για τη συμπεριφορά μέσω μίμησης. Με το Survivor από ένα σημείο και μετά συνέβη αυτό ακριβώς. Κατάλαβαν ότι αν δεν το έβλεπαν θα ήταν κοινωνικά αποσυνάγωγοι και όσο πιο ανώριμος ή μικρής ηλικίας είναι ένας άνθρωπος με όχι ισχυρά συγκροτημένη προσωπικότητα, φοβάται να διαφέρει. Εκεί το τοποθετώ, συν το γεγονός του εύκολου θεάματος, της υπερβολικής διαφήμισης, συν επίσης ότι έτσι κι αλλιώς είμαστε ένας λαός με τον περισσότερο χρόνο τηλεθέασης στην Ευρώπη (3,5 ώρες ανά άτομο, τη στιγμή που η Φινλανδία, η οποία έχει ένα κλίμα που ταιριάζει πολύ περισσότερο στην τηλεθέαση, έχει 1,5 ώρα).

Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά. Θυμηθείτε ότι ανάλογη αγελαία συνείδηση υπήρξε και στην υποδοχή του Millennium με το Big Brother.

Διαβάζουν τα παιδιά σήμερα;

Γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια στο δημοτικό και στο γυμνάσιο. Δυστυχώς στο λύκειο το εκπαιδευτικό μας σύστημα απαιτεί όλες τις δυνάμεις, την προσήλωση και την προσοχή των παιδιών. Άρα ό,τι έχει χτιστεί ως αναγνωστική συνείδηση στις προηγούμενες τάξεις ματαιώνεται, αναστέλλεται στις τάξεις του λυκείου. Σε πολλές περιπτώσεις πιστεύω ότι τα παιδιά επανέρχονται ως αναγνώστες μετά το πρώτο ή το δεύτερο έτος του πανεπιστημίου. Όμως έτσι κι αλλιώς, όλες αυτές οι μετρήσεις σχετικά με τις αναγνωστικές δεξιότητες και συνήθειες γίνονται σε παγκόσμιο επίπεδο, και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να απογοητευόμαστε όταν βλέπουμε ότι σε σχέση με το παγκόσμιο επίπεδο χάνουμε αναγνώστες, γιατί μπορεί αυτοί οι αναγνώστες να μας περιμένουν σε κάποια άλλη στροφή, κάπου στο κοντινό μέλλον, κι εντελώς απρόσμενα να τους δούμε μπροστά μας ορεξάτους για βιβλία και για ανάγνωση.

Εσείς διαβάζατε λογοτεχνία νέος; Από ποια ηλικία και μετά διαβάζατε εντατικά;

Διάβαζα πολύ περισσότερο από την αρχή της εφηβείας και μετά. Στο δημοτικό υπήρχαν αναγνώσματα, μεγάλωσα με βιβλία, όχι πολλά, μετρημένα είναι η αλήθεια, αλλά σε μένα η ανάγνωση έγινε σημαντική για τη ζωή μου στην αρχή της εφηβείας. Τότε υπάρχει μια τάση απομόνωσης, οι έφηβοι ψάχνουν τον αυτό τους, υπάρχουν μεγάλες σιωπές και αφηρημάδες – σε μένα υπήρχε η ανάγνωση σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στο παρελθόν. Φυσικά η έννοια της αναγνωστικής ιστορίας είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα έτσι όπως μελετάται τώρα από τις αναγνωστικές επιστήμες και νομίζω ότι είναι πάρα πολύ καλή πρακτική το να μελετήσει ο καθένας όσο μπορεί την αναγνωστική του ιστορία. Γιατί δεν είμαστε οι ίδιοι αναγνώστες. Όπως όλα αλλάζουν γύρω μας, οι αναγνωστικές συνήθειες και δεξιότητες εξελίσσονται κι αυτές.

Γιατί οι άντρες δεν διαβάζουν λογοτεχνία;

Αυτό είναι φιλοσοφικής τάξεως το ερώτημα (γέλια)... Η αλήθεια είναι, για να είμαστε δίκαιοι, ότι οι άντρες διαβάζουν δοκιμιακού, ιστορικού ή φιλοσοφικού περιεχομένου βιβλία. Εκεί μάλλον κατέχουν τα πρωτεία. Το ερώτημα είναι γιατί οι άντρες δεν έχουν καλή σχέση με το μυθιστόρημα. Αυτό, ξέρετε, δεν είναι καινούριο. Αν δούμε την ιστορία του μυθιστορήματος, στον 19ο αιώνα και νωρίτερα το μυθιστόρημα ήταν μια απασχόληση που κυρίως αφορούσε τις εύπορες και αργόσχολες κυρίες της άρχουσας τάξης. Αυτές διάβαζαν στερεότυπα βιβλία για τα οποία οι άντρες της εποχής εκείνης εκφράζονταν περιφρονητικά. Στις αρχές και στα μέσα του ίδιου αιώνα, παρατηρείται και στροφή στο μυθιστόρημα, όπου για πρώτη φορά υπάρχει μια μαζική εισροή στο μυθιστορηματικό είδος φιλοσοφικών και κοινωνικών προβληματισμών, το είδος ουσιαστικά απογειώνεται, πρωτοτυπεί, οι συνταγές του παρελθόντος, όπως το πικαρέσκ και τα ιπποτικά μυθιστορήματα υποχωρούν, έχουμε πια κομμάτια λογοτεχνίας τα οποία βρίσκονται σε μια συναλλαγή και σχέση με τα καθημερινά φαινόμενα και προβλήματα. Άρα η δυσπιστία για το μυθιστόρημα ως γραμματειακό είδος καλά κρατεί.

Αξιώθηκε όμως από τους Αγγλοσάξονες, από τους Γάλλους και από τους Ρώσους να αποκτήσει υπαρξιακό βάρος και φιλοσοφικούς προβληματισμούς, κι έτσι εισέρχεται στον 20ό αιώνα με τα σκήπτρα μιας σοβαρής απασχόλησης. Ας μην ξεχνάμε ότι μέσα από το μυθιστόρημα γεννήθηκε η τέχνη του κινηματογράφου. Διότι δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να έχουμε κινηματογραφικές ταινίες χωρίς να έχουμε την παράδοση του μυθιστορήματος. Σήμερα, έχει μείνει κάτι από εκείνη την κληρονομιά, η οποία είχε να κάνει κυρίως με την ενασχόληση των γυναικών με το μυθιστόρημα. Δεν υπάρχουν τα ταμπού του παρελθόντος, ωστόσο οι άντρες, ίσως επειδή είναι περισσότερο επιφορτισμένοι με τα εργασιακά και τον καθημερινό ρεαλισμό, ίσως να διστάζουν να ονειρευτούν μέσα από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος. Οι γυναίκες αποδεικνύονται πολύ πιο έτοιμες να ονειρευτούν και να χτίσουν νοερά κόσμους μέσα από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι το ζητούμενο στην πεζογραφία είναι να συμβεί αυτό το χτίσιμο των κόσμων και των εικόνων στο μυαλό της κάθε αναγνώστριας. Κι εδώ θα πούμε «αναγνώστριας», τιμής ένεκεν επειδή οι γυναίκες τιμούν περισσότερο το μυθιστόρημα.

Πιστεύετε ότι υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα καλοί μυθιστοριογράφοι;

Η αρχική διαπίστωση που είχε γίνει και με την οποία συμφωνώ είναι ότι η Ελλάδα έχει κυρίως ποιητική παράδοση και λιγότερο πεζογραφική. Υπάρχει μια καθυστέρηση στην παραγωγή μυθιστορηματικού πλούτου κι αυτό –όχι μόνο κατά τη γνώμη μου, αλλά και πολλών μελετητών– έχει να κάνει με την καθυστέρηση της συγκρότησης της αστικής τάξης στην Ελλάδα. Το μυθιστόρημα είναι ένα πνευματικό προϊόν της αστικής τάξης. Όσο η αστική τάξη ήταν ελλιπής, ανάλογη καθυστέρηση είχαμε και στο μυθιστόρημα. Σε σχέση με την ποίηση και το διήγημα υπάρχει μια σχετική καθυστέρηση. Υπάρχει επίσης και η φιλοδοξία αυτό το είδος να σταθεί στα πόδια του και να διαλλαγεί δημιουργικά με τις υπόλοιπες χώρες. Νομίζω ότι το ελληνικό μυθιστόρημα παραμένει ακόμα εσωστρεφές. Θέλω να πιστεύω, όμως, ότι κάποια στιγμή θα βρει τη θέση που του αξίζει. Προσωπικά διαισθάνομαι ότι υπάρχει μια δυναμική η οποία κάποια στιγμή θα φέρει καρπούς.

Προτιμάτε τη μεγάλη φόρμα, ωστόσο διαβάζετε διήγημα ή ποίηση;

Διαβάζω απ’ όλα, και ποίηση και διήγημα. Βέβαια, η μεγάλη φόρμα είναι η αγάπη μου. Διαβάζω φιλοσοφία, ιστορία, θεολογικά κείμενα, γενικά είμαι ένας βουλιμικός αναγνώστης. Η ανάγνωση εξακολουθεί να είναι όχι μόνο μια καθημερινή ενασχόληση ως συγγραφέα αλλά και μια ευχαρίστηση που δεν μπορώ να αποχωριστώ. Θεωρώ ότι η αναγνωστική συνήθεια είναι απαραίτητη και για τη φόρμα του λόγου αλλά και για τη γενικότερη αναζωογόνηση. Δεν μπορώ να φανταστώ έναν συγγραφέα που δεν είναι και αναγνώστης. Εγώ διαβάζω από όλα. Φυσικά το μυθιστόρημα έχει μια εξέχουσα θέση, όπως μπορείτε να καταλάβετε.

Έχετε διαβάσει πρόσφατα κάτι που θα θέλατε να μας προτείνετε;

Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία τον τελευταίο καιρό. Θα σας αναφέρω αυτό που διάβασα πριν από περίπου έναν μήνα. Θα κάνω μια παρένθεση πριν σας απαντήσω, για να σας πω ότι στα διάφορα κριτήριά μου για την αποτίμηση ενός βιβλίου εντάσσω και το κριτήριο της απόσβεσης. Όταν οι αναγνωστικές μνήμες επιμένουν και δεν εξαλείφονται γρήγορα, σημαίνει ότι αυτό το βιβλίο με αφορούσε και ορθώς το διάβασα. Αυτό που θέλω να σας προτείνω είναι Το τραπέζι της γάτας, του Μάικλ Οντάατζε (συγγραφέας του Άγγλου ασθενή) σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά από τις εκδόσεις Πατάκη, καθώς κι ένα βιβλίο που επανεκδόθηκε στα ελληνικά πρόσφατα και κατηγορήθηκε πολύ. Πρόκειται για τη Σύγκρουση των πολιτισμών του Χάντινγκτον (εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Σήλια Ριζοθανάση), που έχει μια θέαση του κόσμου με ένα σκεπτικό της ρεάλ πολιτίκ. Παρόλο που κι εγώ διαφωνώ σε πολλά σημεία, νομίζω ότι είναι ένα βιβλίο που αξίζει να του ρίξουμε μια ματιά. Το μειονέκτημά του είναι ότι γράφτηκε σε μια εποχή που το διαδίκτυο δεν είχε τη σημερινή διάδοση, στα μέσα του ’90. Σήμερα το διαδίκτυο έχει μεταμορφώσει όλο τον πλανήτη κι έχει διαμορφώσει καινούριες δυναμικές και ισορροπίες.

Κι αφού μιλάμε για το διαδίκτυο δράττομαι της ευκαιρίας να σας ρωτήσω γιατί εσείς επιμένετε να μην ασχολείστε με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ο λόγος είναι διπλός: ο πρώτος έχει να κάνει με την πρακτική πλευρά του θέματος. Έχω μια μόνιμη απασχόληση με την εκπαίδευση από το πρωί ως το μεσημέρι, συν τις απογευματινές υποχρεώσεις πολλές φορές. Από την άλλη, έχω οικογένεια, έχω πάρα πολλά ταξίδια και πολλές συναντήσεις με αναγνώστες, έχω επίσης και τις αναγνωστικές μου προτιμήσεις και ανάγκες. Όλα αυτά μου λένε ότι το να προσθέσω μια εμπλοκή μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα απέβαινε σε βάρος όλων όσα σας προανέφερα.

Δεν δαιμονοποιείτε, δηλαδή, το διαδίκτυο;

Δεν το δαιμονοποιώ, αλλά επιτρέψτε μου και να γκρινιάξω λίγο. Διότι το διαδίκτυο, ενώ είναι ένα απίστευτο μπαλκόνι στον κόσμο και θα μπορούσε να είναι ένα απίστευτο εργαλείο για τους ανθρώπους, από εκεί και πέρα σε πολλές περιπτώσεις περισσεύει η ηλεκτρονική φλυαρία, περισσεύει επίσης και μια έλλειψη αγωγής, που εμένα προσωπικά με ενοχλεί. Διότι πίσω από την ανωνυμία υπάρχει μια χυδαιότητα την οποία εγώ συναισθηματικά ομολογώ ότι δεν μπορώ να τη διαχειριστώ. Ίσως κάποια στιγμή αποφασίσω να ασχοληθώ, με πολλή προσοχή, βέβαια, αλλά αυτή τη στιγμή δεν είναι στις προτεραιότητές μου. Όσο υπάρχουν οι φίλοι, οι συναντήσεις, τα ταξίδια και τα διαβάσματα νιώθω ότι δεν μου λείπει.

Η εικόνα της ηρεμίας του γραφείου του συγγραφέα από τη μια, σε αντιδιαστολή με την πολυτάραχη ζωή του ήρωά του, μου γέννησε την απορία: Τελικά πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε ή αρκεί το διεισδυτικό βλέμμα του συγγραφέα;

Υπάρχει και η άλλη εκδοχή, ξέρετε: Επινοούμε για να ζήσουμε, διότι στο άμεσο βίωμα δεν το καταφέρνουμε. Γράφουμε για να μπούμε στις ζωές των άλλων. Διαβάζουμε γιατί η δικιά μας η ζωή δεν μας φαίνεται αρκούντως ικανοποιητική. Άρα, ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με ένα παιχνίδι συσχετισμών, αλληλεπιδράσεων, έριδων ανάμεσα στους συντελεστές της γραφής. Εγώ θεωρώ ότι η γραφή είναι ένα φιλοσοφικό πέλαγος, ένας ωκεανός στον οποίο εμπλέκονται πολλές ειδικότητες ναυτοσύνης. Και αλίμονο αν δεν ήταν έτσι. Ως ωκεανός έχει το βάθος, την έκταση και τη μυστηριώδη γοητεία του.

Θα ήθελα, κλείνοντας, να μας πείτε τι είναι η συγγραφή για εσάς;

Είχαν ρωτήσει κάποτε τον Κάρλος Φουέντες γιατί γράφει κι εκείνος απάντησε «γιατί αυτό ξέρω να κάνω καλύτερα». Νομίζω ότι δεν υπάρχει μια ικανοποιητική απάντηση και πολύ περισσότερο μια απάντηση που να καλύπτει τους περισσότερους συγγραφείς…

Εγώ θα ρωτούσα, λοιπόν, γιατί ξανα-γράφετε;

Νομίζω ότι τώρα τα πράγματα είναι σαφέστερα (γέλια). Νομίζω ότι γράφουμε επειδή είναι δύσκολη η ζωή μας χωρίς αυτό και ξαναγράφουμε γιατί πιστεύουμε ότι η πρώτη κίνηση μας ανακούφισε κι έδωσε και κάτι στους αναγνώστες, αλλά και γιατί ζούμε με την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι με τη δική μας βοήθεια οι αναγνώστες θα ζήσουν κι άλλες πολλές ζωές. Κι ότι κι εμείς, επίσης, δεν θα ζούμε μόνο τη δικιά μας ζωή αλλά θα τσαλαβουτάμε και θα επινοούμε χίλια άλλα θαυμαστά για να κρατήσουμε ζωντανή τη φλόγα του ενδιαφέροντος και του ονείρου.

 

Λίγες και μία νύχτες Ισίδωρος Ζουργός ΠατάκηςΛίγες και μία νύχτες
Ισίδωρος Ζουργός
Πατάκης
573 σελ.
ISBN 978-960-16-7237-3
Τιμή: €19,90
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr